Πρωτεργάτης της «ιστορίας των εννοιών», ο Ράινχαρτ Κοζέλεκ (1923-2006) υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους ιστορικούς του 20ού αιώνα. Επεξεργασία της διατριβής του, το «Κρίση και κριτική» υπήρξε πρώιμο δείγμα της ιδιοφυούς παρουσίας του. Στο παρακάτω απόσπασμα από το προοίμιο της αγγλικής έκδοσης ο γερμανός συγγραφέας αναλύει τη μεγαλόπνοη στόχευση του έργου.
Η παρούσα μελέτη είναι προϊόν της πρώιμης μεταπολεμικής περιόδου. Συνιστούσε μιαν απόπειρα να εξεταστούν οι ιστορικές προϋποθέσεις του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού: η απώλεια της αίσθησης της πραγματικότητας και η ουτοπική αυτοεξιδανίκευση, που είχαν οδηγήσει στη διάπραξη πρωτοφανών μέχρι τότε εγκλημάτων. Επιπλέον, το βιβλίο γράφτηκε μέσα στη συγκυρία του Ψυχρού Πολέμου. Προσπάθησα κι εδώ να εμβαθύνω στις δικές του ουτοπικές καταβολές, οι οποίες έμοιαζε να παρεμποδίζουν τις δύο υπερδυνάμεις από το να αναγνωριστούν απλώς αμοιβαία ως αντίπαλοι. Αντ’ αυτού επέλεξαν να αλληλο-μπλοκαριστούν, καταστρέφοντας έτσι την πιθανότητα μιας ειρήνης, την οποία η κάθε μία εξ αυτών διακήρυττε με αυτοπεποίθηση ότι ήταν ικανή να εγκαθιδρύσει μονομερώς. Ο Διαφωτισμός, τον οποίον ευλόγως επικαλούνταν τόσο η φιλελεύθερη/δημοκρατική Αμερική όσο και η σοσιαλιστική Ρωσία, ήταν λοιπόν ο τόπος όπου ξεκίνησα να αναζητώ τις κοινές ρίζες της αξίωσής τους για αποκλειστικότητα, μαζί με τις ηθικές και φιλοσοφικές νομιμοποιήσεις της.
Αφετηριακό σημείο της έρευνάς μου ήταν ως εκ τούτου να εξηγήσω τις ουτοπικές ιδέες του 20ού αιώνα, παρατηρώντας τις απαρχές τους στον 18ο. Αρχική μου πρόθεση ήταν να ελέγξω τα επιχειρήματά μου αναφερόμενος στις κριτικές του Καντ, σχεδιάζοντας να διερευνήσω την πολιτική τους λειτουργία κατά τη διάρκεια της εποχής της Απολυταρχίας. Οπως όμως τείνει να συμβαίνει συνήθως με τους γερμανούς διανοουμένους, δεν προχώρησα ποτέ πέρα από τα προκαταρκτικά. Η ανάλυση των εννοιών της κριτικής και της κρίσης έγινε από μόνη της τελικός σκοπός και βάση για μια νέα υπόθεση. Η υπόθεση αυτή υποστηρίζει ότι ο ίδιος ο Διαφωτισμός κατέστη ουτοπικός ή ακόμη και υποκριτικός διότι – όσον αφορά στην ηπειρωτική Ευρώπη – θεώρησε εαυτόν ως εξαιρούμενο από την πολιτική κατανομή δυνάμεων. Η δομή της Απολυταρχίας, που είχε τις ρίζες της στη διχοστασία ανάμεσα στον κυρίαρχο και τον υπήκοο, ανάμεσα στη δημόσια πολιτική και την ιδιωτική ηθική, εμπόδισε τον Διαφωτισμό και το χειραφετητικό κίνημα που προήλθε απ’ αυτόν, να αυτοπροσδιορισθεί ως πολιτικό φαινόμενο. Αντ’ αυτού ο Διαφωτισμός ανέπτυξε πρότυπα (patterns) σκέψης και συμπεριφοράς, τα οποία, το αργότερο από το 1789 και μετά, ναυάγησαν στα βράχια των συγκεκριμένων πολιτικών προκλήσεων που ανέκυψαν. Ο Διαφωτισμός υπέκυψε σε μιαν ουτοπική εικόνα, η οποία – ενώ υποτίθεται ότι τον προωθούσε – συνετέλεσε εν τέλει στην παραγωγή αντιφάσεων, που δεν μπορούσαν να επιλυθούν στην πράξη και προετοίμασε τον δρόμο για την Τρομοκρατία και τη Δικτατορία. Υπήρξε εδώ ένα ιδεοτυπικό πλαίσιο, το οποίο επρόκειτο να επανεμφανίζεται κάθε τόσο καθ’ όλη τη μεταγενέστερη ιστορία του νεωτερικού κόσμου.
Παρότι αυτό το βιβλίο διατύπωσε ένα ερώτημα, η σημασία του οποίου ήταν τοπική όχι μόνο από ιστορική αλλά και από πολιτική άποψη, η επίδρασή του υπερέβη τα όρια της συζήτησης που προκλήθηκε αρχικά στη Γερμανία. Μεταφράσεις του στα ισπανικά, ιταλικά και γαλλικά εμφανίστηκαν αντιστοίχως το 1965, το 1972 και το 1979. Φαίνεται πως δεν ήταν απλή σύμπτωση το γεγονός ότι και οι τρεις ήταν χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης. Αν μη τι άλλο, οι κοινωνίες τους είχαν ένα κοινό σημείο με τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης: είχαν όλες κυβερνηθεί από απολυταρχικά καθεστώτα, όποιες κι αν ήταν οι μεταξύ τους διαφορές. Κατά συνέπεια, μόνο σ’ αυτές τις χώρες εμφανίστηκε ένας τύπος Διαφωτισμού, ο οποίος, ενώ επιχειρούσε να αποφύγει τη λογοκρισία και κάθε είδους άλλες απαγορεύσεις, στρεφόταν παράλληλα εναντίον των απολυταρχικών αξιώσεων του κυρίαρχου ηγεμόνα. Οποιος αρνιόταν να ακολουθήσει την πλειοψηφία, η οποία προσαρμοζόταν και υποτασσόταν στον εκάστοτε ηγεμόνα, εφεύρισκε συγκαλυμμένους ή μυστικοπαθείς τρόπους έκφρασης καθώς και άλλα, εμμέσως λειτουργικά είδη συμπεριφοράς, τα οποία εν τέλει άρχισαν να εμποτίζουν τις ίδιες τις ιδέες του Διαφωτισμού. Είναι αλήθεια ότι επιχειρήματα υπέρ της ορθολογικότητας και της φυσικής δικαιοσύνης ασκούσαν στο Απολυταρχικό κράτος νέα επιπλέον πίεση προκειμένου αυτό να νομιμοποιήσει τον εαυτό του και να ανταποκριθεί στις αλλαγές. Αλλά τέτοια επιχειρήματα περιορίζονταν κατά βάση στους διαδρόμους έξω από τις αίθουσες, όπου λαμβάνονταν με ενεργό τρόπο οι πολιτικές αποφάσεις. Ως αντιστάθμισμα αναδύθηκε έτσι μια προοδευτική Φιλοσοφία της Ιστορίας, η οποία υποσχόταν στη διανοητική ελίτ τη νίκη, μια νίκη όμως που θα μπορούσε να κατακτηθεί χωρίς αγώνα και εμφύλιο πόλεμο.
Αντίθετα, από το 1688 και μετά, η Βρετανία πέρασε από μια διαφορετική διαδικασία. Δεν βίωσε ποτέ την ένταση ανάμεσα σε Κράτος και κοινωνία, η οποία τόσο πολύ διαμόρφωσε τα έθνη της ευρωπαϊκής ηπείρου. Οι δύο σφαίρες παρέμειναν εκεί επαρκώς συνδεδεμένες μέσω του Κοινοβουλίου και του Καταστατικού Χάρτη, με αποτέλεσμα να είναι κοινά αποδεκτό ότι όλα τα ηθικά ερωτήματα αντιπροσώπευαν ταυτόχρονα και πολιτικά προβλήματα. Οι ουτοπικές ιδέες του Διαφωτισμού της ηπειρωτικής Ευρώπης δεν κατάφεραν ποτέ να διαβούν τη Μάγχη. Αυτοί που έδιναν εκεί τον τόνο ήταν οι Σκωτσέζοι ηθικοί φιλόσοφοι με τις μετριοπαθείς θεωρίες τους, που ήταν ριζωμένες στην κοινωνική ιστορία και ανταποκρίνονταν στην οικονομική ηγεμονία, την οποία είχε κατακτήσει η Βρετανία. Αρχικά, οι Σκωτσέζοι κινήθηκαν στον απόηχο της προόδου της Βρετανίας, που σύντομα επρόκειτο να επηρεάσει και ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο.
***
Εντούτοις, αυτό που ελπίζω ότι θα έχει αξία για τον ενδιαφερόμενο αναγνώστη αυτού του βιβλίου, είναι το θεωρητικό του πλαίσιο. Αυτό το πλαίσιο παρέχει μιαν ευρύτερη συνάφεια, δομημένη ιδεοτυπικά, μέσα στην οποία μπορούν να ενταχθούν επιμέρους γεγονότα και ευρήματα. Ετσι, το παρόν βιβλίο προσπαθεί να ερμηνεύσει την καταγωγή της Απολυταρχίας ως φυσικής συνέπειας των θρησκευτικών πολέμων. Στη συνέχεια, επιχειρεί να ερμηνεύσει τη γένεση της νεωτερικής Ουτοπίας μέσα στα συμφραζόμενα της πολιτικής αλληλεπίδρασης, όπου οι άνθρωποι του Διαφωτισμού βρέθηκαν αντιμέτωποι πρόσωπο με πρόσωπο με το απολυταρχικό σύστημα. Με τον τρόπο αυτό συνδέθηκαν μεταξύ τους δύο εξέχοντα θέματα της πρώιμης νεωτερικής περιόδου, με στόχο να συναχθεί απ’ αυτή τη συσχέτιση η εκδίπλωση μιας μακρόχρονης διαδικασίας, η οποία υπερέβη κατά πολύ τις προθέσεις των ανθρώπων της εποχής εκείνης. Κατά συνέπεια ελπίζω ότι φωτίζονται ορισμένες περισσότερο μόνιμες δομές της νεωτερικής εποχής, που μπορούν να ιδωθούν ως στοιχεία μιας ιστορικής ανθρωπολογίας: η αίσθηση ότι μας καταπίνει ένα ανοικτό κι άγνωστο μέλλον, ο ταχύς βηματισμός του οποίου μας κρατά καθηλωμένους σε μια σταθερή κατάσταση ασφυξίας ήδη από την εποχή της διάλυσης των παραδοσιακών κοινωνιών, των διαρθρωμένων με βάση τις νομοκατεστημένες τάξεις και η πίεση που ασκείται πάνω στη μεταθεολογική μας εποχή να δικαιολογηθούν η πολιτική και η ηθική χωρίς να είμαστε εμείς οι ίδιοι σε θέση να τις συμφιλιώσουμε μεταξύ τους. Αυτές υπήρξαν οι προκλήσεις που αντιμετώπισε ο Διαφωτισμός, κι αυτές ήταν που παρήγαγαν νοοτροπίες, στάσεις και πρότυπα συμπεριφοράς που επέζησαν των ειδικών συνθηκών της γέννησής τους. Για να το πούμε συνοπτικά, τούτο το βιβλίο επιχειρεί να προσφέρει μια γενετική θεωρία του νεωτερικού κόσμου, που μπορεί ίσως να μας βοηθήσει να εξηγήσουμε μεμονωμένα ιστορικά φαινόμενα.
Αν η παραδοχή αυτή είναι σωστή, τότε δεν μπορεί παρά και η κεντρική μου υπόθεση να προκαλέσει κριτική. Στο κάτω-κάτω, δεν είναι απλώς ιστορικά τα προβλήματα που αναδεικνύονται εδώ· είναι ερωτήματα που μας καλούν σήμερα να αναζητήσουμε απαντήσεις.





