«Πηγαίνω πολύ συχνά σε μαγαζιά για να ακούσω ηπειρώτικα. Τρελαίνομαι», μου δήλωσε η 28χρονη zoomer συνάδελφός μου σαν κάτι το αυτονόητο για την ηλικία της. «Υπάρχουν πολλά στην Αθήνα, θα σε πάω», συμπλήρωσε.  

Τρεις εβδομάδες μετά την κουβέντα μας, παραμονή Χριστουγέννων, βρέχει καταρρακτωδώς και προσπαθώ, με το όχι παντός καιρού αυτοκίνητό μου, να αποφασίσω αν θα συνεχίσω την προσπάθειά μου να διασχίσω τη μισή Αττική για να φτάσω στην «Χαλασιά μου» στο Περιστέρι. Πρόκειται για το ένα εκ των δύο μαγαζιών που μου πρότεινε. Το άλλο είναι το «Οινομαγειρείο της Αλεξάνδρας» στο Γκάζι, το οποίο είχα κανονίσει για την Κυριακή.

Ήταν λίγο μετά τις πέντε το απόγευμα όταν τελικά πέρασα το κατώφλι του καταστήματος, το οποίο ήταν ήδη γεμάτο κόσμο. «Αυτό δεν είναι τίποτα», λέει ο Χρήστος πίσω από το μπαρ. «Είναι νωρίς ακόμη. Επίσης, πρέπει να το δείτε το καλοκαίρι που ο κόσμος ξεχύνεται στο πεζοδρόμιο». 

Βρίσκω μια γωνιά στο μπαρ όσο ετοιμάζονται τα όργανα, και παρατηρώ. Τα πάντα στο μαγαζί είναι φροντισμένα ώστε να σε βάζουν στο κλίμα. Μπλουζάκια με ατάκες γραμμένες με ηπειρώτικο ιδίωμα, αφίσες, καδράκια και αυτοκόλλητα με στίχους παραδοσιακών τραγουδιών και όλα αυτά με Χριστουγεννιάτικες γιρλάντες και φωτάκια. 

Τα τραπέζια κολλητά, η ρακή και οι μεζέδες σε αφθονία. Γενικά υπάρχει ένα κλίμα ευφορίας και αναμονής για τη συνέχεια. «Κάτι πολύ σημαντικό που γίνεται εδώ είναι ότι έχουμε καταφέρει και έχουμε ενώσει όλη την Ήπειρο από άκρη σ’ άκρη», μας λέει ο Αλέξανδρος Τζαλακώστας, ο 31χρονος συνιδιοκτήτης του μαγαζιού μαζί με την δίδυμη αδερφή του Κατερίνα.

Χαλασιά μου στο Περιστέρι. Φωτογραφία: Νίκος Κόκκας

«Έχουμε κάνει τους πάντες μια μεγάλη παρέα, η οποία μπορεί να φτάσει από τα τελευταία χωριά της Ηπείρου που είναι στα σύνορα με την Αλβανία μέχρι τα πιο χαμηλά της Άρτας και της Πρέβεζας. Και έρχονται εδώ και από νοσταλγία».

Στο επίκεντρο η μουσική

Στο μεταξύ, έχει αρχίσει η μουσική. Είναι ειδική μέρα γιατί ο τραγουδιστής, ο Κώστας Τζίμας, δεν είναι καθόλου τυχαίος στον κόσμο του ηπειρωτικού τραγουδιού. Πρόκειται για ιστορική προσωπικότητα με συνεργασίες με κορυφαίους μουσικούς και τραγουδιστές της παράδοσης και με εμφανίσεις ακόμη και στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Η ορχήστρα που τον πλαισιώνει λέγεται «Ζυγιά Βοριάδες» και είναι από την Βόρειο Ήπειρο και συγκεκριμένα από το Αργυρόκαστρο.

«Tα κινητά έχουν πάρει φωτιά. Καταγράφουν, ανεβάζουν stories, στέλνουν μηνύματα με φωτογραφίες».

Με τις πρώτες νότες ξεκίνησε ο χορός. Νεαροί με μούσια και τατουάζ, κορίτσια με φούτερ και αθλητικά, πιάνονται χέρι χέρι με κυρίες με τακούνια και κυρίους με πουκάμισα. 

Ο κοινός παρονομαστής εδώ δεν έχει να κάνει με την ηλικία ή το στυλ, αλλά με τη μουσική. Πολύ συχνά σταματούν τα όργανα να παίζουν και ο χώρος γεμίζει από τις φωνές των παρευρισκομένων που τραγουδούν όλοι μαζί δυνατά τους στίχους. 

Είναι σχεδόν δύο χρόνια χρόνια που έχει ανοίξει η «Χαλασιά μου» σε έναν ήσυχο δρόμο στο Περιστέρι δίπλα σε σπίτια με αυλές. Με καταγωγή από Πρέβεζα και Τζουμέρκα και έχοντας βιώματα από καλοκαίρια, Χριστούγεννα και Πάσχα στο χωριό, ο Αλέξανδρος και η Κατερίνα θέλησαν να δημιουργήσουν κάτι που να αντιπροσωπεύει τους ίδιους και να τιμά τις ρίζες τους. 

Ο Κώστας Τζίμας, ιστορική φιγούρα του Ηπειρωτικού τραγουδιού. Χαλασιά μου στο Περιστέρι. Φωτογραφία: Νίκος Κόκκας

«Είχαμε το μικρόβιο ειδικά από την γιαγιά μας», εξηγεί ο Αλέξανδρος. «Εκείνη είχε κάτι αντίστοιχο, ένα μικρό, παραδοσιακό  καφενείο που έπαιζε αυτό το είδος μουσικής τα μεσημέρια και μαζεύονταν οι εργάτες μετά την δουλειά».

Εκείνοι έχουν ζωντανή ηπειρώτικη μουσική κάθε Κυριακή και στις γιορτινές μέρες. Καθημερινά όμως, υπάρχει το τοπικό στοιχείο μέσα από την φαγητό, αλλά και το τσίπουρο, το οποίο προέρχεται απευθείας από μικρούς, τοπικούς παραγωγούς και αφού δοκιμαστεί και εγκριθεί από τους ίδιους. 

«Έχει τύχει να πάω σε ηπειρώτικα πανηγύρια, αλλά τη συγκεκριμένη μουσική την έχω συνδυάσει με αυτό το μέρος».

Στην κουζίνα η μητέρα τους έχει αναλάβει μέσα σε άλλα πιάτα να υπάρχουν και κάποια παραδοσιακά, όπως μας λέει η Κατερίνα:«Πολύ διάσημα είναι τα κεφτεδάκια μας, μια συνταγή της προγιαγιάς μας, αλλά φτιάχνουμε και ηπειρωτικές πίτες, όπως κασόπιτα».

Στο μπαρ δίπλα μου, μια παρέα δείχνει εξοικειωμένη με τον χώρο. «Έρχομαι όσο πιο πολύ συχνά μπορώ για τη μουσική και για την ατμόσφαιρα, αλλά και για τον Αλέξανδρο που έγινε φίλος μου», μου λέει ο Χρήστος, γνήσιος «Πατησιώτης», όπως μου διευκρινίζει με καταγωγή από Ανατολικό Ζαγόρι. Έμαθε το μαγαζί από φίλο του και στη συνέχεια μέσα από την δουλειά του και από τότε έχει γίνει θαμώνας. 

Χαλασιά μου στο Περιστέρι. Φωτογραφία: Νίκος Κόκκας

Είναι και εκείνοι όμως που έρχονται γιατί έχουν δει βίντεο και reels στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπως μας λέει ο Αλέξανδρος. Η αλήθεια είναι ότι σε όλη την διάρκεια της παραμονής μας, τα κινητά έχουν πάρει φωτιά. Καταγράφουν, ανεβάζουν stories, στέλνουν μηνύματα με φωτογραφίες. 

Μία παρέα κοριτσιών, γύρω στα 25 ζητά να μεταφερθούν σε μεγαλύτερο τραπέζι γιατί περιμένουν κι άλλους. Άλλοι, άγνωστοι μεταξύ τους, κάθονται στο ίδιο τραπέζι. Καμμία καρέκλα δεν πάει χαμένη. Ούτως ή άλλως ολόκληρο το μαγαζί έχει γίνει μια παρέα. 

Το υπεραιωνόβιο μαγαζί της Αλεξάνδρας στο Γκάζι τιμά την παράδοση

Στη Δεκελέων, έναν από τους πιο ήσυχους δρόμους στο Γκάζι -παρόλο που είναι μια ανάσα από το σταθμό του Κεραμεικού-, βρίσκεται το «Οινομαγειρείο της Αλεξάνδρας». Πρέπει να κατέβεις 16 σκαλιά, λίγο απότομα για να μπεις, αλλά αξίζει τον κόπο. 

Πρώτο πράγμα που αντικρίζεις είναι η κουζίνα και η Αλεξάνδρα. Η ψυχή -και το μυαλό-, του μαγαζιού τα τελευταία 32 χρόνια. Πολίτισσα στην καταγωγή, αγάπησε την Ήπειρο ως τόπο του άντρα της. 

Το Οινομαγειρείο της Αλεξάνδρας στο Γκάζι. Φωτογραφία: Νίκος Κόκκας

Ο χώρος μοιάζει κάτι ανάμεσα σε φιλόξενο σπίτι και παραδοσιακή ταβέρνα. «Αν δεις το κτίριο απέξω δείχνει διώροφο», μας λέει η Αλεξάνδρα, «Στην πραγματικότητα όμως, ο πάνω όροφος προστέθηκε μετά. Το υπόγειο, στο οποίο βρισκόμαστε τώρα, και το ισόγειο, χτίστηκαν το 1902».

«Οι μουσικοί προσπαθούν να σε “μερακλώσουν” κι εσύ ανταποδίδεις με χρήματα».

Μας διηγήθηκε πώς από το 1927 ως το 1940, λειτουργούσε ως ταβέρνα με βαρέλια που οι ιδιοκτήτες πουλούσαν το κρασί. Αργότερα, στον πόλεμο ο χώρος λειτούργησε ως καταφύγιο και στη συνέχεια ο Ερυθρός Σταυρός μοίραζε από εκεί συσσίτιο».

Το Οινομαγειρείο της Αλεξάνδρας στο Γκάζι. Φωτογραφία: Νίκος Κόκκας

Για καιρό είχε μείνει κλειστό μέχρι που ανέλαβε η ίδια το 1993, έγκυος με την κόρη της Μαρία. «Έχω ζήσει τα πάντα εδώ μέσα», λέει με εμφανή συγκίνηση. «Η όλη λογική του μαγαζιού μου είναι αυτό που έμαθα από τη μάνα μου, η οποία μπορεί να έφτιαχνε τραπέζι για 8 άτομα από το τίποτα. Αν περνούσε κάποιος από την πόρτα μας έπρεπε να μπει μέσα κι ας είχαμε να τον κεράσουμε ένα μήλο κομμένο στη μέση».

Ηπειρώτης στην καρδιά 

Η κουζίνα λοιπόν εδώ είναι πολίτικη. Κάθε Κυριακή όμως, για πολλά χρόνια, η μουσική είναι Ηπειρώτικη. Το επιβεβαιώνει και ο 46χρονος Κώστας, θαμώνας του μαγαζιού από τότε που ήταν πρωτοετής φοιτητής το 1996. Από την Φθιώτιδα ο ίδιος, δε συχνάζει σε πολλά μαγαζιά με ηπειρώτικη μουσική. Το «Οινομαγειρείο της Αλεξάνδρας» όμως τον έχει κερδίσει. «Εδώ ξεκινήσαμε να ακούμε αυτή τη μουσική», μας λέει μιλώντας και εκ μέρους της παρέας του. «Έχει τύχει να πάω σε ηπειρώτικα πανηγύρια, αλλά τη συγκεκριμένη μουσική την έχω συνδυάσει με αυτό το μέρος».

