Ένας διανομέας στην πόλη ή ένας σερβιτόρος σε ένα νησί, ζουν κάτω από την ίδια ομπρέλα: την σύγχρονη, «ευέλικτη» εργασία. Μια εργασία που έχει βαφτίσει την ανασφάλεια «ελευθερία», την εξάντληση «ευκαιρία» και την απουσία δικαιωμάτων «καινοτομία». Πίσω από τους γυαλιστερούς όρους της “gig economy” και της «εποχικής απασχόλησης», κρύβεται η μεθοδική διάλυση της σταθερής, αξιοπρεπούς εργασίας και η μετατροπή του εργαζόμενου σε έναν σύγχρονο εθελούσιο σκλάβο, έναν νομά της επισφάλειας.

Η τάση είναι σαφής και αποτυπώνεται στα επίσημα στοιχεία. Η πλήρης, σταθερή απασχόληση αορίστου χρόνου δεν αποτελεί πλέον τον κανόνα, ειδικά για τους νέους. Σύμφωνα με τα τελευταία δεδομένα της ΕΛΣΤΑΤ, πάνω από το 25% των νέων εργαζομένων κάτω των 30 ετών απασχολούνται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, ενώ το ποσοστό της μερικής απασχόλησης, συχνά ακούσιας, παραμένει πεισματικά υψηλό, ιδίως στις γυναίκες. Αυτό είναι η πραγματικότητα μιας γενιάς που δεν μπορεί να προγραμματίσει το μέλλον της, να σχεδιάσει το μέλλον με μία τυπική ασφάλεια.

Η πιο «μοντέρνα» εκδοχή αυτής της επισφάλειας είναι η οικονομία της πλατφόρμας. Οι εταιρείες-πλατφόρμες (delivery, ταξί, κ.λπ.) δεν παρουσιάζονται ως εργοδότες, αλλά ως απλοί «τεχνολογικοί μεσάζοντες» που συνδέουν «ανεξάρτητους συνεργάτες» με πελάτες. Πρόκειται για μια γλωσσική απάτη. Στην πραγματικότητα, ο εργαζόμενος ελέγχεται απόλυτα από έναν αλγόριθμο που λειτουργεί ως ο πιο αμείλικτος εργοδότης: του ορίζει την αμοιβή, τον αξιολογεί συνεχώς και μπορεί να τον «απενεργοποιήσει» (να τον απολύσει, δηλαδή) ανά πάσα στιγμή, χωρίς καμία προειδοποίηση ή αποζημίωση.

Αυτοί οι εργαζόμενοι δεν δικαιούνται πληρωμένη άδεια, επίδομα ασθένειας, δώρα ή προστασία από εργατικό ατύχημα. Το σύνολο του επιχειρηματικού ρίσκου (η συντήρηση του οχήματος, τα καύσιμα, ο εξοπλισμός) μετακυλίεται στις πλάτες τους. Είναι η επιτομή της εκμετάλλευσης βαφτισμένης ως «καινοτομία».

Η άλλη μεγάλη πληγή της ελληνικής αγοράς εργασίας είναι η εποχικότητα, ειδικά στον τουρισμό. Για εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους, η ζωή χωρίζεται σε δύο άνισα και εξίσου επισφαλή εξάμηνα.

Το καλοκαίρι, ειδικά στα νησιά, οι συνθήκες στους περισσότερους χώρους εργασίας, είναι εξαντλητικές. Η έλλειψη προσωπικού, η οποία οφείλεται κυρίαρχα στην άρνηση εργοδοτών να πληρώσουν παραπάνω για τις υπηρεσίες που ζητούν, οδηγεί σε 10ωρες και 12ωρες βάρδιες, επτά ημέρες την εβδομάδα, για μήνες ολόκληρους. Το δικαίωμα στο ρεπό ή την ανάπαυση θεωρείται πολυτέλεια. Οι εργαζόμενοι ζουν και αναπνέουν μόνο για τη δουλειά, συχνά διαμένοντας σε άθλια καταλύματα, με την υπόσχεση ενός καλού εισοδήματος στο τέλος της σεζόν.

Και μετά έρχεται ο χειμώνας. Η εργασία σταματά απότομα κάθε Οκτώβριο. Ο εργαζόμενος μπαίνει στο ταμείο ανεργίας (εάν τα καταφέρει), λαμβάνοντας ένα επίδομα που μετά βίας καλύπτει τις βασικές του ανάγκες για λίγους μήνες. Ζει με την αβεβαιότητα για το αν θα τον ξανακαλέσουν την επόμενη σεζόν, χωρίς καμία δυνατότητα επαγγελματικής εξέλιξης ή σχεδιασμού. Αυτός ο κύκλος της υπερεργασίας το καλοκαίρι και της ανεργίας τον χειμώνα δεν δημιουργεί απλώς οικονομική ανασφάλεια· δημιουργεί ανθρώπους εξαρτημένους και ευάλωτους.

