Τον Νοέμβριο του 1985 η αγορά των προσωπικών υπολογιστών βρισκόταν σε αναβρασμό. Δέκα χρόνια σχεδόν μετά την εμφάνιση του Apple I, τον Ιούλιο του 1976, η πυκνή παραγωγή συστημάτων από ποικίλες εταιρείες έδειχνε ότι το PC διαχωριζόταν οριστικά από τους επαγγελματικούς ομολόγους του και αποκτούσε διαστάσεις εργαλείου μαζικής απήχησης. Αυτό που πρακτικά έλειπε ήταν η απλοποίηση της αλληλεπίδρασης μαζί του – οι δύσκαμπτες ιεροτελεστίες διασύνδεσης στις οποίες μυούνταν ένας υπάλληλος εταιρείας ως μέρος της εργασίας του δεν θα γίνονταν αποδεκτές από τον καθημερινό χρήστη.

Στα διάφορα αρχέγονα λειτουργικά συστήματα της εποχής προστέθηκε στις 20 Νοεμβρίου άλλο ένα. Τα Windows 1.0 της Microsoft δεν σαγήνευσαν το κοινό με τα θέλγητρά τους. Οι «New York Times» εξέφρασαν παράπονα για τις απαιτήσεις, την ταχύτητα, την ασυμβατότητα με μεγάλο μέρος του υπάρχοντος software, ενώ έψεξαν και την εξάρτηση της πλοήγησης από το ποντίκι αντί της ορθόδοξης και αποδεδεγμένης μεθόδου του πληκτρολογίου. Αποτυγχάνοντας καλύτερα, κατά τη φράση του Σάμιουελ Μπέκετ, στις επόμενες εκδόσεις τους, τα Windows προσωποποίησαν την ορθότητα της αρχικής λογικής μιας μεθόδου επικοινωνίας βασισμένης στην εικόνα αντί των εντολών κειμένου αποβαίνοντας στην πορεία το κυρίαρχο λειτουργικό σύστημα των υπολογιστών.

Η σημασία της επιτυχίας τους ωστόσο δεν βρίσκεται στο ίδιο το προϊόν αλλά στο γεγονός της συμβολής του στην εδραίωση της ψηφιακής επανάστασης. Τυπικά, αυτή χρονολογείται από την επινόηση του hardware, στην πραγματικότητα όμως το κλειδί είναι η επινόηση της κατάλληλης διασύνδεσης με τον χρήστη που κατέστησε εφικτή την παγκόσμια διάδοσή του. Είναι ακριβώς το 1985, λοιπόν, το σημείο ανάφλεξης της ψηφιακής εποχής – όχι το ίδιο το Big Bang, για να δανειστούμε όρους της φυσικής, αλλά η στιγμή εκείνη του «πληθωρισμού» που εκτινάσσει τα όρια του σύμπαντος.

Πρόκειται για την απαρχή του μεγάλου μετασχηματισμού της ανθρώπινης κοινωνίας από την τεχνολογία, η οποία μπορεί να έχει υποσκελιστεί στο μεταξύ από νεότερες, πιο εντυπωσιακές εκφάνσεις της, δεν παύει όμως να αποτελεί το όριο της τομής. Μιας τομής που είναι σε διόλου αμελητέο βαθμό υπεύθυνη για τις επιχειρηματικές ιεραρχίες, την οικονομική τάξη, τις κοινωνικές ανακατατάξεις, τις πολιτισμικές αναδιατάξεις, τις πολιτικές μετατοπίσεις, το περίγραμμα και τη μορφή, εν τέλει, της εποχής μας.

Μάρκος Καρασαρίνης

***

Οταν το υπολογίζειν γίνεται personal…

Διδακτορική φοιτήτρια στη Φρανκφούρτη, στα τέλη της δεκαετίας του ’80, ήμουν ήδη γοητευμένη από τη δυνατότητα να χρησιμοποιώ έναν επιτραπέζιο υπολογιστή ως «γραφομηχανή» που αποθήκευε τα κείμενά μου, τα οποία μπορούσα να αλλάζω και να διορθώνω, συχνά ανελέητα, παρά την – διανοητική και δακτυλογραφική – προσπάθεια που είχα ήδη καταβάλει για να τα γράψω. Ο υπολογιστής μου ήταν personal με στιβαρό σκληρό δίσκο 20MB. Στην αρχή της δεκαετίας του ’90 θα συναγωνιζόταν στην προτίμησή μου έναν άλλο – βαρύτατο μεν, πλην όμως φορητό – υπολογιστή που μου υποσχόταν ευελιξία και τη δυνατότητα να εργάζομαι και μακριά από το γραφείο του δωματίου μου. Οι προσδοκίες μου να μεγαλουργήσω δημιουργικά ενισχύονταν πλέον και από την ύπαρξη νέων προγραμμάτων λογισμικού που διεύρυναν τις δυνατότητες επεξεργασίας και για εμάς τους κοινούς χρήστες, τους μη επαΐοντες. Κάποιες δεκαετίες αργότερα, αμελητέες σε διάρκεια στην κλίμακα της ανθρώπινης ιστορίας αλλά τόσο πυκνές σε τεχνολογικές εξελίξεις, η χωρητικότητα του σκληρού δίσκου του πρώτου μου desktop θα αντιστοιχούσε στον όγκο 2-3 φωτογραφιών αποθηκευμένων σε ένα smartphone, έναν μικρό υπολογιστή, με ασύγκριτες δυνατότητες επεξεργασίας και δικτύωσης.

Η προσωπική μου ιστορία και εμπειρία δεν θα ενδιέφερε, προφανώς, κανέναν, εάν δεν αντανακλούσε σε μικρογραφία τις τεχνολογικές αλλαγές που συντελέστηκαν και κυρίως την επίδραση και τις επιπτώσεις στο κράτος, την οικονομία, την κοινωνία, στον τρόπο που οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τον κόσμο και συμμετέχουν στις διάφορες εκφάνσεις της ζωής. Η διάδοση των προσωπικών υπολογιστών σε συνδυασμό με την ύπαρξη λογισμικού που έδωσε τη δυνατότητα σε πολλούς ανθρώπους να παράγουν, να αναλύουν και να παρουσιάζουν πληροφορίες, χωρίς να χρειάζονται εξειδικευμένες γνώσεις, συνεπέφερε την απώλεια ή έστω την αποδυνάμωση του υπολογιστικού «μονοπωλίου» του κράτους και των μεγάλων επιχειρήσεων. Η επεξεργασία αποκεντρώθηκε, η ευχέρεια συλλογής, διαβίβασης, μετάδοσης δεδομένων διαχύθηκε σε μεμονωμένα υπολογιστικά συστήματα, άρα και σε μεμονωμένους υπαλλήλους, εργαζομένους, εμπόρους, μικρές επιχειρήσεις, εργοδότες, μεγιστοποιώντας κατά τον τρόπο αυτόν την κινητικότητα των χρηστών τους με συνέπεια την «ευελιξία» και την αποκέντρωση των δυνατοτήτων ροής και χρήσης της πληροφορίας.

Η πολυδιάστατη εξέλιξη συντελέστηκε με αλματώδεις ρυθμούς μέσω της σύγκλισης των τεχνολογιών, της παγκοσμιοποίησης και της ανάπτυξης δικτύων που διαμόρφωσαν ένα ριζικά διαφορετικό πλαίσιο παραγωγής και επεξεργασίας πληροφοριών. Η συνέχεια είναι γνωστή: δημιουργώντας τη δική τους αρχιτεκτονική και τα τεχνικά μέσα για να λειτουργήσουν με έναν αυτάρκη τρόπο και με επιδραστικό, διαμεσολαβητικό ρόλο στις περισσότερες από τις διαδικτυακές καθημερινές δραστηριότητές μας, οι παγκόσμιας εμβέλειας τεχνολογικοί κολοσσοί εδραίωσαν μία εξέχουσα, καθοριστική θέση στην επικοινωνία και εν τέλει στην ψηφιακή οικονομία και κοινωνία.

Η συγκέντρωση ψηφιακής ισχύος και ένας εκτενής έλεγχος στη δυναμική και το περιεχόμενο των πληροφοριακών ροών επιτρέπουν στους φορείς αυτούς να ασκούν (ακόμη και) άμεση επιρροή στον δημόσιο διάλογο και στα δημόσια πράγματα και να θέτουν, εν τοις πράγμασι, σε δοκιμασία το ρυθμιστικό μονοπώλιο του κράτους, ιδίως του εθνικού νομοθέτη. Η εξέλιξη και – ιδίως – η διάχυση των τεχνολογικών επιτευγμάτων οδήγησαν σε μεταλλαγές και αναφορικά με την αντίληψη των ανθρώπων για τη χρήση της τεχνολογίας.

Καθένας και καθεμία από εμάς μπορεί απανταχού, χωρίς ιδιαίτερη σκευή και γνώσεις, να επεξεργάζεται πληροφορία, να επικοινωνεί, να λαμβάνει και να διαμοιράζει περιεχόμενο και απόψεις (έστω φιλτραρισμένο από αλγορίθμους), να επιτηρεί τους άλλους σε μια μετάβαση από το panopticon στο omniopticon, να λειτουργεί ως «δημοσιογράφoς» (το φαινόμενο «doxxing»!) ή δημιουργός κειμένου, εικόνων, deepfakes ή fake news.

Ο «εκδημοκρατισμός» της πληροφοριακής και επικοινωνιακής υποδομής είχε, ωστόσο, αξιοσημείωτες συνέπειες κατ’ αρχάς αναφορικά με την αντίληψή μας για το τι (μας) επιτρέπεται και τι (μας) απαγορεύεται και περαιτέρω σε σχέση με τα όρια της ανοχής μας ως προς τη διείσδυση της τεχνολογίας στη ζωή μας και των υπαρκτών ή δυνητικών κινδύνων για τα δικαιώματά μας.

Το δικαίωμα και το δίκαιο προστασίας των προσωπικών δεδομένων δοκιμαζόταν ως προς τη ρυθμιστική επάρκειά του κάθε φορά που οι τεχνολογικές εξελίξεις (σμίκρυνση, δικτύωση, υπολογιστικό νέφος, ψηφιακές πλατφόρμες και δίκτυα, τεχνητή νοημοσύνη) άλλαζαν ποιοτικά και ποσοτικά την κλίμακα της επεξεργασίας και καθιστούσαν τη χρήση προσωπικών πληροφοριών μια καθημερινή ρουτίνα.

Εάν ο υπερεθνικός και εθνικός νομοθέτης παρατηρούσε αμήχανος ή (ενίοτε συνειδητά) άπραγος την εκρηκτική διάδοση του Διαδικτύου εν πολλοίς χωρίς περιορισμούς και κανόνες, η – αντίστοιχα – ευρύτατη χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης ιδίως μέσω των μεγάλων γλωσσικών μοντέλων (όπως το ChatGPT) προσέθεσε νέους «πονοκεφάλους»: πώς να ρυθμίσεις, να θέσεις όρια και προϋποθέσεις, να υπαγορεύσεις την «ηθική και υπεύθυνη χρήση» ή να επιβάλεις απαγορεύσεις όταν οι αποδέκτες της ρύθμισης είναι τόσοι πολλοί;

Η κυρία Λίλιαν Μήτρου είναι καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αιγαίου και δικηγόρος

***

Το σεμεδάκι και το μικροτσίπ

Δεν μπορώ να προσδιορίσω ακριβώς την πρώτη μου επαφή με τα Windows. Πιθανότατα θα ήταν κάπου προς το τέλος των σπουδών μου, στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Θυμάμαι ωστόσο πολύ καλύτερα την πρώτη μου επαφή με τους υπολογιστές. Ηταν το 1986, έχοντας πάρει ως δώρο έναν Amstrad 6128 (μετά από επιμονή του αδελφού μου, συστηματικού αναγνώστη του περιοδικού «Pixel» και κατόχου της Basic, αρχαϊκής γλώσσας προγραμματισμού της εποχής). Eκείνος άρχισε αμέσως να γράφει κώδικα, δημιουργώντας μέσα σε εβδομάδες τα πρώτα του γραφικά και ταχυδρομώντας τα στο ένθετο με τις συνεργασίες αναγνωστών του περιοδικού (όπου και δημοσιεύθηκαν μετ’ επαίνων). Εγώ περιορίστηκα στα βιντεοπαιχνίδια (Tetris, Arkanoid, Donkey Kong) τα οποία μετά από λίγο βαρέθηκα. (Ο αφαιρετικός τους κόσμος μού φαινόταν υπερβολικά κλειστοφοβικός και δυσκίνητος – ο λαλίστατος ΚΙΤ στον «Ιππότη της ασφάλτου» δεν έμοιαζε καθόλου με εκείνο το βουβό και δυσερμήνευτο μηχάνημα που είχε εγκατασταθεί στο παιδικό μας δωμάτιο.)

Ο πατέρας μου είχε γεννηθεί στις αρχές του Μεσοπολέμου. Ολα τα χρόνια που συνυπήρξε με την πληροφορική ποτέ του δεν κατάφερε να συλλάβει ποια ήταν ακριβώς η λειτουργία ενός υπολογιστή. Στη σκέψη του αποτελούσε κάτι σαν αναβαθμισμένη γραφομηχανή, με δυνατότητες για άπειρες διορθώσεις, φωτοτυπίες και αντίγραφα. Οταν στο παιχνίδι μπήκε και το Διαδίκτυο, η απορία του γενικεύτηκε. «Και τι είναι τελικά αυτό το Ιντερνετ, θα μου εξηγήσει κανείς;» αναρωτιόταν για χρόνια, μέχρι το τέλος της μακράς ζωής του. Οσο αναλυτικά και να του το περιγράφαμε, ποτέ το πρόσωπό του δεν φωτιζόταν από μια πλήρη κατανόηση.

Θυμάμαι επίσης τον πρώτο καιρό του διορισμού μου στο Δημόσιο, λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς του 2004. Βρέθηκα τότε στη Διεύθυνση Προσωπικού ενός υπουργείου, όπου σε έναν χώρο περίπου 20 ατόμων ζήτημα να ήμασταν τέσσερις οι διατεθειμένοι να χρησιμοποιήσουμε κομπιούτερ. Ολα εκείνα τα ασήκωτα κουτιά με τις καμπυλωτές οθόνες που θύμιζαν παλιές συσκευές τηλεόρασης σκονίζονταν πάνω στα γραφεία υπαλλήλων που ακόμα συνέτασσαν χειρόγραφα έγγραφα, περνώντας παραδίπλα, στο «γραφείο των δακτυλογράφων», για να τους τα υπαγορεύσουν, συνεχίζοντας απαρασάλευτο ένα τελετουργικό που είχαν διδαχτεί από τη δεκαετία του ’70. Ηταν η εποχή που αρκετοί μιλούσαν για τις σβηστές οθόνες «με τα σεμεδάκια», σε ένα Δημόσιο που αρνούνταν πεισματικά να αποχωριστεί τις κληρονομημένες συνήθειές του. Κι όμως, όχι πολύ αργότερα από τότε, όλα άλλαξαν.

Σαράντα χρόνια ύπαρξης των Windows είναι αυτό που θα λέγαμε «μια ζωή». Μέσα σε τούτο το διάστημα, από τα πρώτα «Παράθυρα» του 1985 έως και τα ενδέκατα σήμερα, άνθρωποι που υπήρχαν δίπλα μας έφυγαν και άλλοι ήρθαν. Εκείνοι που έφυγαν, προτού να φύγουν, όσοι τουλάχιστον είχαν προλάβει να γεράσουν, είχαν αρχίσει να αισθάνονται ήδη παράταιροι μέσα σε έναν κόσμο που δεν αναγνώριζαν πια. Και ίσως αυτό να είναι ένα γνώρισμα της γήρανσης: το να βλέπεις τον κόσμο, και ειδικά την τεχνολογία του, να σε προσπερνά, γιατί δεν φτιάχτηκε για εσένα, αλλά ούτε και εσύ για εκείνη. (Σκέφτομαι όλους αυτούς τους ηλικιωμένους που μέχρι πριν από λίγα χρόνια έκαναν ουρές κάθε πρώτη του μήνα στις εισόδους των τραπεζών για να εισπράξουν τις συντάξεις τους. Πού να βρίσκονται τώρα; Αναγκάστηκαν να μάθουν τα πράγματα που δεν μπορούσαν ως πρόσφατα; Ή απλά η ζωή τούς άφησε πίσω;)

Σαράντα χρόνια είναι το διάστημα όπου ένα μωρό γίνεται μεσήλικος και ένας νέος ηλικιωμένος. Είναι το διάστημα που χωρίζει τους μαθητές της δερμάτινης σάκας, της πατριδογνωσίας και του τετραδίου με την μπλε επένδυση (τη γενιά μου) από τους μαθητές του ChatGPT, που πλέον διαμοιράζει σωρηδόν τις σχολικές εργασίες με το πάτημα ενός κουμπιού. Είναι ένα παράθυρο περίπου μισού αιώνα, μέσα από το οποίο τα πάντα γύρω και μέσα μας μεταμορφώθηκαν. Καθώς τα χρόνια συνεχίζουν να περνούν, αναρωτιέμαι καμιά φορά πώς θα είναι ο κόσμος όταν (ή μάλλον αν) θα φθάσω να ανήκω και εγώ στην πλευρά των πρεσβυτέρων. Οταν η απτόητη ροή της ζωής γύρω μου θα μου λέει διακριτικά (ή και όχι) «φίλε, πάλιωσες».

Ποιοι θα είμαστε εμείς που θα ψιλοκουβεντιάζουμε, αμήχανοι και κάπως ανυπεράσπιστοι, στις νοητές τραπεζικές ουρές του μέλλοντος; Ηδη, όποτε μπερδεύομαι με τις ατελείωτες εφαρμογές του κινητού, με αποτέλεσμα στο τέλος να το μπλοκάρω, νομίζω ότι αρχίζω να παίρνω μια ιδέα. Οταν λοιπόν κάποια στιγμή ο υπολογιστής (και μαζί με αυτόν και τα Windows) θα βρίσκεται ενσωματωμένος σε ένα ζευγάρι γυαλιά ή σε ένα μικροτσίπ εμφυτευμένο στο χέρι μας, τότε θα μπορώ και εγώ να καταλάβω πώς πρέπει να ένιωθε κάποτε ο πατέρας μου κοιτώντας μια μπλε οθόνη με κάτι μυστήρια τετράγωνα πλαίσια.

Ο κ. Νίκος Α. Μάντη είναι συγγαφέας

***

Το ψηφιακό μας σύννεφο

Πώς ζούμε σήμερα ως Μοντέρνοι άνθρωποι; Πώς μας παρουσιάζεται ο Νεωτερικός κόσμος στον οποίο περιήλθαμε σταδιακά μετά τον Διαφωτισμό και τις Επαναστάσεις, και από τον οποίο δεν εξήλθαμε ποτέ ουσιαστικά; Μπορεί η εμπειρία των Μοντέρνων του 20ού αιώνα να είναι ίδια με την εμπειρία μας σήμερα;

Σε αυτό το ερώτημα προσπάθησε να απαντήσει μια ομάδα γάλλων ερευνητών από το 2012 με το έργο «AIME – Ερευνα για τους τρόπους ύπαρξης», με επικεφαλής τον Μπρούνο Λατούρ, τον κοινωνιολόγο που ήδη από τη δεκαετία του 1980 έριχνε φως στις συμπλέξεις και τις αλληλεπιδράσεις που διέπουν τα επιστημικά δίπολα που επινόησε η Νεωτερικότητα. Αν η Νεωτερικότητα θεμελιώνεται πάνω στη διάκριση φύσης – επιστήμης, τότε «δεν υπήρξαμε ποτέ Μοντέρνοι», καθώς δεν καταφέραμε ποτέ πραγματικά να διαχωρίσουμε τη φύση από την κοινωνία, την επιστήμη από την πολιτική, τον άνθρωπο από την τεχνολογία. Πολύ περισσότερο από διακρίσεις, η Νεωτερικότητα έφτιαξε υβρίδια· διαχώρισε για να συνδέσει. Η έρευνα κατέγραψε την εκρηκτική διεύρυνση της χρήσης των ψηφιακών τεχνολογιών, επιβεβαιώνοντας την υβριδική φύση του κοινωνικού μας βιώματος. Η παραγωγή, η διοίκηση, η εκπαίδευση, το εμπόριο, οι κατασκευές, η διασκέδαση, η κατανάλωση, οι μεταφορές, η ενημέρωση, η πολιτική στράτευση, ακόμα και η μαστορική που επαφίεται στην επιδεξιότητα του τεχνίτη, οργανώνονται και διαμεσολαβούνται από έναν ευρέως διαδεδομένο υλικοτεχνικό εξοπλισμό που χρησιμοποιεί λογισμικό, κώδικες και γλώσσες προγραμματισμού και απεικονίζονται σε μια οθόνη.