Το Οινομαγειρείο της Αλεξάνδρας στο Γκάζι. Φωτογραφία: Νίκος Κόκκας

Αντίθετα, η 23χρονη μεταπτυχιακή φοιτήτρια Μουσικολογίας, Βασιλική, όχι μόνο ακούει αυτή τη μουσική, αλλά μαθαίνει να χορεύει παραδοσιακούς χορούς στον ελεύθερο χρόνο της. Η παρέα της επίσης όλη έχει το ίδιο χόμπι. 

«Εγώ είμαι από τη Μεσσηνία», μας ενημερώνει ένας εξ αυτών, «Από τότε όμως που γνώρισα τη γυναίκα μου, είμαι Ηπειρώτης στην καρδιά». Καθ’ όλη την διάρκεια της βραδιάς δε σταμάτησαν να χορεύουν, να τραγουδούν και να τροφοδοτούν την ορχήστρα με πενηντάρικα και εικοσάρικα. Τα προσαρμόζαν στο κλαρίνο του μουσικού, ο οποίος αμέσως ανέβαζε την ένταση και έπαιζε από πάνω τους. 

Το Οινομαγειρείο της Αλεξάνδρας στο Γκάζι. Φωτογραφία: Νίκος Κόκκας

«Πληρώνεις τα όργανα και παίζουν για σένα», μας εξηγεί ο Νίκος Ζέκης, χοροδιδάσκαλος, ο οποίος έχει καταγωγή από την Αετόπετρα, ανάμεσα στο Πωγώνι και τη Ζίτσα. «Οι μουσικοί προσπαθούν να σε “μερακλώσουν”, να το πούμε έτσι, κι εσύ ανταποδίδεις με χρήματα. Είναι διαφορετικό να πληρώνεις την ορχήστρα στην αρχή και διαφορετικό στην διάρκεια. Είναι σαν ένας διάλογος που γίνεται και κάπως σαν να γίνεσαι εσύ ο “μαέστρος” κατά κάποιον τρόπο για λίγο, κατευθύνοντας το παίξιμό τους».

«Ο κόσμος στρέφεται στα τραγούδια, ταυτίζεται με την ξενιτιά που επιλέγουν κάποιοι νέοι, τις αγάπες που δεν προλαβαίνουν λόγω δουλειάς, το άγχος, το στρες».

Αυτό το εβδομαδιαίο ραντεβού με το ηπειρώτικο γλέντι η Αλεξάνδρα έχει σκοπό να το διατηρήσει όσο μπορεί, καθώς, όπως λέει και η ίδια, αλλά και η Πωγωνίσια αδελφική της φίλη και κουμπάρα που βρίσκεται μαζί της στην κουζίνα, δεν υπάρχει σε πολλά μέρη. «Το να παίζουν σκέτα όργανα, όπως ακριβώς γίνεται ακόμη σε κάποια πανηγύρια σε απομακρυσμένα χωριά της Ηπείρου είναι κάτι το εντελώς μοναδικό και το βρίσκεις εδώ. Η ορχήστρα η δικής μας παίζει στο μαγαζί τα τελευταία 15 χρόνια», λέει.

«Τότε είχαν τα βουνά, σήμερα υπάρχει το μποτιλιάρισμα που κάνει την πρόσβαση στην δουλειά και την επιστροφή στο σπίτι αφόρητα».

Το Οινομαγειρείο της Αλεξάνδρας στο Γκάζι. Φωτογραφία: Νίκος Κόκκας

Τι κάνει στους νέους να στρέφονται στην παραδοσιακή μουσική;

Μπορεί εμείς να το παρατηρούμε στον ελλαδικό χώρο, ωστόσο η επιστροφή της νέας γενιάς σε πιο παραδοσιακά είδη μουσικής, παγκοσμίως σημειώνει άνοδο. Ο Αλέξανδρος θεωρεί ότι αυτό έχει να κάνει με την ταύτιση των νέων με κακουχίες που γνώριζαν οι παλιότερες γενιές. 

«Τα παλιά βιώματα των ανθρώπων του μόχθου και του αγώνα που έκαναν για να επιβιώσουν, εμφανίζονται και στη σημερινή πραγματικότητα. Γι’ αυτό έχουν γυρίσει οι νέοι στην παράδοση. Βλέπουν τα βιώματα των παλιών να ταυτίζονται, με διαφορετικό τρόπο, στα δεδομένα της σύγχρονης εποχής», λέει.

Χαλασιά μου, Περιστέρι. Φωτογραφία: Νίκος Κόκκας

Θεωρεί πως στην καθημερινότητα των νέων -και των μεγαλυτέρων-,  με την ακρίβεια και τις δύσκολες συνθήκες εργασίας υπάρχουν εμπόδια που θυμίζουν τις δυσκολίες άλλων εποχών. «Ο κόσμος δυσκολεύεται σε πολλούς τομείς. Στρέφεται στα τραγούδια, ταυτίζεται με την ξενιτιά που επιλέγουν κάποιοι νέοι, τις αγάπες που δεν προλαβαίνουν λόγω δουλειάς, το άγχος, το στρες».

Αναφέρεται χαρακτηριστικά σε ένα από τα ηπειρώτικα τραγούδια που έχει αγαπηθεί ιδιαιτέρως: «Στο “Πήγαινα το δρόμο δρόμο”, για παράδειγμα, περιγράφεται η δυσκολία του να διασχίζεις τα κακοτράχαλα δρομάκια των ηπειρώτικων βουνών υπό αντίξοες καιρικές συνθήκες. Αν κάτσεις να το σκεφτείς όμως, και σήμερα ο κόσμος κάνει δρόμο, κινείται, τρέχει, ζορίζεται. Τότε είχαν τα βουνά, σήμερα υπάρχει το εξωντοτικό μποτιλιάρισμα που κάνει την πρόσβαση στην δουλειά και την επιστροφή στο σπίτι αφόρητα. Οι δυσκολίες τότε ήταν άλλες, τώρα άλλες. Το μεροκάματο, η καθημερινότητα. Αυτό πιστεύω».

Χαλασιά μου, Περιστέρι, Φωτογραφία: Νίκος Κόκκας

Ο Αλέξανδρος τονίζει έντονα τη σημασία της γυναικείας παρουσίας στο ηπειρώτικο σύμπαν: «Η Ηπειρώτισσα γυναίκα είναι σημείο αναφοράς. Εκείνη κράτησε την οικογένεια. Πάντα ο άντρας ήταν στην ξενιτιά. Σήμερα βλέπεις στο μαγαζί, το 60%  της πελατείας να γυναίκες. Έρχονται γυναικοπαρέες, οι οποίες πλέον αγκαλιάζουν περισσότερο την παράδοση».

«Υπάρχει διάθεση συμμετοχής. Και όλο αυτό καταγράφεται στα σημερινά “εργαλεία” και μέσα επικοινωνίας των νέων, όπως είναι το TikTok».

Σύμφωνα με τον ίδιο, στη αναζωογόνηση της παραδοσιακής μουσικής συμμετείχαν και οι σύλλογοι: «Οι χορευτικοί σύλλογοι ξαναεντάξαν τον κόσμο στην παράδοση. Και τα πανηγύρια το καλοκαίρι παίζουν τεράστιο ρόλο».

Και προσθέτει έναν ακόμη, αναπάντεχο παράγοντα: «Φταίνε και τα ακτοπλοϊκά που έχουν ακριβύνει υπερβολικά οπότε όλοι πλέον πάνε με το αυτοκίνητο στα χωριά τους. Παλιά μπορεί να μην πήγαιναν. Οι νέοι δρόμοι μας έφεραν πιο κοντά». Ο Νίκος Ζέκης δίνει και μια άλλη διάσταση. Για τον ίδιο, εκτός από τη μόδα, βασικό κίνητρο αποτελεί η ανάγκη της συμμετοχής και του «ανήκειν» σε κάποια ομάδα.

«Έχει γυρίσει ο κόσμος στην παράδοση. Πρώτον γιατί είναι μόδα και δεύτερον γιατί έμαθαν τα παιδιά ότι όλο αυτό συνοδεύεται από συγκεκριμένες συνθήκες που οδηγεί σε ψυχική ανάταση».

Αναφέρει παράδειγμα φίλου του που πήγε στην Ικαρία για χορό: «Μου είπε αίσχος, έμπαινα στον χορό και με πέταγαν έξω. Και τον ρώτησα: έφαγες; όχι. ήπιες; όχι. Αν δεν φας κι αν δεν πιεις, πώς θα μπεις στη διαδικασία να νιώσεις σαν κι αυτούς; Είναι φτιαγμένα αυτά τα γλέντια ώστε να πρέπει να βρεθείς στον κατάλληλο τόπο, στον κατάλληλο χρόνο. Να διαμορφωθούν οι συνθήκες για να μπορέσεις να νιώσεις ανάταση ψυχής».

Οινομαγειρείο της Αλεξάνδρας στο Γκάζι. Φωτογραφία: Νίκος Κόκκας

Για εκείνον, αυτό είναι και το σημείο που ορίζει την επιτυχία κάποιων συλλόγων, χοροδιδασκάλων και καταστηματαρχών. «Όσοι το καταλαβαίνουν αυτό μαζεύουν κόσμο. Υπάρχει διάθεση συμμετοχής. Και όλο αυτό καταγράφεται στα σημερινά “εργαλεία” και μέσα επικοινωνίας των νέων, όπως είναι το TikTok.

«Για τους Ηπειρώτες που ήμασταν απομακρυσμένοι, η επιστροφή στο χωριό ήταν πάντα ένα ταξίδι προς την Ιθάκη».

Καταγράφουν τα γλέντια, την αυθεντικότητα και την αγνότητα και ανεβάζουν βιντεάκια. Τα  βλέπουν οι υπόλοιπα και λένε “τι ωραία που περνάνε, θα πάω κι εγώ”. Και μαζεύεται κόσμος».

Χαλασιά μου, Περιστέρι. Φωτογραφία: Νίκος Κόκκας

Ο Νίκος Ζέκης τονίζει πως η δύναμη της παράδοσης δεν βρίσκεται στην τεχνική αρτιότητα, αλλά στη συμμετοχή. «Δεν είμαστε οι Έλληνες, ως λαός, καλοί χορευτές. Ο δικός μας χορός όμως είναι για όλους, από 5 έως 105 ετών. Χορεύεις σε κύκλο, που σημαίνει ότι φτιάχνεις τη δική σου ομάδα. Νιώθεις ότι είσαι μέλος ομάδας και έχεις κάτι κοινό. Αρχίζεις να τραγουδάς και αυτό το αίσθημα της κοινότητας πολλαπλασιάζεται. Συμμετέχουμε στο ίδιο πράγμα και νιώθουμε μέσα από αυτό ότι απογειωνόμαστε».

Μετά την πανδημία, η ορμή και τα πανηγύρια, σε ολόκληρη την  Ελλάδα μεγάλωσε ακριβώς γι’ αυτό το λόγω, μας εξηγεί. «Μετά τον κορονοϊό, ο κόσμος θέλησε να μην αφήσει καμμία ευκαιρία για επαφή χαμένη. Θέλουν οι νέοι να ζήσουν, να νιώσουν την επαφή και την ψυχική ανάταση».

Η συμμετοχή είναι για εκείνον το βασικό σημείο εκκίνησης: «Δεν με ενδιαφέρει ο λόγος που έχει ο καθένας, αλλά το ότι μπαίνει στη διαδικασία να συμμετέχει. Μόνο και μόνο που μπαίνεις, μάλλον θα σου αρέσει στο τέλος, γιατί είναι κάτι που ζεις μέσα σε ομάδες. Και μετά μένεις, αναπροσδιορίζεσαι μέσα από αυτό».

