Αν ο κινηματογράφος είναι ένα πεδίο όπου η αλήθεια και η ψευδαίσθηση παίζουν ασταμάτητο τένις, τότε ο Ντάνιελ Ντέι-Λιούις υπήρξε πάντα ο παίκτης που δεν άφηνε την μπάλα να πέσει ποτέ κάτω. Εξαφανιζόταν ο ίδιος για να αναδυθεί μόνο όταν η μπάλα είχε φτάσει σε εκείνο το σημείο που ο θεατής δεν ήξερε αν αυτό που βλέπει είναι τέχνη ή η ζωή του ίδιου του ηθοποιού, ξεγυμνωμένη.
Φέτος, επιστρέφει με το Anemone, σε σκηνοθεσία του γιου του, Ρόναν. Οκτώ χρόνια μετά την «απόσυρση» (και η λέξη μπαίνει αναγκαστικά σε εισαγωγικά γιατί ποιος μπορεί στ’ αλήθεια να αποσυρθεί από τον εαυτό του;), ξαναβγαίνει στο προσκήνιο. Και το γεγονός αυτό μοιάζει σαν μικρός σεισμός: όχι για το ταμείο αλλά για την ίδια την έννοια του τι σημαίνει «μεγάλος ηθοποιός».
Ο όρος είναι περικυκλωμένος από κλισέ κάθε είδους. «Μεγάλος» μπορεί να σημαίνει πολλά: φήμη, βραβεία, έξοχη υποκριτική τεχνική, ολόκληρη μυθολογία γύρω από το πρόσωπο. Ομως, στην περίπτωση του Ντέι-Λιούις, το «μεγάλος» είναι σχεδόν αναπόφευκτο να οριστεί ως εξής: η ικανότητα να εξαφανίζεσαι και να αφήνεις στη θέση σου μια μορφή που δεν μπορεί να διαχωριστεί από το πραγματικό. (Σκεφτείτε το There Will Be Blood: ο Ντάνιελ Πλέινβιου δεν είναι ρόλος – είναι μεταμόρφωση.)
Το ενδιαφέρον είναι ότι η επιστροφή του δεν έρχεται απλώς με άλλο ένα πρότζεκτ αλλά με μια συνεργασία που ενέχει εντός της τον πυρήνα της οικογένειας: ο πατέρας μπροστά στην κάμερα, ο γιος πίσω από αυτήν. Στα 68 του, ο Ντέι-Λιούις κουβαλά μια αβάσταχτη γοητεία – εκείνη που φέρνει η συνείδηση του χρόνου, η αίσθηση ότι κάθε ρόλος μπορεί να είναι ο τελευταίος.
Γιατί, λοιπόν, μας ενδιαφέρει τόσο αυτή η επιστροφή; Ισως επειδή σε μια εποχή όπου η λέξη «σταρ» έχει σχεδόν χάσει το βάρος της (έχει γίνει emoji, GIF, trending hashtag), ένας ηθοποιός σαν τον Ντέι-Λιούις μας θυμίζει ότι η υποκριτική μπορεί ακόμη να είναι ιεροτελεστία που απαιτεί σιωπή, απουσία, μυστήριο. Κάτι που δεν καταναλώνεται γρήγορα, αλλά στέκεται σαν πέτρα στη μνήμη.
Και ίσως εδώ βρίσκεται το βαθύτερο ζήτημα: η «μεγαλοσύνη» δεν είναι απλώς τεχνική αρτιότητα ή αναγνώριση. Είναι η ικανότητα να συνδέεσαι με εκείνο το παράδοξο της ανθρώπινης ύπαρξης που ο κινηματογράφος, όταν είναι μεγάλος, καταφέρνει να συλλάβει. Η επιστροφή του Ντάνιελ Ντέι-Λιούις σημαίνει ότι το σινεμά, παρά την άκρατη εμπορευματοποίηση, εξακολουθεί να έχει ήρωες που δεν παίζουν τον εαυτό τους – τον φτιάχνουν εκ νέου, για χάρη όλων μας.





