Στο διασημότερο ποίημά του, το Προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ, ο Μπάιρον αποκαλεί την Ιταλία «μητέρα των τεχνών». Αυτήν ήρθε να ανακαλύψει ο Γκαίτε τα δύο χρόνια που πέρασε στη χώρα του Δάντη από το 1786 ως το 1788. Ηταν τότε τριάντα επτά ετών. Τις εμπειρίες του από εκείνο το μεγάλο ταξίδι τις κατέγραψε στο ανεπανάληπτο οδοιπορικό του Το ταξίδι στην Ιταλία, το μεγαλύτερο και σημαντικότερο μέρος του οποίου κυκλοφόρησε το 2014 και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ολκός, σε μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα.

Η μυθική Αρκαδία του Γκαίτε

Μαθητεία ζωής θεωρούσε ο γέροντας της Βαϊμάρης εκείνο το μακρύ ταξίδι, που σημάδεψε το κατοπινό δημιουργικό του έργο. Ο Γκαίτε ανακάλυπτε εδώ τη μυθική Αρκαδία. Στο μότο του βιβλίου του όμως δεν χρησιμοποιεί τη λατινική ρήση Et in Arcadia ego (Κι εγώ στην Αρκαδία), όπου η Αρκαδία δεν είναι ο ιδεώδης τόπος και το «εγώ» (δεδομένου ότι όλοι μας είμαστε θνητοί) είναι ο θάνατος. Ο μεγάλος συγγραφέας προτάσσει το μότο στα γερμανικά (Auch ich in Arkadien) και παρουσιάζει τη χώρα ως τόπο πνευματικής κι αισθητικής πληρότητας.

Όπως αργότερα και για έναν άλλο μεγάλο συγγραφέα και λάτρη της χώρας, τον Τόμας Μαν, για τον Γκαίτε ο Βορράς και ο Νότος ήταν στην Ευρώπη δύο διαφορετικοί κόσμοι: από τη μια ο ασκητικός Βορράς και από την άλλη ο αισθησιακός Νότος.

Ο Γκαίτε περιγράφει τα μουσεία και τις πόλεις που επισκέφθηκε με θαυμασμό, με ευαισθησία και με αγάπη, που τη νιώθει και για όλους όσους συνάντησε. Οι παρατηρήσεις του είναι εντυπωσιακές, ιδιαίτερα αν σκεφτεί κανείς ότι εκείνα τα χρόνια η Ιταλία δεν ήταν ενωμένη· όμως οι κατά τόπους ιδιοτυπίες της εξέφραζαν ένα πνεύμα ενότητας που υπερέβαινε τις διαφορές τους.

Οι ιδιοτυπίες αυτές τον εντυπωσιάζουν σε τέτοιον βαθμό, που ο ρομαντικός και κλασικιστής Γκαίτε δεν διστάζει να πει, για παράδειγμα, όχι μόνο ότι η Βενετία είναι «η μεγάλη οντότητα που ξεπήδησε από τα σπλάχνα της θάλασσας», αλλά και ότι είδε – αν είναι δυνατόν! – τη γάτα της σπιτονοικοκυράς του στη Ρώμη «να προσεύχεται στον Θεό», φράση που θα τη ζήλευε και ο καλύτερος των υπερρεαλιστών.

Πολλοί δυσκολεύονται να πουν ποιο είναι σημαντικότερο: το Ταξίδι στην Ιταλία του Γκαίτε ή το Οδοιπορικό του Σατομπριάν; Ο Γκαίτε δεν επισκέφτηκε ποτέ την Ελλάδα, αλλά ο Σατομπριάν, που πέρασε από τη χώρα μας, μας κληροδότησε μερικές υπέροχες σελίδες γι’ αυτήν.

Εν τούτοις η ελληνική επίδραση στο έργο του Γκαίτε είναι πολύ σημαντικότερη και εντυπωσιάζεται κανείς από το ότι τις ρίζες της θα τις συναντήσουμε στο ιταλικό οδοιπορικό του, όπου σε πολλά σημεία του μοιάζει σαν να μας εμφανίζει ένα εξ αντανακλάσεως ελληνικό καθρέφτισμα.

Σήμερα στον αριθμό 18 της οδού Del Corso στη Ρώμη, όπου έμενε ο Γκαίτε, στεγάζεται ένα μικρό και κομψό μουσείο.

Τόμας Μαν: Ο διάδοχος του Γκαίτε

Εκατό και πλέον χρόνια μετά το ταξίδι τού γέροντα της Βαϊμάρης ένας άλλος μεγάλος γερμανός συγγραφέας, ο Τόμας Μαν, που πίστευε ότι ήταν ο νέος Γκαίτε της χώρας του, θα πραγματοποιούσε κι εκείνος το δικό του ταξίδι στην Ιταλία. Στις 10 Ιουλίου 1895, όταν ήταν είκοσι ετών, έγραφε στον συμμαθητή και φίλο του Οτο Γκράουτοφ ανακοινώνοντάς το ταξίδι του, που κι αυτό, όπως του Γκαίτε, θα διαρκούσε δύο χρόνια: «Στην Ιταλία, οι δροσερές σκιές των κήπων θα τροφοδοτήσουν τη δημιουργικότητά μου. Αν αποτύχω να γράψω μια ντουζίνα νουβέλες, δεν θα ήθελα να είμαι καλλιτέχνης».

Θα αναχωρούσε δύο μέρες αργότερα και θα έμενε στη Ρώμη και στη μικρή γειτονική πόλη Παλεστρίνα, με πληθυσμό σήμερα 22.000, η οποία απέχει τριάντα δύο χιλιόμετρα από την ιταλική πρωτεύουσα. Η Παλεστρίνα θα είχε μικρή σημασία, αν δεν καταγόταν από εκεί ένας μείζων μουσικοσυνθέτης του 16ου αιώνα, ο Τζοβάνι Πιερλουίτζι ντα Παλεστρίνα, κι αν δεν την απαθανάτιζε ο Τόμας Μαν πολλά χρόνια αργότερα, στο αριστούργημά του Δόκτωρ Φάουστους, το οποίο εκδόθηκε το 1947, οκτώ χρόνια πριν από τον θάνατό του.

Ο Διάβολος στην Ιταλία

Το πρότυπο για τον κεντρικό χαρακτήρα τού Δόκτωρ Φάουστους, τον δαιμονικό μουσικοσυνθέτη Αντριαν Λέβερκιν, είναι βέβαια ο Αρνολντ Σένμπεργκ, αλλά η αφορμή ήταν ο Παλεστρίνα και η ομώνυμη πόλη. Εκεί λοιπόν, όπου ο Τόμας Μαν έμενε μαζί με τον αδερφό του Χάινριχ, είδε ξαφνικά να περνά μια μέρα από μπροστά του ένας ξένος, που τον αναγνώρισε αμέσως: Ηταν ο ίδιος ο Διάβολος. Κι αυτόν βάζει να συναντά ο Αντριαν Λέβερκιν μισόν αιώνα αργότερα και να κάνει μια συμφωνία μαζί του να του εμφυσήσει για τριάντα χρόνια ασυνήθιστη δημιουργική δύναμη ώστε να συνθέσει τα μουσικά του αριστουργήματα.

Δεν ήταν όμως μόνο σε τούτο το μεγάλο έργο που η ιταλική εμπειρία εμπνέει τον Τόμας Μαν αλλά και σε δύο σπουδαίες νουβέλες του: Στη νουβέλα Ο Μάριος και ο Μάγος, που εκδόθηκε το 1930, όπου ο συγγραφέας προειδοποιεί το γερμανικό κοινό για τους κινδύνους του φασισμού· και στον Θάνατο στη Βενετία, που αφορμή να τον γράψει ήταν ο θάνατος του Γκούσταβ Μάλερ το 1911, τον οποίο θαύμαζε απεριόριστα.

Θάνατος στη Βενετία

Αν στη λογοτεχνία του 20ού αιώνα έχουμε δύο αξεπέραστα – κι εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους – αριστουργήματα, αυτά είναι, κατά τη γνώμη του γράφοντος, η Μεταμόρφωση του Κάφκα και ο Θάνατος στη Βενετία. Δεν είναι, νομίζω, συμπτωματικό που σε ένα εμβληματικό κείμενό του (αμετάφραστο, όσο ξέρω, στα ελληνικά) με τίτλο «Φραντς Κάφκα ή Τόμας Μαν;», ο Γκέοργκ (ή Γκιόργκι) Λούκατς συγκρίνει τους δύο συγγραφείς, θεωρώντας σημαντικότερο τον Μαν.

Στην ανεπανάληπτη αναγνωστική εμπειρία τού Θανάτου στη Βενετία προστίθεται και η αντίστοιχη οπτική της μεταφοράς του έργου στον κινηματογράφο από τον Λουκίνο Βισκόντι. Ποιος μπορεί να ξεχάσει την εισαγωγική σεκάνς με το πλοίο που μπαίνει στη Βενετία υπό την υπόκρουση του adagietto, του τέταρτου μέρους της 5ης Συμφωνίας του Μάλερ;

Για τον Τόμας Μαν η νουβέλα «είναι κατά ένα μεγάλο μέρος μια ιστορία θανάτου και επιπλέον του θανάτου ως ανήθικης, δελεαστικής δύναμης – μια ιστορία της ηδονής της εκμηδένισης. Αλλά ο ιδιαίτερος στόχος μου ήταν το πρόβλημα της αξιοπρέπειας του καλλιτέχνη».

Κι αυτό το τελευταίο είναι εμφανές, αν σκεφτεί κανείς ότι στο πρόσωπο του πρωταγωνιστή του Γκούσταφ Ασενμπαχ έχουμε ένα έμμεσο – και παραμορφωμένο – πορτρέτο του ίδιου του συγγραφέα. Γι’ αυτό και πολλοί αναρωτιούνται: Αν δεν είχε πάει στην Ιταλία ο Τόμας Μαν, θα γινόταν ο συγγραφέας που γνωρίζουμε;

Ενας γαλαξίας συγγραφέων

Δεν ήταν βέβαια ο Γκαίτε και ο Μαν οι μόνοι σπουδαίοι συγγραφείς που πέρασαν, για μικρό ή μεγάλο διάστημα, από την Ιταλία. Παραθέτω εδώ τα περισσότερα ονόματα – και όχι με χρονολογική σειρά: o Χέμινγουεϊ, o Στάινμπεκ, o Εζρα Πάουντ, o Χένρι Τζέιμς, o Τρούμαν Καπότε, o Χένρι Ντέιβιντ Θορό, o Μαρκ Τουέιν, o Ναθάνιελ Χόθορν, o Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ, o Τζέιμς Φένιμορ Κούπερ, ο Γκόγκολ, o Ουάσιγκτον Ιρβινγκ, o Σταντάλ, που έγραψε το θαυμάσιο Ρώμη, Νάπολη και Φλωρεντία το 1817.

Ο Ντίκενς μάς έδωσε το 1846 τις Εικόνες από την Ιταλία, ο Χόθορν το 1860 ένα από τα δύο καλύτερα μυθιστορήματά του, τον Μαρμάρινο φαύνο (το άλλο είναι βέβαια Το άλικο γράμμα) και ο Χένρι Τζέιμς τις Ιταλικές ώρες.

Εδώ, στον Λόφο του Καπιτωλίου στη Ρώμη, στις 15 Οκτωβρίου 1764 ο Εντουαρντ Γκίμπον συνέλαβε την ιδέα να γράψει το μνημειώδες έργο του Ιστορία της παρακμής και της πτώσεως της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας· στη Ρώμη, που ένας παθιασμένος λάτρης της Βενετίας, ο Γιόζεφ Μπρόντσκι, την παρομοίασε με «γέρικο εγκέφαλο».

Στη Φλωρεντία έζησε επί δεκαπέντε χρόνια (από το 1846 ως το 1861) μαζί με την ποιήτρια σύζυγό του Ελίζαμπεθ Μπάρετ ο περίφημος ποιητής Ρόμπερτ Μπράουνινγκ (που τον θαύμαζε ο Εζρα Πάουντ) και στο σημαντικότερο έργο του, The Ring and the Book, την αποκαλεί «εσύ σπάνιο χρυσό δαχτυλίδι που ενώνεις την Αγγλία με την Ιταλία».