Οινομαγειρείο της Αλεξάνδρας στο Γκάζι. Φωτογραφία: Νίκος Κόκκας

Το μοιρολόι της Ηπείρου, η ξενιτιά και η πανδημία που μας τα θύμισε όλα

Καθώς συνεχίζεται η κουβέντα μας με τον κ. Ζέκη, το γλέντι έχει ανάψει για τα καλά. Κάνουμε παύση για να συμμετάσχουμε κι εμείς στον χορό. Όντως, η απλότητα των βημάτων δίνει την ευκαιρία ακόμη και σε κάποιον που δεν έχει χορέψει ποτέ στη ζωή του να νιώσει κομμάτι της παρέας. Ο κύκλος μικραίνει και μεγαλώνει, η πρωτιά αλλάζει συνεχώς. Βλέπεις διαφορά του ρυθμού ανάλογα με το ποιος σέρνει τον χορό. Αν και τα βήματα επαναλαμβάνονται, στην ουσία τίποτα δε μένει στάσιμο. 

Οινομαγειρείο της Αλεξάνδρας στο Γκάζι. Φωτογραφία: Νίκος Κόκκας

Κάθε χωριό, κάθε τόπος, αν και δεν το καταλαβαίνει το μη εκπαιδευμένο αυτί, διαφοροποιείται σημαντικά ως προς τον τρόπο παιξίματος, τον ρυθμό και τον βηματισμό. Υπάρχουν περιπτώσεις, όπως μας λέει ο δάσκαλος, που κάποιοι που έχουν συνηθίσει τη μουσική του τόπου τους, δεν μπορούν να ακολουθήσουν τον ρυθμό ενός άλλου. 

Τόσο στενή είναι η σύνδεση των Ηπειρωτών με τα χωριά τους. «Το ότι οι Ηπειρώτες είναι τόσο δεμένοι με την παράδοση έχει να κάνει και με την δύσκολη πρόσβαση στα  χωριά τους. Στην Πελοπόννησο  φτάνεις εύκολα από την Αθήνα. Για τους Ηπειρώτες όμως που ήμασταν απομακρυσμένοι, η επιστροφή στο χωριό ήταν πάντα ένα ταξίδι προς την Ιθάκη».

Χαλασιά μου, Περιστέρι. Οινομαγειρείο της Αλεξάνδρας στο Γκάζι. Φωτογραφία: Νίκος Κόκκας

Για αυτό και όπως μας εξηγεί, στο Πωγώνι η παραδοσιάκη μουσική έχει μείνει πιο αναλλοίωτη. «Οι Ζαγορίσιοι είχαν πρόσβαση, εμπόριο, καραβάνια. Φέρανε μουσικές από Βλαχιά. Μπήκαν ανατολίτικοι δρόμοι και επηρέασαν τη μουσική τους. Το ίδιο και τα Γιάννενα, το ίδιο και η Πρέβεζα».

«Η Πρέβεζα δεν είχε μουσικές στα χωριά. Η μουσική εξαπλώθηκε μέσα από τα καφενεία. Πήγαιναν οι μουσικοί και έπαιζαν. Ο κόσμος άκουγε εκεί. Τα καφενεία έχουν τεράστιο ρόλο στη διατήρηση της μουσικής».

Οινομαγειρείο της Αλεξάνδρας στο Γκάζι. Φωτογραφία: Νίκος Κόκκας

«Δεν είναι τυχαία λοιπόν, μέρη σαν κι αυτό της Αλεξάνδρας. Δεν λέμε “Θα πάμε βάλουμε τα καλά μας να πάμε στο οινομαγειρείο. Θα πάμε να βγάλουμε την ψυχή μας. Να νιώσουμε σαν στο σπίτι μας. Αυτή είναι η επιτυχία της Αλεξάνδρας».

Σταματάμε την κουβέντα και ξαναμπαίνουμε στον χορό. Άλλωστε έχουμε γίνει όλοι μια μεγάλη παρέα.