Τι σημαίνει αυτό για τους τρόπους της ύπαρξής μας; Αλλάζουμε γνωσιακά, όπως υποστηρίζουν οι πιο φοβισμένοι; Εχοντας εκχωρήσει ένα κομμάτι της εργασίας και της σκέψης μας σε μηχανές που εκτελούν καλύτερα από εμάς καθήκοντα που μέχρι πρότινος αναλαμβάναμε εξ ολοκλήρου με τα χέρια, το μυαλό και τις αισθήσεις μας, μήπως απεμπολούμε το πιο δημιουργικό κομμάτι της ύπαρξής μας; Βγάζοντας τη γνώση έξω από τον εγκέφαλο και εναποθέτοντάς την σε μια μηχανή που ανάγει τις πιο περίπλοκες λειτουργίες σε 0 και 1, μήπως προσυπογράφουμε το τέλος της νόησης και τον θάνατο του Homo Faber; Κι όμως, αν ακούσουμε τι μας λένε οι γνωσιακές επιστήμες, η γνώση δεν ήταν ποτέ υπόθεση (μόνο) του εγκεφάλου. Πολύ περισσότερο από δραστηριότητα των νευρώνων, η παραγωγή γνώσης είναι αποτέλεσμα μιας εξωκρανιακής πραγματικότητας, ενός συστήματος οργάνωσης και δομών που βρίσκονται πέρα και έξω από εμάς, στον κόσμο των πραγμάτων, και χωρίς τα οποία ο εγκέφαλός μας δεν θα ήταν σε θέση να παράξει το παραμικρό.

Μήπως όμως η καταβύθιση στο εικονικό σύμπαν μάς απομακρύνει από την κοινωνική φύση μας; Αποξενωνόμαστε; Απορροφημένοι στις ατομικές μας οθόνες, μήπως μεταμορφωνόμαστε σε μελαγχολικές μονάδες που εξατομικεύουν το συλλογικό τους βίωμα εις βάρος της κοινωνικής ζωής; Κι όμως αρκεί να θυμηθούμε ότι στην πιο οριακή στιγμή της επιβεβλημένης άρσης της φυσικής εγγύτητας, στη διάρκεια της πανδημίας, η καταβύθιση αυτή διαφύλαξε την κοινωνική μας υπόσταση.

Πόσο όμως στ’ αλήθεια εικονικό είναι το «νέο» ψηφιακό μας σύμπαν; Τι σημαίνει να διαβάζουμε ένα ψηφιακό βιβλίο αποθηκευμένο στο cloud; Μπορεί το «σύννεφο» να μη διατηρεί τη μυρωδιά του χαρτιού, η εμπειρία όμως της ανάγνωσης παραμένει αμετάκλητα αναλογική. Το βιβλίο στην οθόνη σού επιτρέπει να το ξεφυλλίσεις, να το υπογραμμίσεις, να κινηθείς από τη μια σελίδα στην άλλη, να ανατρέξεις στις παραπομπές, όπως ακριβώς και το έντυπο. Η επιτυχία της ψηφιοποίησης έγκειται τελικά στο ότι μιμείται τόσο πειστικά και μας παραδίδει απογυμνωμένη την αναλογική μας εμπειρία.

Κανένας λόγος ανησυχίας, θα έλεγε κανείς. Μπορούμε να συνεχίσουμε να υπάρχουμε με αυτόν ακριβώς τον τρόπο και να περιπλανιόμαστε στα «σύννεφα» της καθημερινής μας ζωής, εκεί που φυλάμε φωτογραφίες, συνομιλίες και αμύθητα αποτυπώματα από το σύντομο πέρασμά μας στη γη. Είναι ωραίο και καθησυχαστικό αυτό το άυλο και αιθέριο σύννεφο, αυτό το πολύτιμο είδος τεχνολογικής μεταφυσικής. Το όνομα, όμως, της τεχνολογίας είναι παραπλανητικό. Το ψηφιακό σύμπαν δεν αιωρείται στα σύννεφα, είναι οικτρά προσδεμένο στη γη και υπάρχει χάρη σε τεράστια data centers με επεξεργαστές και μονάδες αποθήκευσης που για να λειτουργούν απρόσκοπτα πρέπει να διατηρούνται σε χαμηλές θερμοκρασίες. Οι εγκαταστάσεις αυτές καταναλώνουν ετησίως περίπου 380 TWh ηλεκτρικής ενέργειας – σχεδόν όση και μια ανεπτυγμένη βιομηχανική χώρα, όπως η Γαλλία (400 TWh), και η κατανάλωση αυτή αναμένεται να διπλασιαστεί έως το 2030. Είναι ωραίο το ψηφιακό μας σύμπαν, αρκεί, στο μεταξύ, να μη λυγίσει η Γη κάτω από το συντριπτικό του βάρος.

Η κυρία Χαριτίνη Καρακωστάκη είναι διδάκτωρ Κοινωνιολογίας στην EHESS, εντεταλμένη διδάσκουσα στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ.