Στις 6 Οκτωβρίου γιορτάζει ο Αγιος Θωμάς. Τον Αγιο Θωμά τον περιποιείται η οικογένειά μου, και όπως λέει η μαμά «είναι το τέταρτο παιδί μου». Φυσικά δεν μας ανήκει, δεν μπορεί να σου ανήκει μια εκκλησία, αλλά είναι μπροστά στην πόρτα μας, και η μαμά φροντίζει να κρατάει το καντήλι αναμμένο πρωί-βράδυ τα καλοκαίρια που ζούμε στο εξοχικό μας στο Πέδι.
Αυτή τη στιγμή τον περιποιείται η μαμά μου, αλλά πριν από αυτήν τον περιποιούνταν η πεθερά της, και φαντάζομαι πριν από αυτήν, η δική της πεθερά.
Και έχει ένα σωρό πράγματα να γίνουν, δεν μπορεί να τα κάνει μόνο ένας άνθρωπος, μεγάλοι και μικροί, όλοι οι γείτονες συμμετέχουν στην ετοιμασία της γιορτής.
Τι κάναμε φέτος; Κατ’ αρχήν πρέπει να καθαριστεί όλη η περιοχή γύρω από το εκκλησάκι, πρέπει να μαδήσουμε τα αγριόχορτα και τα αγκάθια, να σκουπίσουμε γύρω-γύρω, «μην έρχονται οι άνθρωποι και είναι ασκούπιστα!». Εμείς τα παιδιά κάνουμε τέτοιες δουλειές, ενώ οι γυναίκες κάνουν πιο σχολαστικά καθαρίσματα στο εσωτερικό.
Πρέπει να πλύνουμε και τα προαύλια. Ο Αγιος Θωμάς είναι δίπλα στη θάλασσα και αυτό είναι καλό. Παλιότερα παίρναμε όλα από έναν κουβά και μπαινοβγαίναμε από τη θάλασσα. Επρεπε να ρίξεις το νερό με δύναμη, μπας και ξεκολλήσουν τυχόν λάσπες από δω και από κει. Ο μεγάλος αδερφός μου πάντοτε έριχνε το νερό πολύ πετυχημένα, εγώ πάλι όχι και τόσο – το πιο πολύ πήγαινε χαμένο. Πολύ βαριά δουλειά και βαρυγκομούσαμε όλοι. Τώρα όμως πήραμε μία αντλία νερού: τη βάζουμε στη θάλασσα και ρουφά νερό! Μπορούμε να ρίξουμε όσο νερό θέλει η καρδιά μας, είναι και δροσερό μες στη ζέστη, και η πιο δύσκολη δουλειά έχει γίνει το παιχνίδι μας. Κυνηγιόμαστε με τη μάνικα, γελάμε, χαζολογάμε… Μέχρι να βγει η μαμά και να γκρινιάξει «τελειώνετε, έχουμε και δουλειές».
Εμείς και ο… Οκτώβρης
Ευτυχώς τον Οκτώβρη η εκκλησία δεν χρειάζεται χίλιασμα (ασβέστωμα) που είναι πολύ δύσκολο και κουραστικό. Η εκκλησιά ασβεστώνεται το Πάσχα, για την Κυριακή του Θωμά. Μέσα στην εκκλησία πάλι έχουν να γίνουν πολλά. Πρέπει να κατέβουν τα καντήλια και να πλυθούν και να ξαναμπούν στη θέση τους, να ξεσκονιστεί και να περαστεί με κερί το τέμπλο. Πρέπει να μαζέψουμε τα ρούχα του, τραπεζομάντιλα, καρέ, μαντίλια για τις εικόνες, να τα πλύνουμε και φυσικά να τα κολλάρουμε. Κανονικά θα έπρεπε να έχουμε πιο πρόχειρα για τις καθημερινές, και τα «καλά» του για τις γιορτές, όμως στη μαμά αρέσει ο Αγιος Θωμάς να είναι πάντοτε όμορφος, οπότε του έχει βάλει άσπρα μπαμπακερά με μία λεπτή δαντέλα που της μάθανε οι Ουρσουλίνες όταν πήγαινε σχολείο στο νησί της τη Νάξο. Βρωμίζουν όμως εύκολα στη σκόνη του καλοκαιριού, οπότε πρέπει οπωσδήποτε να πλυθούν και να κολλαριστούν. «Δεν πειράζει, όταν χαλάσουν θα του φτιάξουμε καινούργια».
Επί μία εβδομάδα τουλάχιστον καθαρίζουν, «πρέπει ο Αγιος Θωμάς να λάμπει – έχει καλό καιρό, θα έρθει κόσμος». Η πιο δύσκολη εσωτερική δουλειά είναι «το γυάλισμα των μπρούντζων». Αυτή η δουλειά θέλει οργάνωση και προετοιμασία: να οργανωθούν οι γυναίκες, πότε θα συναντηθούν, να είναι σίγουρες ότι η κυρία Ξένη που είναι καλή στο γυάλισμα έχει χρόνο, να μαζευτούν πατσαβούρια και ικανός αριθμός γυναικών. Τότε όλα τα μπρούντζινα σκεύη βγαίνουν στο προαύλιο, λύνονται, και αρχίζουν. Πρώτη η κυρία Ξένη αλείφει καλά το σκεύος με «μπράσο». Το πασάρει στην επόμενη που με μία πατσαβούρα τρίβει και τρίβει και τρίβει. Το δίνει στην επόμενη η οποία με πιο καθαρή πατσαβούρα αρχίζει και αυτή να τρίβει. Μέχρι να φτάσει στην τελευταία έχει φύγει όλη η αλοιφή και το σκεύος «γυαλοκοπά». Αυτή η δουλειά θα μας πάρει μία μέρα, όλη τη μέρα πριν την παραμονή «για να είναι φρέσκογυαλισμένα», και μας απομένει η παραμονή για λεπτομέρειες και ίσως για να φτιάξουμε κάποια γλυκά.
Απαραίτητα, στη γιορτή πρέπει να προσφέρουμε καφέ της εκκλησίας και κουλούρια βουτυρένα για να βουτήξεις, μοσχοβολιστό εφτάζυμο άρτο, και φυσικά ακούμια (παραδοσιακοί λουκουμάδες από ρύζι), και όλα αυτά τα παραγγέλνει η επιτροπή και είναι σίγουρο ότι θα έρθουν ανήμερα. Πολλές όμως οικογένειες θέλουν και αυτές να τρατάρουν κάτι, ίσως σαν τάξιμο, ίσως γιατί θέλουν να προσφέρουν. Ετσι σε κάθε εκκλησία στη Σύμη τα κεράσματα δεν είναι ποτέ μόνο αυτά: μία φορά στην Αγία Βαρβάρα μέτρησα 13 και μετά έχασα τον λογαριασμό… Φέτος ο Αγιος Θωμάς έπεσε Παρασκευή, οπότε εμείς φτιάξαμε και μια φανουρόπιτα, μια γειτόνισσα έφερε καρύδες που έφτιαξε, και μια άλλη έφερε αφράτα κουλούρια «αμμωνιακένα» (πολύ ντελικάτα κουλούρια με αμμωνία στη συνταγή).
Το πρωί της λειτουργίας, έρχεται πρώτη στο σπίτι η κυρία Μαρία: Μαστόρισσα στον «καφέ της εκκλησσάς». Ο καφές αυτός είναι ελληνικός στον οποίο την ώρα του ψησίματος προσθέτουμε γάλα και ζάχαρη. Επιτρέπεται να τον πίνουμε και εμείς τα παιδιά – και πολλοί ξένοι ξαφνιάζονται – αλλά είναι ο καφές της εκκλησσάς και έτσι δεν πειράζει. Αυτόν τον καφέ τον λέμε «γαλατέννο» και εγώ τρελαίνομαι – πίνω και δεύτερο αν τα καταφέρω μες στην αναμπουμπούλα.
Επειδή ο καφές γίνεται στο σπίτι μας, εμείς και όλες οι γειτόνισσες πάμε και ανάβουμε μόνο ένα κεράκι και επιστρέφουμε να κάνουμε δουλειές, να ετοιμάσουμε τους δίσκους, να κόψουμε τους άρτους, να στολίσουμε τα κεράσματα σε πανέρια. Ούτως ή άλλως όμως, ακούμε τη λειτουργία από το παράθυρο του Ιερού, είναι μόλις δύο μέτρα από την πόρτα μας.
Την ώρα του «απλόυρου» στέκομαι στη γωνία του σπιτιού μας και ραίνω με το κανί γεμάτο ανθόνερο την εικόνα, τους παπάδες και τους πιστούς που περνούν. Πάντοτε έχω ανησυχία, «θέλει αυτή η κυρία να της βρέξω το κεφάλι ή όχι;» και προσπαθώ και εγώ να πετύχω ανάμεσα στις κυρίες, ώστε να μην πέσει καμία τεράστια στάλα στα καλοχτενισμένα μαλλιά τους.
Η λειτουργία τελείωσε. Ολοι πιάνουν μία θέση σε στάμνες στο προαύλιο, και πολλοί έρχονται να βοηθήσουν να μεταφέρουμε τους δίσκους και να κεράσουμε. «Πήρατε φανουρόπιτα; – Πήραμε και του χρόνου – και του χρόνου», «η μαμά σου την έφτιαξε; – Ναι, πάρτε, και του χρόνου, – και του χρόνου».
Τα χαμόγελα και το άγχος
Πρέπει να συζητήσω και να απαντήσω σε όλους, και πάντα με χαμόγελο, αλλά εγώ σκέφτομαι άλλα, φοβάμαι μήπως μας λείψει η φανουρόπιτα και δεν φτάσει, θα περισσέψει κανένα ακούμι και για μένα; Αχ, αυτός ο κύριος, ξέχασα που μου είπε να του φέρω νερό! Αλλά μου αρέσει και που όλοι μού μιλούν και μου εύχονται, είμαι και εγώ μέλος της οικογένειας, και κάνω το καθήκον μου.
Ενας-ένας οι πιστοί φεύγουν, το πανηγύρι τελειώνει, μας μένει το καθάρισμα. Δεν πειράζει και που είμαστε κουρασμένοι, έφτασαν τα κεράσματα, όλα πήγαν καλά! Εχω όμως και ένα σφίξιμο στην καρδιά, γιατί ξέρω και κάτι άλλο…
Πάντοτε οι εποχές για μένα εξαρτώνται από τον Θωμά: κατεβαίνουμε στο Πέδι το Πάσχα για να τον ετοιμάσουμε για την Κυριακή του Θωμά, ξεκαλοκαιριάζουμε στη θάλασσα, και στις 6 Οκτωβρίου στην ονομαστική του γιορτή μετακομίζουμε πάλι στην πόλη. Τέρμα το καλοκαίρι, τέρμα τα μπάνια.