Η Νένα Μεντή έχει διαγράψει μια πορεία έξι, σχεδόν, δεκαετιών στο θέατρο, κυρίως, αλλά και στην τηλεόραση. Μια γυναίκα με καθαρό, κοφτό λόγο, που έχει κερδίσει, όσο λίγοι, την αγάπη του κόσμου, με μια αλήθεια που καμιά φορά μπορεί να δυσκολέψει τον συνομιλητή της. Φέτος, παίρνει την σκυτάλη απ’ την μεγάλη της θεατρική επιτυχία «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου» και επιστρέφει στην σκηνή του Ιλίσια-Βολανάκης με τον μονόλογο «Μια ζωή- Ο μονόλογος μιας μοδίστρας» του Πέτρου Ζούλια. Ένα κείμενο που ακολουθεί την πορεία της Ελλάδας, απ’ τον Εμφύλιο ως τα Τέμπη, μέσα απ’ τα μάτια και τη ζωή μιας μοδίστρας. Στο ΒΗΜΑ Talks έχει να πει πολλά, όπως λέει η ίδια, για την κατάντια μας…
«Μια ζωή» είναι ο τίτλος της παράστασής σας. Πόσο είναι μέσα η δική σας η ζωή;
Το κείμενο του έργου, την θεματολογία του, τα έχουμε συζητήσει εδώ και χρόνια με τον Πέτρο (σ.σ. Ζούλια) χωρίς να ξέρουμε ότι θα κάνουμε έναν ακόμα μονόλογο μαζί. Σαν θέματα της ζωής μας, του τόπου μας και μιας εγκατάλειψης, που αισθανόμαστε. Πολλά απ’ τα πράγματα που έχει γράψει ο Πέτρος είναι τελείως Νένα. Εγώ δεν ξέρω, δεν μπορώ να γράψω, αλλά μπορώ ν’ αφηγηθώ ιστορίες της ζωής μου, προφορικά -και το κάνω πολύ καλά.
Καταλήξαμε σ’ αυτόν τον μονόλογο, αφού τα είχαμε συζητήσει όλα ξανά και ξανά. Επίσης, ο Πέτρος είναι για μένα ένας άνθρωπος της οικογένειάς μου, με ξέρει πάρα πολύ καλά. Δηλαδή, και χωρίς να μου πει κάτι, ξέρει αν γουστάρω ή όχι, αν συμφωνώ ή διαφωνώ, γιατί είμαι και τσαούσα. Ξέρει τι έργα μ’ αρέσουν, τι μουσικές ακούω, ποιους φίλους έχω, γιατί έχω λίγους φίλους, ποιους ηθοποιούς αγαπώ. Ξέρει την ζωή μου, τα γούστα μου, είναι πολύ Νένα…
Και βρεθήκατε ξανά στην ίδια σκηνή…
Επέλεξα αυτό το θέατρο για την συγκίνηση που έχω νοιώσει εκεί με την «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου». Αλλά αυτό που έκανε εκείνος στην αρχή του κειμένου και το συνέδεσε με την Ευτυχία, το θεωρώ πολύ τρυφερό.
Είναι η συνάντηση της καινούργιας ηρωίδας με την «Ευτυχία» και η συνάντηση του κοινού με όλο αυτό;
Ακριβώς. Και βλέπω κάθε φορά ότι κάποιοι θεατές ξέρουν και καταλαβαίνουν γιατί έχουν δει την παράσταση της Παπαγιαννοπούλου και όχι μόνο μια φορά, αλλά δύο και τρεις. Κι έτσι τώρα στο έργο σαν να έμπλεξε τις ζωές δύο γυναικών, όσο κι αν ξέρω ότι και στις δύο είναι η Νένα. Δεν μετουσιώνονται οι ηθοποιοί, οι ηθοποιοί κολλάνε άλλες ζωές απάνω τους, αλλά είναι οι ίδιοι.
«Ο άνθρωπος για να είναι ευτυχισμένος πρέπει να είναι ελεύθερος, αυτό είναι το δόγμα μου».
