Μέχρι την Τρίτη (4/3) το βράδυ, για τέταρτη ημέρα, η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU/CSU) και οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD), οι δυνάμεις που αναμένεται να σχηματίσουν τη νέα κυβέρνηση στη Γερμανία, είχαν διερευνητικές συνομιλίες για τα λεγόμενα «ειδικά κονδύλια» τριών δισεκατομμυρίων ευρώ για την άμυνα.

Στο μεταξύ, η αναστολή της στρατιωτικής βοήθειας των ΗΠΑ προς την Ουκρανία ασκεί και στα δυο κόμματα πρόσθετη πίεση ώστε ο σχηματισμός κυβέρνησης να ολοκληρωθεί το συντομότερο. «Η μεγαλύτερη πρόκληση για το νέο κυβερνητικό σχηματισμό είναι σίγουρα το ζήτημα τι θα γίνει, καταρχάς, συνολικά με την Ευρώπη – κάτι που θα επηρεάσει όχι μόνο τη μοίρα της Γερμανίας, αλλά και όλων των ευρωπαϊκών χωρών», υπογραμμίζει στο Βήμα η Μπεάτε Κούπερ, καθηγήτρια στη Σχολή Εφαρμοσμένων Κοινωνικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Niederrhein, στο Κρέφελντ της Γερμανίας.

«Θα ενωθεί η Ευρώπη για να επιβληθεί έναντι αυταρχικών υπερδυνάμεων, όπως η Ρωσία, η Κίνα και τώρα κι οι ΗΠΑ; Η νέα κυβέρνηση Τραμπ δείχνει να θέλει πλέον να συνεργαστεί με τη Ρωσία και όχι με την Ευρώπη. Και οι δύο τάσσονται ανοιχτά υπέρ της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD). Ως εκ τούτου, θα αποτελέσει μεγάλη πρόκληση το πώς θα τοποθετηθούν στο ζήτημα της απώθησης των αντιδημοκρατικών δυνάμεων οι μελλοντικοί κυβερνώντες Χριστιανοδημοκράτες και κατά πόσο θα υπαγορεύεται η ατζέντα από την ακροδεξιά», προσθέτει.

«Το τείχος προστασίας της ακροδεξιάς αποδυναμώνεται σταδιακά»

Εκφράζει ανησυχία που το λεγόμενο «τείχος προστασίας» κατά της ακροδεξιάς ήδη αποδυναμώνεται σταδιακά σε τοπικό επίπεδο στη Γερμανία, «με παρασκηνιακά δίκτυα ώστε οι ψηφοφορίες να γίνονται σε συντονισμό με την ακροδεξιά».

«Μια πρόσφατη μελέτη για την Ευρώπη δείχνει ότι η υιοθέτηση σκληρότερων πολιτικών απέναντι στους μετανάστες οδηγεί στην ομαλοποίηση και νομιμοποίηση της ακροδεξιάς. Είναι ανοιχτό επομένως το ερώτημα πώς θα συμπεριφερθεί εδώ ο πιθανός εταίρος του κυβερνητικού συνασπισμού, οι Σοσιαλδημοκράτες, και η εναπομείνασα δημοκρατική αντιπολίτευση», λέει η κ. Κούπερ που συνυπογράφει ερευνητική μελέτη του Ιδρύματος Φρίντριχ Έμπερτ για την ακροδεξιά στη Γερμανία. «Περισσότερο από το ένα τρίτο των Γερμανών ακολουθεί τώρα μια ακροδεξιά λαϊκιστική κοσμοθεωρία και περισσότερο από το 8% μια εντελώς εξτρεμιστική κοσμοθεωρία που ζητά ένα μόνο κόμμα και έναν ισχυρό ηγέτη και χωρίζει ανθρώπους και έθνη με δαρβινιστικό τρόπο. Ένα άλλο 20 % έχει συμπεριφορές που βρίσκονται σε μια γκρίζα ζώνη μεταξύ δημοκρατικών και ακροδεξιών. Αυτά είναι τα αποτελέσματα της έρευνας για λογαριασμό του Ιδρύματος Φρίντριχ Έμπερτ για τις αντιδημοκρατικές και ακροδεξιές συμπεριφορές, η οποία πραγματοποιήθηκε τελευταία φορά τον χειμώνα του 2022-23. Εκείνη την εποχή, το ποσοστό των ερωτηθέντων με μια εντελώς εξτρεμιστική κοσμοθεωρία είχε τριπλασιαστεί σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια».

Στις εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου στη Γερμανία, «η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) κατάφερε να κερδίσει μία στις πέντε ψήφους (20,8%), διπλάσιες από τις προηγούμενες ομοσπονδιακές εκλογές του 2021. Παρόλο που η επιτυχία δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο ήλπιζε το κόμμα, θα είναι η δεύτερη ισχυρότερη δύναμη στη νέα Bundestag».

«Το εκλογικό αποτέλεσμα είναι το μείγμα των παγκόσμιων εξελίξεων, των λαθών της απελθούσας κυβέρνησης, της λαϊκιστικής προπαγάνδας και της έλλειψης πίστης στη δημοκρατία ενός σημαντικού μέρους του γερμανικού πληθυσμού. Σε αυτό προστίθεται ο επιθετικός λαϊκισμός παγκοσμίως, αλλά και στη Γερμανία, ο οποίος εξαπλώνεται γρήγορα μέσω του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, αλλά ενίοτε ανατροφοδοτείται και από καθιερωμένα μέσα ενημέρωσης. Ο λαϊκισμός τραγουδάει το τραγούδι “διεφθαρμένες ελίτ” και “απειλητικοί ξένοι” που εξαπατούν και θέτουν σε κίνδυνο τους “τίμιους, αγνούς Γερμανούς”. Οι ακροδεξιοί πολιτικοί παράγοντες εργάζονται στοχευμένα για να καταστρέψουν την εμπιστοσύνη στη δημοκρατία και να προκληθεί χάος, προκειμένου να δημιουργήσουν μια νέα αυταρχική τάξη πραγμάτων. Για τον σκοπό αυτό, εκμεταλλεύονται κρίσεις και συγκρούσεις, όπως φάνηκε την περίοδο της πανδημίας της Covid-19 η οποία έχει συμβάλλει στη διαρκή δυσπιστία προς το κράτος και στη ριζοσπαστικοποίηση τμημάτων του γερμανικού πληθυσμού», καταλήγει η κ. Κούπερ.