Οι εξελίξεις στην υπόθεση των email της Αννας-Μισέλ Ασημακοπούλου αποκαλύπτουν την ευκολία πολιτικών προσώπων να εργαλειοποιούν το «gaslighting» με σκοπό την ελαχιστοποίηση του πολιτικού κόστους. Αυτό αναδύεται σε ένα περιβάλλον όπου η ποιότητα της δημοκρατίας υποχωρεί, ενώ τα ίδια τα πρόσωπα που απαρτίζουν το πολιτικό σύστημα αδυνατούν να ασκήσουν ελεγκτικό ρόλο επί του εαυτού τους.

Ως ένας από τους παραλήπτες, αντιλαμβάνομαι ότι η κατάσταση εκτροχιάστηκε πολύ γρήγορα. Η αντίδραση της Ασημακοπούλου αμέσως μετά την αποστολή του email αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγή. Επικεντρώνεται σε επιθέσεις κατά όσων την κατηγορούν, με ανάρμοστους χαρακτηρισμούς και κατηγορίες σχετικά με θεωρίες συνωμοσίας, αποκαλύπτοντας έτσι την ανεξέλεγκτη φύση ενός συστήματος που παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα διαφάνειας. Το βασικό σφάλμα της ευρωβουλεύτριας έγκειται στη βεβαιότητά της ότι το θέμα είχε κλείσει από την 1η Μαρτίου. Προκρίνοντας την έκβαση μιας έρευνας, αντί να περιμένει τη διενέργεια της επίσημης διαδικασίας από τις αρμόδιες αρχές, ήλπιζε ότι είτε θα δοθεί ελάχιστη προσοχή στα γεγονότα ή θα ξεχαστούν εντελώς.

Η εν λόγω προσέγγιση όχι μόνο έπεσε στο κενό, αλλά ώθησε πολλούς απόδημους να κινηθούν εναντίον της νομικά. Αναμφίβολα, η υπόθεση των email απαιτεί χρόνο για την πλήρη διαλεύκανσή της, όμως οι ερωτήσεις που προκύπτουν επεκτείνονται και σε άλλους τομείς του κράτους δικαίου και της λειτουργίας των πολιτικών μηχανισμών. Εχει παρέμβει η Αρχή Προστασίας Δεδομένων στο υπουργείο Εσωτερικών; Εξετάζονται τα ψηφιακά ίχνη για την ανάδειξη των ατόμων που συνδέονται με τη διαρροή και τις παράνομες κοινοποιήσεις βάσεων δεδομένων; Εχουν κατασχεθεί Η/Υ που χρησιμοποιήθηκαν από πολιτικά πρόσωπα;

Ο χρόνος που απαιτείται σε συνδυασμό με την ενημέρωση των αρμόδιων αρχών είναι ζωτικής σημασίας σε περιπτώσεις παραβιάσεων προσωπικών δεδομένων. Θα υπήρχε αυτόματη κινητοποίηση ή θα καθυστερούσε η έρευνα μετά τις επερχόμενες ευρωεκλογές αν η υπόθεση δεν είχε λάβει τόσο σοβαρές διαστάσεις στα ελληνικά ΜΜΕ;

Σε μια περίοδο όμως όπου οι δημοσκοπήσεις φανερώνουν την έλλειψη εμπιστοσύνης του πληθυσμού στην ελληνική Δικαιοσύνη, η χώρα δοκιμάζεται από πρακτικές που δεν ανταποκρίνονται σε μια σύγχρονη δημοκρατία. Αυτές οι πρακτικές όχι μόνο υπονομεύουν περαιτέρω τους θεσμούς, αλλά εισάγουν σκοτεινές διαστάσεις πολιτικής ασυδοσίας και αυταρχισμού. Οι εκβάσεις των υποθέσεων που εξελίσσονται αυτή την περίοδο καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό την ατζέντα της δεύτερης τετραετίας της κυβέρνησης Μητσοτάκη, η οποία βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη με πολλαπλά μέτωπα.

Καθώς το «gaslighting» κανονικοποιείται, τόσο θα εντείνονται οι φωνές εναντίον αυτών που το υιοθετούν ως πολιτική πρακτική. Αξίζει να δοθεί προσοχή σε όσους επιζητούν απαντήσεις σε ζητήματα λειτουργίας των θεσμών, ειδικά σε υποθέσεις όπως αυτή της Ασημακοπούλου. Η ανάγκη διερεύνησης δεν ισοδυναμεί αυτομάτως με αντικυβερνητική στάση, αλλά πράξη ευθύνης σε μια κουρελιασμένη διαδικασία, η οποία χωρίς την ύπαρξη του GDPR πιθανότατα θα θεωρούνταν ήδη λήξασα.

Ο δρ Γιώργος Σαμαράς είναι επίκουρος καθηγητής Δημόσιας Πολιτικής, King’s College London.