Αυτό ισχύει και στην περίπτωση μιας ηρωίδας με ονοματεπώνυμο, όπως ήταν η «Ευτυχία»;
Πρόσεξε. Εγώ δεν έκανα την Παπαγιαννοπούλου, ο κόσμος με ταύτισε. Ούτε μπορούσα να την κάνω, ούτε είχα τίποτα κοινό -μόνο χαρτιά έπαιζα κι εγώ. Έλεγα κομμάτια της ζωής της, που της πήγαιναν στο στόμα, γιατί τα είχε γράψει η εγγονή της στο βιβλίο. Άρα ήταν δικός της λόγος και προσπαθούσα σαν Νένα να μπω σε μια κατάσταση που όμως εμένα μ’ αρέσει πολύ, του ανθρώπου του λαϊκού, του αυθεντικού, που ανοίγει το στόμα και τα λέει. Μ’ άρεσε αυτός ο κόσμος, ένας κόσμος που δεν υπάρχει πια και που θα ’θελα πολύ να ζούσα.
Μήπως ο επόμενος μονόλογος πρέπει να έχει θέμα εσάς την ίδια;
Δεν είναι κακή ιδέα -γιατί έχω ζήσει πολλά. Έχω γυρίσει όλη την Ελλάδα απ’ τα παιδικά μου χρόνια, ο μπαμπάς ήταν δημόσιος υπάλληλος. Το βασικό μου χαρακτηριστικό είναι αυτό: Αγαπάω την ζωή, δεν το βάζω κάτω. Κι όσο μεγαλώνω, κι επειδή πλησιάζει -δεν το βλέπεις, αλλά το αισθάνεσαι, λες πόσο θα πάει, γίνομαι και χειρότερη, όπως λέω. Γιατί δεν μπορεί να κάνω πράγματα που έκανα στα πενήντα μου -ή μήπως και μπορεί; Είναι θέμα χαρακτήρα, θέμα αγάπης για τη ζωή. Θέλω να ζω, να βλέπω τον εγγονό μου που του έχω λατρεία, είναι έξι χρόνων. Με ρωτάει πότε θα πάρω σύνταξη, κι όταν του εξηγώ ότι έχω ήδη πάρει, τότε αναρωτιέται γιατί ακόμα δουλεύω και δεν είμαι μαζί του. Ζει στην Σύρο. Κι εγώ του λέω πως θα του εξηγήσω, σε λίγο καιρό, ότι ο ηθοποιός δεν σταματάει με την σύνταξη -«και πόσο καιρό ακόμα θέλουμε γιαγιά για να μου εξηγήσεις»; Είναι μια συγκίνηση βαθύτατη το να είσαι γιαγιά, γιατί έχεις μεγαλώσει και σου δίνεται μια ανέλπιστη χαρά, μια χαρά που είναι του παιδιού σου.
Μέσα στο έργο η ηρωίδα σας, με σιωπηλό θυμό και χιούμορ, μιλάει για όλους και για όλα, όπως για το δίπολο αριστερά-δεξιά.
Ο διαχωρισμός Αριστερά-Δεξιά φυσικά και υπάρχει, αλλά όχι σε μένα, καθόλου. Εγώ δεν είμαι πουθενά ούτε ήμουν ποτέ. Έχω απ’ το σπίτι μου, απ’ την παιδεία του σπιτιού μου, απ’ την παράδοσή μου, μια στάση στη ζωή, ανθρωπιστική, αριστερή, προοδευτική, κοινωνική, υπέρ του δίκιου του ανθρώπου, υπέρ του εργαζομένου. Όλες αυτές οι αξίες, παλαιομοδίτικες, δεν υπάρχουν πια. Αλλά κομματικά δεν ήμουν πουθενά, ποτέ. Κι ούτε έχω ψηφίσει παρά μία ή μάλλον δύο φορές.
Είμαι περισσότερο προς τον αντιεξουσιαστικό χώρο, με την έννοια ότι δεν γουστάρω εξουσίες, κυβερνήσεις. Τα έχω γευτεί, τα ξέρω, είναι μια παταγώδης αποτυχία, μια τεράστια παγίδα για τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος για να είναι ευτυχισμένος πρέπει να είναι ελεύθερος, αυτό είναι το δόγμα μου. Ελεύθερος σε όλα, σε ό,τι γουστάρει και επιλέγει στη ζωή του. Να μην έχει εμπόδια όπως είναι η συντήρηση, κι όλα αυτά τα παλιομοδίτικα. Το λέω και το εννοώ, ότι εγώ, εμείς, γιατί και ο Σταύρος (σ.σ. Μερμήγκης, ο σύζυγός της) είναι της ίδιας άποψης, έτσι μεγαλώσαμε την κόρη μας. Με πλήρη ελευθερία. Και το εισπράξαμε με τη μεγαλύτερη σύνεση που μπορεί να φανταστείς σε παιδί. Δεν έτυχε, γιατί είχε γονείς εμάς τους δύο. Άρα όλα αυτά που της λέγαμε πέρναγαν μέσα απ’ την καθημερινότητά μας, απ’ τον τρόπο που ζούσαμε. Πιστεύω πολύ στον παράγοντα της παιδείας και πιστεύω ότι, εδώ και αρκετά χρόνια, πάμε πολύ άσχημα λόγω έλλειψης παιδείας. Είναι τραγική η κατάντια. Εγώ στην παράσταση ως Νένα και ως ηθοποιός δεν τοποθετούμαι πολιτικά, κομματικά, πουθενά.
