Ο Αργύρης Ξάφης συνεργάζεται ξανά με τη Μαρία Πρωτόπαππα, αυτή τη φορά για την «Ανδρομάχη» του Ευριπίδη, που θα παιχθεί στην Επίδαυρο. Ερμηνεύει τον γυναικείο ρόλο του τίτλου, σε μια παράσταση που θέλει να «αποκαταστήσει» μια «παρεξηγημένη» τραγωδία. Με σχεδόν τριάντα χρόνια στο θέατρο, ο ηθοποιός, σκηνοθέτης και δάσκαλος συνεχίζει τον δρόμο του.
Πώς υποδεχθήκατε την ιδέα της παράστασης;
«Πριν από τρία-τέσσερα χρόνια, έχοντας αφήσει μια ανοιχτή υπόσχεση από το “Ρίτερ, Ντένε, Φος” (σ.σ.: Υπόγειο Θεάτρου Τέχνης), ότι θα ξαναδουλέψουμε μαζί, με πήρε τηλέφωνο η Μαρία: “Σκέφτομαι να ανεβάσω την ‘Ανδρομάχη’ και να κάνεις εσύ την Ανδρομάχη”… Τότε δεν έγινε η παράσταση, και σωστά – έπρεπε να ωριμάσουν κάποια πράγματα. Η συνθήκη ήρθε τώρα, που είχε τον χρόνο να δουλέψει λέξη-λέξη το κείμενο».
Μια σχετικά άγνωστη τραγωδία…
«Πράγματι. Είναι ένα έργο τρομακτικά παρεξηγημένο, για μένα, αδιάβαστο. Οχι μόνο δεν το έχουμε διαβάσει, αλλά κι αυτό που έχουμε διαβάσει είναι στραβωμένο, μεταλλαγμένο. Εχουν προστεθεί ατάκες και στίχοι που αφορούν τη γυναίκα, έτσι ώστε να μην μπορείς να καταλάβεις τη βασική σύγκρουση. Οχι, δεν πρόκειται για δύο γυναίκες, Ανδρομάχη – Ερμιόνη, που “σφάζονται” για τον ίδιο άντρα, τον Νεοπτόλεμο. Το έργο είναι μακριά από αυτό. Η Μαρία αφαίρεσε όλα τα έξτρα σχόλια περί “γυναίκας-δηλητήριο” κ.λπ. που δεν υπήρχαν στο αυθεντικό. Και μένει η σύγκρουση δύο φοβερών πολιτισμών στο γήπεδο της Ελλάδας, του νικητή, του αλαζόνα, που θεωρεί ότι εφόσον έχει νικήσει δικαιούται να κάνει τα πάντα στον χαμένο».
Και;
«Μέσα σε αυτόν τον πολιτισμό, τον οποίο θεωρούν βάρβαρο, η Ανδρομάχη, εγκλωβισμένη σε μια χώρα και μια εξαιρετικά δυσμενή κατάσταση, αποφασίζει να κάνει μια απονενοημένη κίνηση: Ταμπουρώνεται σε έναν ναό ζητώντας άσυλο για να προστατευθεί από τη βία: Θέλουν να σκοτώσουν κι αυτή και το παιδί της.
Και προσπαθεί να το κάνει όσο πιο δημόσιο γίνεται, μπας και σωθεί κυρίως το παιδί της – ο γιος του Νεοπτόλεμου, του δολοφόνου του άλλου της παιδιού. Κι όμως, αυτό το παιδί τής έχει γεννήσει μια ελπίδα. “Το παιδί είναι ο οφθαλμός του βίου μου” λέει – πόσο πυκνή φράση. Η Ανδρομάχη είναι για όλους μισητή, συμβολίζει τον χαμό, είναι η ξένη. Είναι το φυσικό φαινόμενο επιβίωσης στη μέση μιας τέτοιας συνθήκης».
Τη φέρνετε στο σήμερα;
«Οχι, δεν το χρειάζεται, το εμπεριέχει όμως – είναι έργα γραμμένα στο μέλλον. Ετσι καταλαβαίνουμε πόσο υστερούμε σε αυτές τις δραματουργίες. Οι αρχαίοι τόλμησαν τόσο ρηξικέλευθα πράγματα. Κι αυτά στο ανθρώπινό τους μέγεθος, στο φιλοσοφικό, εξακολουθούν να μας απασχολούν».
Γιατί την ερμηνεύει άνδρας;
«Είναι πολλές οι εξηγήσεις. Υπάρχει το πιο θεωρητικό κομμάτι, που έμπρακτα, στη σκηνή, είναι η σύγκρουση των δύο χωρών, με την έννοια των δύο διαφορετικών πολιτισμών. Οπότε δεν είχε σημασία το φύλο. Παρ’ όλα αυτά η Μαρία προχωράει παραπέρα, με επιπλέον λεπτομέρειες. Η πρώτη έχει να κάνει με τους άνδρες, που επέστρεψαν στις γυναίκες τους παράφρονες από τον πόλεμο.
Δεν είμαι εγώ ακριβώς που υποδύομαι την Ανδρομάχη, αλλά ένας άνδρας που έχει υποστεί την τρέλα, έναν πόλεμο, και προσπαθεί να διαχειριστεί ό,τι άφησε πίσω. Εκφράζει και μια κίνηση συμφιλίωσης των δύο φύλων. Δεν κάνω άλλωστε τη γυναίκα. Σαν ηθοποιός δεν ασχολείσαι με καμώματα αλλά με λέξεις, νοήματα, επιχειρήματα. Για να μπεις στη θέση μιας γυναίκας που την έχουν βιάσει, που έχει γεννήσει, μόνο με ενσυναίσθηση πλησιάζεται».
Κι αυτά είναι θέματα που μας αφορούν…
«Ναι. Θεωρούσαμε ότι θα τα είχαμε λύσει. Οταν ήμουν μικρός, χωρίς να έχω γνώση, φανταζόμουν ότι πολλά από τα προβλήματα που δεν μου άρεσαν, ώσπου να μεγαλώσω, λόγω της εξέλιξης του ανθρώπου, θα έχουν λυθεί… Και ξαφνικά βλέπουμε τον κόσμο να κάνει ανάποδες κυβιστήσεις, να πηγαίνει προς τα πίσω. Τα ίδια ερωτήματα που θεωρούσα ότι θα έχουν απαντηθεί, ξαφνικά προκύπτουν πιο έντονα, σαν να μην έχουν ποτέ συζητηθεί. Για τη θέση της γυναίκας, την αυτονομία του ατόμου, τη δημοκρατία – με τρελαίνει αυτό…».
Σας χαρακτήριζε ένας ρομαντισμός. Τον διατηρείτε;
«Ναι. Εχω ακόμη πολύ έντονο τον ρομαντισμό μέσα μου».
Εχετε και θυμό;
«Δεν είναι ακριβώς θυμός, είναι στεναχωρο-θυμός. Είναι δηλαδή μια τέτοια κατάσταση που έχει να κάνει με το τι νόμιζα εγώ ότι θα γίνεται και τι διαπιστώνω, με τα πιο καθαρά, ενήλικα μάτια μου, ότι τελικά συμβαίνει. Για μένα το κομμάτι της διάσπασης που έχει υποστεί η κοινωνία, από τη μίια πρόοδος στην τεχνολογία, στους νόμους, και από την άλλη τεράστια πτώση στην εκπαίδευση και στην παιδεία, οδηγεί σε αυτές τις κόντρες. Και δημιουργεί ένα τεράστιο ρήγμα».
Ο κόσμος εξεγείρεται. Παλεύει όμως;
«Νομίζω ότι λείπει η προοπτική. Αντιδρούμε σε κάτι που δεν μας αρέσει, χωρίς προοπτική. Είμαστε διαρκώς σε μια φάση άμυνας, εγώ τουλάχιστον αλλά και πολύς κόσμος. Σαν να αποφεύγουμε επιθέσεις, χωρίς όμως να έχουμε προοπτική, μια πρόταση προς τα πού θέλουμε να πάμε. Κι αυτό νομίζω ότι οφείλεται στη συνολικά ελλιπή μόρφωση και εκπαίδευση. Παραμένει στο χέρι κάθε μονάδας αν θα μελετήσει, αν θα μελετήσει σωστά».
Στο θέατρο ισχύουν τα ίδια; Είστε και δάσκαλος. Τι εισπράττετε από τους μαθητές σας;
«Στο θέατρο συμβαίνει το εξής διπλό. Βλέπουμε παιδιά που είναι φοιτητές σε καταπληκτικές σχολές υψηλών απαιτήσεων και παράλληλα σπουδάζουν και σε μια δραματική. Ταυτόχρονα, υπάρχει ένα χαρακτηριστικό που για μένα φέρει ένα θέμα στο θέατρο. Και μάλλον προκύπτει από το γεγονός ότι έχουν μεγαλώσει σε έναν κόσμο που μοιάζει αρκετά χαοτικός. Οπότε η απαίτησή τους για αυστηρούς κανόνες σε έναν κόσμο τέχνης δημιουργεί αρκετά στεγανά, απαιτήσεις μιας τεχνοκρατικής διαδικασίας. Είναι διαφορετικό από το να υπάρχει σύστημα. Σύστημα πρέπει να υπάρχει και να το χρησιμοποιείς μετά, στη δουλειά σου. Αλλά ταυτόχρονα η απαίτηση μιας τελείως τεχνοκρατικής αντιμετώπισης της τέχνης δημιουργεί, πιστεύω, αποστείρωση. Κι έτσι έρχεται σαν μια υπεραξία η φόρμα και όχι η αλήθεια, η ειλικρίνεια, η φιλοσοφική αντιμετώπιση των θεμάτων».
Αυτό που έλεγε κάποτε ο Κουν, «κάνουμε θέατρο για την ψυχή μας»…
«Ακριβώς. Αυτό που μοιάζει τόσο ρομαντικό, στην τέχνη, όχι μόνο στο θέατρο, είναι πυρηνικό».
Επίδαυρος: Τι σημαίνει για εσάς;
«Το αίσθημα της Επιδαύρου είναι πάντα ισχυρό, σαν να βγαίνεις πρώτη φορά, κι αυτό δεν ανταλλάσσεται, παραμένει ζωντανό. Κάθε φορά έχεις την ίδια ταχυκαρδία χαράς και φόβου, στην ίδια ένταση – περνώντας τα χρόνια, μπορεί και να αυξάνεται. Η Επίδαυρος απαιτεί όχι μόνο να είσαι συγκεντρωμένος, αλλά και στην καλύτερή σου φόρμα – φωνή, σώμα. Η ανταπόδοση όμως που έχεις τα διαγράφει όλα. Η απόλαυση δεν είναι μια απόλαυση ιδιωτική. Εχεις μια αίσθηση σαν να εισακούγεσαι, κι αυτό είναι πολύ δυνατό.
Είναι και ο τρόπος που είναι φτιαγμένο το θέατρο: Ολα είναι στραμμένα για τον άνθρωπο, στο κέντρο. Εκεί κάθε κίνηση έχει άλλο μέγεθος, άλλη σημασία. Συμβαίνουν πράγματα, όχι μαγικά, αλλά που έχουν να κάνουν με την αίσθηση του να εισακούγεσαι και της δημοκρατίας. Σαν θρησκεία από μόνα τους».
INFO Ανδρομάχη. Μετάφραση Γ.Β. Τσοκόπουλος, σκηνοθεσία – απόδοση – δραματουργική επεξεργασία Μαρία Πρωτόπαππα. Παίζουν: Μαρία Πρωτόπαππα, Αργύρης Ξάφης, Τάσος Λέκκας, Γιάννης Νταλιάνης, Δημήτρης Πιατάς, Στέλλα Γκίκα κ.ά. Επίδαυρος, 8-9/8.



