Το Βίνενι είναι η Πύλη Φλώρινας, ένα χωριό που βρίσκεται μια ανάσα μακριά από τη μικρή Πρέσπα. Πήρε το σημερινό του όνομα το 1926, όπως συνέβη με χιλιάδες χωριά της Μακεδονίας που είχαν σλαβικά ή τουρκικά ονόματα. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, κατά τα διετία 1926-1928 παρατηρήθηκε το μεγαλύτερο κύμα μετονομασιών, οι οποίες ανήλθαν στις 2.579, οι περισσότερες εξ αυτών στη Μακεδονία. Και δεν ήταν μόνο το Βίνενι, αλλά και Μπρέσιτσα, η Στύρκοβα, το Ζέλοβο για να αναφέρουμε ελάχιστα από τα χωριά της Φλώρινας που οι κάτοικοί και οι επισκέπτες τους για αιώνες τα έλεγαν αλλιώς.
Τα σλαβικά τοπωνύμια είναι ίσως η πιο εύγλωττη μαρτυρία για τη γλώσσα που μιλούσαν και οι ελληνικοί πληθυσμοί σε μια σημαντική εδαφικά και κρίσιμη πολιτικά επικράτεια του ελληνικού κράτους. Μάλιστα το 1925 στα σχολεία των περιοχών αυτών είχε ανεπιτυχώς εισαχθεί το «Abecedar», το αναγνωστικό βιβλίο για τους σλαβόφωνους, οι οποίοι ανέρχονταν σε περίπου 80.000 όπως μαρτυρά η απογραφή του 1928. Το εγχείρημα του «Abecedar» έπεσε στο κενό ύστερα από εσωτερικές αντιδράσεις αλλά και την εμπλοκή άλλων βαλκανικών κρατών.
Έκτοτε τα σλαβομακεδόνικα (ή σκέτο μακεδονικά, όπως τα «βάφτισε» κάποια στιγμή η Πολιτεία) έγιναν «απαγορευμένη γλώσσα» -κάτι που έχει τεκμηριώσει ο Τάσος Κωστόπουλος στο ομότιτλο βιβλίο του, το οποίο έγινε ξανά επίκαιρο με αφορμή την ενέργεια του Δημάρχου Φλώρινας, Βασίλη Γιαννάκη, να διακόψει τη συναυλία της Band Entopica όταν τραγούδησαν στα σλαβομακεδόνικα.
Με αξιοθαύμαστα αντανακλαστικά, ο Υπουργός Μετανάστευσης, Θανάσης Πλεύρης, ήρθε να επικροτήσει την ενέργεια του «γαλάζιου» Δημάρχου, υποστηρίζοντας μάλιστα ότι το Σύνταγμα και οι διεθνείς συμβάσεις, που αναγνωρίζουν το δικαίωμα των πολιτών να μιλούν σε όποια γλώσσα θέλουν, δεν είναι παρά λεπτομέρειες μπροστά στο «δίκαιο του αίματος». Κάπως έτσι επιβεβαιώνεται η φιλοδοξία του Υπουργού να βρίσκεται στην πρωτοπορία όσων τοποθετούν με ζήλο τις ψηφίδες του τραμπικού λόγου στην Ελλάδα. Άλλωστε το φετίχ του με το αίμα δεν είναι καινούργιο. Το 2011, ως βουλευτής του ΛΑΟΣ, υποστήριζε ότι δεν μπορεί να υπάρξει φύλαξη συνόρων δίχως νεκρούς μετανάστες.
Τα σλαβομακεδόνικα αποτελούν διαχρονικά ένα ακανθώδες ζήτημα για την εθνικιστική ρητορική. Γιατί όμως; Μετά από μια συστηματική αυταρχική πολιτική γλωσσικής συρρίκνωσης και συνακόλουθου στιγματισμού της χρήσης τους, μιλιούνται πλέον ελάχιστα και από πολύ λίγους. Η δε προστασία τους από το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, πέρα από το γεγονός ότι εξαντλείται σε επίπεδο συμβολισμών και καλών προθέσεων, δεν συνιστά ένα «σκοτεινό» προνόμιο εις βάρος του ελληνικού έθνους καθώς η ίδια ακριβώς προστασία προβλέπεται για κάθε μειονοτική γλώσσα, αναγνωρισμένη ή μη, που μιλιέται σε κάθε γωνιά του πλανήτη.
Ο εθνικιστικός παροξυσμός απέναντι στα σλαβομακεδόνικα –όπως και σε κάθε άλλη ετερότητα που χαλάει μια «συνεκτική» και «ομοιογενή» εθνική αφήγηση- εξηγείται διότι η συγκεκριμένη γλωσσική ποικιλία φώτισε την κατασκευασμένη σχέση ανάμεσα σε γλώσσα και έθνος, η οποία σφράγισε τη ληξιαρχική πράξη γέννησης των σύγχρονων δυτικών ευρωπαϊκών κρατών –κάθε έθνος όφειλε να έχει τη δική του εθνική γλώσσα. «Είμαστε Έλληνες και όχι Σλάβοι» έσπευσε να πει η δημοτική Αρχή της Φλώρινας προκειμένου να διακαιολογήσει την πράξη της.
Στη δε δική μας περίπτωση τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο, διότι το ελληνικό κράτος προκειμένου να αποδείξει τη συνέχεια του και την προνομιακή σύνδεσή του με το πολιτιστικό κεφάλαιο της αρχαίας Ελλάδας, δεν επέλεξε ως επίσημη γλώσσα την ομιλούμενη αλλά την τεχνητή καθαρεύουσα.
Όταν λοιπόν στους Βαλκανικούς πολέμους και τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο οι αντιμαχόμενες πλευρές διεκδίκησαν τις ίδιες εκτάσεις και τους ίδιους πληθυσμούς, το ελληνικό κράτος κλήθηκε από τη μία να διαχειριστεί την «αντίφαση» ότι ελληνικοί ορθόδοξοι πληθυσμοί δεν είχαν ως μητρική γλώσσα τα ελληνικά και από την άλλη να ριχτεί στο πεδίο της προπαγάνδας με μια πειστική εθνική ιδεολογία η οποία απαιτούσε μια αντίστοιχα πειστική εθνική γλώσσα –και η καθαρεύουσα δεν ήταν τέτοια, ειδικά από τη στιγμή που τα άλλα βαλκανικά κράτη ακολούθησαν ένα άλλον δρόμο και υιοθέτησαν ως εθνική γλώσσα τη «γλώσσα του χωριού», την ομιλούμενη γλώσσα. Και ήταν ακριβώς τότε, που εγκατέλειψε προσωρινά τη θέση ότι η γλώσσα είναι συστατικό του έθνους και υιοθέτησε την πολύ πιο ευμετάβλητη έννοια της «εθνικής συνειδήσεως» για τους σλαβόφωνους πληθυσμούς μέχρι να επιδοθεί στο οργανωμένη περιθωριοποίηση τους με επίκεντρο τη γλώσσα που μιλούσαν.
Περίπου τριάντα χρόνια αφού το Βίνενι άλλαξε όνομα, ο Κ.Θ. Δημαράς –όχι δηλαδή κάποιος επηρεασμένος από την «ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς», όπως κατά τον κ. Πλεύρη είναι πολλά ευρωπαϊκά και διεθνή δικαστήρια- έγραφε στο Βήμα το 1955 ότι «είναι δύσκολο να λογαριάσει κανείς το πόσο έχασαν σε ανθρώπινο δυναμισμό όλοι αυτοί οι τόποι που έχασαν το όνομά τους, το δεμένο με τις παραδόσεις, με την άμεση ακόμη μνήμη των κατορθωμάτων των πατέρων μας: Δραγαμέστο, Βραχώρι, Σάλωνα, Ζητούνι. Ότι λέμε πως σεβόμαστε, η εμορφιά του θανάτου και της ζωής, είταν μέσα σε αυτά τα ονόματα και εχάθηκε μαζί τους».
Τα γεγονότα στη Φλώρινα αποδεικνύουν την κυβερνητική δυσανεξία απέναντι στο «άλλο» και τον εναγκαλισμό της με τον αυταρχισμό, καθώς ωμές κρατικές παρεμβάσεις υποστηρίζονται ανοιχτά από κορυφαία στελέχη της και θεωρούνται «αυτονόητες».
Το 2026 θα φέρει στο προσκήνιο μια συζήτηση παλιά όσο και η γλώσσα στην οποία δεν επιτράπηκε να τραγουδήσουν οι Banda Entopica: όσο διευρύνεται η ανοχή μας –κάθε φορά τόσο όσο- απέναντι στον περιορισμό δικαιωμάτων και ελευθεριών, τόσο πιο εύκολα θα θεωρηθούν ως «περιττές πολυτέλειες».