Κοινός παρανομαστής σε όλες αυτές τις μορφές επισφάλειας είναι η αποδυνάμωση της συλλογικής φωνής. Τα τελευταία χρόνια, το ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας έχει καταρρεύσει. Αυτό σημαίνει ότι ο κάθε εργαζόμενος (διανομέας, σερβιτόρος, πωλητής) διαπραγματεύεται μόνος του, από θέση απόλυτης αδυναμίας, με τον εργοδότη του. Χωρίς το δίχτυ προστασίας μιας συλλογικής σύμβασης που ορίζει κατώτατα όρια μισθών, ωραρίων και δικαιωμάτων, το πεδίο μένει ελεύθερο στην εργοδοτική αυθαιρεσία.

Η επιστροφή στην εργασιακή αξιοπρέπεια απαιτεί στοχευμένες, νομοθετικές παρεμβάσεις που θα θέσουν ξανά τον άνθρωπο στο επίκεντρο.

  1. Ρύθμιση της οικονομίας των πλατφορμών: Απαιτείται η άμεση υιοθέτηση της ευρωπαϊκής οδηγίας με τη θέσπιση του «τεκμηρίου της μισθωτής εργασίας». Κάθε εργαζόμενος σε πλατφόρμα θα θεωρείται αυτομάτως μισθωτός με πλήρη δικαιώματα (ασφάλιση, άδειες, δώρα), εκτός αν η ίδια η πλατφόρμα μπορεί να αποδείξει στο δικαστήριο ότι ο εργαζόμενος είναι πράγματι ανεξάρτητος επιχειρηματίας. Το βάρος της απόδειξης πρέπει να μεταφερθεί από τον αδύναμο στον ισχυρό.
  2. Επαναφορά και ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων: Η συλλογική δύναμη είναι η μόνη απάντηση στην ατομική αδυναμία. Προτείνεται η πλήρης επαναφορά της επεκτασιμότητας των κλαδικών συμβάσεων εργασίας, ώστε οι όροι τους να καθίστανται υποχρεωτικοί για όλες τις επιχειρήσεις ενός κλάδου. Οι συλλογικές συμβάσεις πρέπει να ξαναγίνουν ο κανόνας και όχι η εξαίρεση.
  3. Προστασία της εποχικής εργασίας: Η εποχική εργασία πρέπει να πάψει να είναι συνώνυμο της εκμετάλλευσης. Αυτό απαιτεί: α) Εντατικούς ελέγχους από την Επιθεώρηση Εργασίας στις τουριστικές περιοχές για την τήρηση των ωραρίων και των ρεπό, με αυστηρότατες κυρώσεις. β) Βελτίωση και επέκταση του επιδόματος ανεργίας για τους εποχιακά εργαζόμενους, ώστε να καλύπτει αξιοπρεπώς ένα μεγαλύτερο μέρος της χειμερινής περιόδου. γ) Δημιουργία προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης και απόκτησης νέων δεξιοτήτων κατά τη διάρκεια της ανεργίας, με χρηματοδότηση από τους πόρους του τουρισμού.

Η εργασία δεν είναι απλώς ένας τρόπος βιοπορισμού. Είναι πηγή αξιοπρέπειας και κοινωνικής ένταξης. Μια σύγχρονη, προοδευτική πολιτεία οφείλει να ρυθμίσει την αγορά, ώστε η τεχνολογία και η ευελιξία να υπηρετούν τον άνθρωπο και όχι το αντίστροφο. Τα παραδείγματα του κειμένου είναι χαρακτηριστικά, ωστόσο δεν είναι τα μοναδικά. Για αυτό πρέπει να υπάρξει ένα νέο “συμβόλαιο εργασίας” στην Ελλάδα, το οποίο θα προσδιορίσει τους όρους εργασίας, με άξονα την ανάπτυξη των πολιτών, την κοινωνική δικαιοσύνη και την δημιουργία αντίληψης στις εταιρίες ότι χωρίς ικανοποιημένους εργαζόμενους, δεν θα μπορούν να αναπτυχθούν.

*Ο Μηνάς Λυριστής είναι υπ. Διδάκτορας στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου