Είναι περίεργο να διαβάζεις ένα κλασικό έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας για πρώτη φορά στα 45 σου. Από τη μία σκέφτεσαι τι έχανες μέχρι τώρα, από την άλλη αναρωτιέσαι αν σε μικρότερη ηλικία, με λιγότερα διαβάσματα και εμπειρίες, θα είχες καταλάβει το ολόκληρο του κόσμου που εμπεριέχει.
Αν κρίνω από τον εαυτό μου και τον τρόπο που διάβαζα κι έγραφα μέχρι τα 35, μάλλον όχι: τότε σημασία είχε η ευστροφία (βλ. εξυπναδισμός) και η ρηξικέλευθη ταυτότητα ενός έργου και όχι η ικανότητά του να μιλήσει για κάτι μεγαλύτερο από τον δημιουργό του.
Το βλέπω και σήμερα διαβάζοντας πρώτες συλλογές ποίησης και διηγημάτων και συνειδητοποιώντας πως ούτε εγώ επιδεικνύω την υπομονή και τη γενναιοδωρία που είχαν κάποτε δείξει άλλοι στο δικό μου ανώριμο, πρωτόλειο και συχνά εξυπναδίστικο έργο – αλλά ούτε και οι σημερινοί πρωτοεμφανιζόμενοι κάνουν τον κόπο να βγουν από τον εαυτό τους και να διαβάσουν πρώτα κάτι από τον Κανόνα, πριν πέσουν με τα μούτρα στην αποδόμησή του.
Κι επανέρχομαι στην αρχική μου σκέψη: και να τον διάβαζαν, θα είχε άραγε επάνω τους τη λυσιμελή επίδραση που έχει σήμερα επάνω μου; Ανάλογα τον/την αναγνώστη/τρια, φαντάζομαι. Γιατί από τη μία σκέφτομαι τον καλό μου φίλο Α, ετών 24, που έχει ξεκοκαλίσει τα τελευταία δύο χρόνια όλη την κλασική ρωσική λογοτεχνία· από την άλλη, τον καλό μου φίλο Β, λίγο μεγαλύτερο, που αφού διάβασε ό,τι ήταν να διαβάσει από Ναμπόκοφ μέχρι Τολστόι και Ροτ, το έριξε με τα μούτρα στη σύγχρονη – πολύ σύγχρονη όμως, που σπαρταράει – ελληνική ποίηση και την αφοριστική της διάθεση.
Σκέφτομαι και την εκδότρια Αννα Πατάκη, που πρόσφατα δήλωσε: «Το πρωτοδιάβασα καλοκαίρι, είκοσι και κάτι, και ένιωθα ευτυχισμένη, που μπορούσα να βυθίζομαι στον κόσμο μου, που η ατελείωτη ραστώνη της ζωής μου εκείνης της εποχής αποκτούσε νόημα και περιεχόμενο».
Βυθίστηκα κι εγώ στον απομονωμένο μα απέραντο κόσμο του ελβετικού σανατορίου φυματικών που κυλάει σαν κρουαζιερόπλοιο πολυτελείας μες στον χρόνο με τους δικούς του ρυθμούς, φιλοξενώντας έναν κόσμο που καταρρέει, τόσο στην κυριολεξία (με τους θανάτους των τροφίμων του) όσο και μεταφορικά (με το τέλος της εποχής των αυτοκρατοριών, το πέρασμα από τον ρομαντισμό στον μοντερνισμό, την εγκατάλειψη του νευτώνειου χρόνου για τη θεωρία της σχετικότητας, που ο Μαν επικαλείται τεχνηέντως κάθε λίγο και λιγάκι).
Οπως κάθε μεγάλο μυθιστόρημα, το Μαγικό Βουνό με οδήγησε σε ένα σωρό περιπλανήσεις, από τη μεταστροφή του συγγραφέα του από εθνικιστή σε ένθερμο δημοκράτη, μέχρι τις αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες του σπιτιού του στα Πασίφικ Πάλισεϊντς, όπου αυτοεξορίστηκε μετά την άνοδο των Ναζί στη Γερμανία. Και για κάποιον λόγο, μου καρφώθηκε στο μυαλό λανθασμένα ότι ο Μαν έγραψε το Μαγικό Βουνό πριν τα 30 του.
Κι εκεί με έλουσε κρύος ιδρώτας: γιατί εντάξει να μπορείς ή να μην μπορείς να εκτιμήσεις πλήρως την κλασική λογοτεχνία πριν τα 30· αλλά όχι και να τη γράφεις, και μάλιστα έτσι!
Ευτυχώς, η παρανόηση κι ο τρόμος δεν κράτησαν πολύ. Ο Μαν ήταν 39 ετών όταν άρχισε να γράφει, και 50 όταν ολοκλήρωσε το Μαγικό Βουνό. Και κουβαλούσε στους ώμους του και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που οδήγησε τον Ελιοτ να γράψει την Ερημη Χώρα στα 34.
Και πιο πρόσφατα: ο Ροθ ήταν 53 όταν έγραψε την Αντιζωή, 62 στο Θέατρο του Σάμπαθ και 64 στο Αμερικάνικο Ειδύλλιο. Κάπως έτσι βυθίστηκα ξανά στην ηρεμία της ανάγνωσης του Μαγικού Βουνού, νιώθοντας λίγο λιγότερη ντροπή που όλοι εμείς, που δεν είμαστε Τόμας Μαν, γράφαμε και θαυμάζαμε πριν τα 30… συνθήματα και αυτοαναφορές.