Κιτς και  Σικελιανός

Η Ιταλία ήταν η δεύτερη πατρίδα για δύο από τους τρεις μεγάλους βρετανούς ρομαντικούς: τον Μπάιρον, τον Σέλεϊ και τον Κιτς. Οι δύο τελευταίοι μάλιστα είναι θαμμένοι στη Ρώμη, στο Προτεσταντικό Κοιμητήριο που βρίσκεται στην οδό Caio Cestio 6. Τον τάφο του Κιτς επισκέφτηκε κι ο Αγγελος Σικελιανός και το 1915 έγραψε το έξοχο ποίημά του «Γιάννης Κιτς». Μεταφέρω εδώ την παρακάτω εξαίσια στροφή:

«Ετσι μου ανάφαινες λαμπρός· όμως ποιοι μ’ έφεραν σ’ εσέ χορταριασμένοι δρόμοι!

Τα πύρινα εκατόφυλλα που σόστρωσα στον τάφο σου, κι ανθεί για σένα η Ρώμη […]».

Όταν γονάτισε ο Ουάιλντ

Χρόνια νωρίτερα, το 1877, τον τάφο του Κιτς είχε επισκεφθεί κι ο Οσκαρ Ουάιλντ και είπε γονατιστός: «Αυτό είναι το πιο ιερό μέρος στη Ρώμη». Εκεί, στην επιτύμβια πλάκα μπορεί ο επισκέπτης να διαβάσει το άκρως συγκινητικό, που γράφτηκε σύμφωνα με την επιθυμία του ίδιου του Κιτς: «Ενθάδε κείται κάποιος που το όνομά του είναι γραμμένο στο νερό». Το νερό που κυλάει είναι η συντομία της ζωής αλλά και η αιωνιότητα – και η αθανασία – γι’ αυτόν τον εκπληκτικό ποιητή που πέθανε από φυματίωση στη Ρώμη, είκοσι έξι χρόνων παιδί, στις 23 Φεβρουαρίου του 1821.

Στο Προτεσταντικό Κοιμητήριο, εκτός από του Σέλεϊ (που πνίγηκε στις 8 Ιουλίου 1822 στον Κόλπο της Λα Σπέτσια) και του Κιτς, βρίσκονται και οι τάφοι του Αντόνιο Γκράμσι και του μοναδικού γιου του Γκαίτε.

Το μουσείο στην Πιάτσα ντι Σπάνια

Αναρωτιόμουν πριν από χρόνια πόσοι από όσους επισκέπτονται την Πιάτσα ντι Σπάνια στη Ρώμη, κάθονται στα πασίγνωστα σκαλιά της και πίνουν τον καφέ τους στο κοντινό «Καφέ Γκρέκο», γνωρίζουν πως εδώ άφησε την τελευταία του πνοή ο Κιτς, εκείνο το αηδόνι του ρομαντισμού που στο σπίτι όπου πέθανε υπάρχει ένα θαυμάσιο μουσείο με εκθέματα από το έργο και τη ζωή όχι μόνο τη δική του αλλά και του Μπάιρον, του Σέλεϊ, του Γουέρντσγουορθ, του Οσκαρ Ουάιλντ, της Ελίζαμπεθ και του Ρόμπερτ Μπράουνινγκ; Ή ακόμη πως το «Καφέ Γκρέκο» το ίδρυσε το 1760 στην οδό Condotti 86 ένας Ελληνας, ο Νικόλα ντέλα Μανταλένα;

Μπορεί κανείς να αναρωτιέται ποια είναι η κατεξοχήν χώρα του ευρωπαϊκού ρομαντισμού: η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία; Αλλά αυτό το μεγάλο ποιητικό κίνημα δεν μπορεί να το περιορίσει κανείς σε μία χώρα. Διόλου τυχαίο που τα τελευταία σαράντα χρόνια επέστρεψε θυελλωδώς στο προσκήνιο με πρωταγωνιστή έναν νεότερο θεωρητικό, τον Χάρολντ Μπλουμ· ούτε το ότι η Ιταλία είναι η χώρα που έπαιξε σε πρώιμη εποχή καταλυτικό ρόλο στο έργο των μεγάλων ρομαντικών: από τον Γκαίτε ως τον Μπάιρον και τον Σέλεϊ· και ότι αυτοί είδαν στη χώρα του Δάντη να αναδύεται η εικόνα μιας ιδεατής και μεγάλης Ελλάδας.

Η θυελλώδης ζωή του Μπάιρον

Ο Μπάιρον έμαθε ιταλικά σε χρόνο μηδέν, σε σημείο που τότε να τον εκλαμβάνουν σαν ιταλό ποιητή. «Ω Ρώμη, χώρα της ψυχής» γράφει σε ένα ποίημά του. Πέρασε από πολλές πόλεις, άλλαξε πλήθος ερωμένες, δραματοποίησε ποιητικά την ιστορία της Βενετίας και σ’ αυτόν οφείλεται η ονομασία «Γέφυρα των στεναγμών», όπως την καταγράφει στο ποίημά του Το προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ, της γέφυρας που ενώνει το Παλάτι των Δόγηδων με τη φυλακή, από όπου περνούσαν οι κατάδικοι. Κανείς δεν δραπέτευσε από εκεί, εκτός από τον Καζανόβα κι έναν καλόγερο που διέφυγαν από την οροφή.

Ο Μπάιρον έζησε στην Ιταλία από το 1816 ως το 1823. Εζησε στη Βενετία, στη Ραβένα, στη Γένοβα, όπου οι ντόπιοι τον αποκαλούσαν «ο παλαβός Εγγλέζος», έμεινε για ένα διάστημα στην Πίζα, όπου τον παρακολουθούσε η αστυνομία εξαιτίας των ριζοσπαστικών του ιδεών, κι έφυγε για το Λιβόρνο· ως το 1823 όλα αυτά και πολλά άλλα, όταν αναχώρησε για την Ελλάδα, προκειμένου να συμβάλει στον ελληνικό απελευθερωτικό αγώνα.

Η αδυναμία του στο γυναικείο φύλο, η πολιτική του ανάμειξη στα επαναστατικά κινήματα της εποχής, η λατρεία του για το κολύμπι και η απίστευτη παραγωγικότητά του συνθέτουν μιαν από τις εμβληματικότερες μορφές των αρχών του 19ου αιώνα που διαμόρφωσαν ολόκληρο κίνημα με μεγάλες φιλοσοφικές διαστάσεις, για το οποίο ο Μπέρτραντ Ράσελ αφιερώνει ολόκληρο κεφάλαιο στην Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας, που φέρει τον τίτλο «Βυρωνισμός».

Μπορεί σήμερα ο Μπάιρον να μη διαβάζεται με το πάθος που τον διάβαζαν οι σύγχρονοί του (το ίδιο ισχύει και για μια εξίσου σπουδαία μορφή του ρομαντισμού, τον φίλο του Σέλεϊ). Και οι δύο υπέστησαν σφοδρή πολεμική από τους μοντερνιστές, αλλά ούτε και οι μοντερνιστές διαβάζονται πλέον με το ίδιο ενδιαφέρον όσο στον καιρό τους. Οι ρομαντικοί όμως άνοιξαν τα φτερά τους αναζητώντας τη μεγάλη παγκόσμια πατρίδα που λέγεται φαντασία και φωνή της καρδιάς.

Κι αυτή τη βρήκαν επί γης στη χώρα όπου γεννήθηκε κι έλαμψε η Αναγέννηση. Σ’ αυτή τη χώρα έκαψε τα φτερά του κι ένας ποιητής από την άλλη όχθη, εκείνο το «παγόνι» που βρίσκεται θαμμένο στο κοιμητήριο του Σαν Μικέλε της Βενετίας: ο Εζρα Πάουντ.

Η Ιταλία δεν έπαψε ποτέ να είναι για τους συγγραφείς ο τόπος των μαγικών αφηγήσεων, ακόμη και ως τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ο Νίτσε έγραφε πως ο καλλιτέχνης έχει μόνο μια πατρίδα: το Παρίσι. Γι’ αυτό, όμως, την επόμενη Κυριακή.