Κι επειδή έχω χιούμορ ως άνθρωπος και ως ηθοποιός, θα ’θελα να κάνω ένα έργο που απ’ την αρχή ως το τέλος να μπορώ να σαρκάζω εμένα, εμένα για την κατάντια μου.
Στον καλλιτεχνικό χώρο το αριστερόστροφο είναι πιο αποδεκτό απ’ το δεξιόστροφο. Συμφωνείτε;
Βέβαια, αυτό είναι γεγονός, όσα χρόνια είμαι στο θέατρο, 59 για την ακρίβεια. Αλλά θέλω να πω κάτι: Εγώ τράβηξα έναν πολύ προσωπικό δρόμο. Απ’ το σπίτι μου -όχι ότι δεν τους αγαπούσα, ειδικά ο πατέρας μου είναι ακόμα εικόνισμα και ό,τι καλό έχω είναι δικό του, έβλεπα τη μαυρίλα του κομμουνισμού, του σταλινισμού, που ήταν ο πατέρας μου τότε. Μέχρι που με είχε πετάξει έξω απ’ το σπίτι όταν του είπα ότι είμαι εναντίον των Σοβιετικών για την επέμβαση στην Τσεχοσλοβακία. Ήταν κομμουνιστής, κολλητός του Ρίτσου, του Λειβαδίτη, του Αντρέα Φραγκιά, παρεάκι. Βέβαια ήταν άλλες εποχές κι όλοι αυτοί οι άνθρωποι, είχαν άλλα μυαλά, άλλη παιδεία, άλλο γούστο, άλλο χιούμορ. Αλλά ο πατέρας μου ήταν σταλινικός. Ήταν ένας έξυπνος άνθρωπος, ερωτικός, με την ευρεία έννοια -αγαπούσε πολύ, αγαπούσε τις γυναίκες, τα παιδιά, την φύση, τα δέντρα, ήταν ποιητής, έγραφε τραγούδια, καλλιτέχνης. «Κομμουνισμένος» αλλά καλλιτέχνης. Εγώ όμως σαν να φοβόμουν το κλείσιμο σ’ ένα καβούκι. Αλλά επειδή ήταν το πρότυπό μου και του είχα μεγάλο θαυμασμό, εκτός απ’ τον κομμουνισμό και τον σταλινισμό, όλα τα άλλα τα είχα εικονίσματα. Μετά, πέθανε, κι εγώ άρχισα να μεγαλώνω και να ωριμάζω. Έχασα τον πρώτο μου άντρα πολύ νέο, έπαθα μεγάλες ζημιές μέχρι τα 30 μου -κουνήθηκα πολύ. Ύστερα γνώρισα φίλους, ανθρώπους, τον άντρα μου. Αλλά δεν είμαι πουθενά τοποθετημένη, πουθενά, παρά μόνο σ’ έναν άλλον κόσμο. Δεν ξέρω πώς μπορεί να είναι. Ένα μέρος που ο άνθρωπος θα μπορεί να είναι ευτυχισμένος και τα να πηγαίνουν σχολείο με αγάπη για να μάθουν κάτι. Μια ουτοπία.
«Είναι ασύλληπτο το τι μου έχει συμβεί με την “Ευτυχία”, τι έχω εισπράξει απ’ τον κόσμο, πόση αγάπη. Μου λένε “είσαι δική μας”».
Χρωστάτε πολλά στο σπίτι σας;
Βέβαια. Γιατί υπήρχαν κάποιες ποιότητες μέσα στο σπίτι μας, υπήρχε η τέχνη. Μου ’λεγε ο πατέρας μου «Νενούλα μου, έχει το Θέατρο στο Μικρόφωνο, μ’ αυτούς τους ηθοποιούς, έλα ν’ ακούσεις» ή «έλα ν’ ακούσεις τραγούδια του Χατζιδάκι», και ήμουν 9-10 χρόνων. Έτσι, σαν ένα σύννεφο όλο αυτό ήταν από πάνω και μας σκέπαζε. Το μόνο που έκανα και δεν άρεσε στον μπαμπά μου ήταν ότι λάτρευα τον Καζαντζίδη.
Οπότε δεν μπορεί όλο αυτό να μην σου αφήσει πράγματα. Απ’ την άλλη υπήρχε πολύ χιούμορ μέσα στο σπίτι, ο ίδιος ο πατέρας μου ήταν μέγας κωμικός, μια φιγούρα μεταξύ Λογοθετίδη και Παπαγιαννοπούλου. «Μπαμπά, θέλω να γίνω ηθοποιός» του είπα. «Τελείωσε το σχολείο και μετά κάνε ό,τι σ’ αρέσει».
Στο σπίτι μας δεν υπήρχε μιζέρια, καμιά μιζέρια, όπως σε άλλα σπίτια, είχε κάτι γενναιόδωρο. Και η μάνα μου, το ίδιο, τραγουδούσε σαν την Στέλλα Γκρέκα, μην σου πω και καλύτερα, όπως έλεγε η Δανάη (σ.σ. η σπουδαία τραγουδίστρια) που ήταν οικογενειακή φίλη. Υπήρχε λοιπόν ένα κλίμα που ήταν τραγούδι, χαρά, θέατρο και να ’χουμε να τρώμε, κι αν δεν έχουμε, θα περάσουμε με λίγο ψωμί, γιατί υπήρχε κι αυτό. Αλλά μιζέρια όχι. Κι αυτό είναι το πιο σπουδαίο που πήρα εγώ -ίσως πιο πολύ κι απ’ τα αδέλφια μου. Ο αδελφός μου έχει πεθάνει χρόνια. Η αδελφή μου είναι φιλόλογος.
Το κωμικό σας στοιχείο πότε το ανακαλύψατε;
Μέχρι τα 45 που έκανα τις «Τρεις Χάριτες», έπαιζα στο θέατρο αδιάλειπτα μη κωμικά έργα. Το αυστηρό φυζίκ που είχα και απ’ το Εθνικό που ήμουν με θεωρούσαν δραματική ενζενύ, ενώ εγώ καμία σχέση δεν είχα με αυτή την κυρία. Ήμουν κομεντιέν που έλεγε ο Στέλιος Βόκοβιτς, ο δάσκαλός μου. Δεν μπορούσα να είμαι κωμική.
Όταν έπαιξα στις «Χάριτες», και έσκισε, εγώ ήμουν η πιο άγνωστη, ξαφνικά λέγανε ποια είναι αυτή… Όμως έχω παίξει και πολλά που δεν ήμουν κωμική. Όπως την Εκάβη στο «Τρίτο Στεφάνι» και του Δαλιανίδη στην τηλεόραση και του Φασουλή στο θέατρο. Αλλά πράγματι υπήρξε μια έκρηξη του κωμικού με την τηλεόραση όπου κι εγώ με ανακάλυψα. Νομίζω ότι εδώ, όπως και στην «Ευτυχία», το κωμικό με το δραματικό μπλέκονται.
Την αγάπη του κόσμου πότε την νιώσατε;
Η αφετηρία είναι η «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου». Εγώ είμαι ίδια αλλά με την Ευτυχία ο κόσμος το είδε. Έπαιξα 770 παραστάσεις, Δευτερότριτα. Είναι ασύλληπτο το τι μου έχει συμβεί μ’ αυτή την παράσταση, τι έχω εισπράξει απ’ τον κόσμο, πόση αγάπη. Μου λένε «είσαι δική μας». Νιώθουν, νομίζω, επειδή εγώ σαν άνθρωπος, ευτυχώς, δεν έχω καμία σοβαροφάνεια, ότι δεν πουλάω τίποτα, μόνο αλήθεια, και πάντα σ’ ένα επίπεδο ισότιμο με τον θεατή. Έχω και τσαγανό.
Αισθάνομαι ότι αυτό που κάνω στο θέατρο είναι για μένα η ζωή μου όλη. Όχι ότι δεν λατρεύω το παιδί μου. Αλλά η ζωή μου είναι το θέατρο, το θέατρο, όχι γενικώς η δουλειά. Το θέατρο μου δίνει παράταση ζωής, μεγάλη, αλλά αυτό δεν το ήξερα απ’ την αρχή που βγήκα -ήμουν ένα πολύ νόστιμο κορίτσι.
Το θέατρο, άμα δεν το βαρεθείς (γιατί υπάρχουν συνάδελφοι που βαριούνται και τους έχω δει να παίζουν), και βρεις αυτό που μπορεί να σε ισορροπήσει στη ζωή που φεύγει μεγαλώνοντας, γερνώντας, και δεν πηγαίνεις εκεί μέσα με τη μιζέρια, είναι θεραπεία. Εγώ έρχομαι εδώ και πετάω. Ξέρω ότι θα κουραστώ, ξέρω ότι θα προτιμούσα να πάω στη Σύρο να βλέπω το εγγονάκι και την κόρη μου, αλλά εδώ είναι θεραπεία. Είναι σαν να μπαίνω για μιάμιση ώρα σε ένα θεραπευτήριο και να βγαίνω άλλος άνθρωπος.
Δεν σκεφτήκατε ποτέ να τα παρατήσετε;
Ποτέ, ποτέ. Το παράτησα δύο χρόνια όταν έφυγα απ’ τους «Βρυκόλακες», που ήταν άρρωστος ο Σταύρος, και μετά μ’ έτρωγε πώς θα πάω να παίζω, πώς θα τον αφήνω και θα παίζω. Πέρα απ’ το υπαρξιακό, το καλλιτεχνικό, είναι και το οικονομικό -δεν είμαι καμιά πλούσια. Πήρα δύο σπίτια με τα σήριαλ, ένα της κόρης μου κι ένα δικό μου. Παίρνω μια ψωροσύνταξη, κι αυτά είναι.
Τηλεόραση δεν κάνετε πολύ;
Αν σου πω ότι έχω είκοσι προτάσεις; Αλλά δεν γίνεται, εκτός αν μου τύχει κάτι μικρό, ωραίο, με λίγα γυρίσματα. Όπως στο «Βραχιόλι της Φωτιάς» του Γκικαπέππα.
«Το θέατρο μου δίνει παράταση ζωής».
Με τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη δεν ξαναδουλέψατε μετά το «4»…
Τον εκτιμώ πολύ τον Χριστόφορο… Αλλά πού είναι αυτοί οι άνθρωποι που ζουν στην Ελλάδα, μέσοι άνθρωποι, όχι πρίγκιπες, με αυτά τα άψογα αισθητικά σπίτια, μ’ αυτή την διακόσμηση, μ’ αυτά τα ρούχα; Η Χαρούλα ήταν πολύ ωραία, όλοι οι ηθοποιοί. Αλλά πού υπάρχει αυτός ο κόσμος σήμερα; Στους Παξούς;
Ο κινηματογράφος, η τηλεόραση δεν μας μας κάνουν να ονειρευόμαστε λίγο;
Έχεις δίκιο αλλά εγώ είμαι λίγο πεζή, ρεαλίστρια. Ξέρεις τι έργα μ’ αρέσουν τώρα πια; Ιρανικά. Το ιρανικό σινεμά, που είναι ανθρωποκεντρικό και μιλάει γι’ αυτή την αθλιότητα των ανθρώπων εκεί πέρα. Δεν θέλω, όταν γίνονται δέκα πόλεμοι και σκοτώνονται τόσοι στην Γάζα, να τους λένε με νούμερα, σαν να είναι καρβέλια ψωμί ενώ μιλάμε για νεκρούς και παιδάκια. Δεν μπορώ να τα συμβιβάσω, έχω λίγο στενό μυαλό, είμαι κολλημένος άνθρωπος.
Και στον χώρο σας έχει χαθεί η ανθρωπιά;
Πάρα πολύ. Χάνεται το νοιάξιμο για τον διπλανό, για τον συνάδελφο. Αλλά δεν μπορώ σε κανένα επίπεδο να κάνω συγκρίσεις, γιατί όταν βγήκα εγώ στο θέατρο, το ’66, ήταν, πως είναι τώρα, η μέρα με την νύχτα, καμία σχέση. Ήμασταν ελάχιστοι ηθοποιοί. Εγώ, και όχι γιατί ήμουν κανένα φοβερό ταλέντο, ούτε αριστούχος τελείωσα, είχα δέκα προτάσεις την ημέρα γιατί έπαιρναν τους τελειόφοιτους του Εθνικού. Ενζενί με θεωρούσαν.
«Δεν είμαι κι εγώ το πιο εύκολο πλάσμα, γιατί έχω αυτή τη συνήθεια να λέω αυτό που σκέφτομαι».
Από τότε γνωριζόσασταν με την Άννα Παναγιωτοπούλου;
Όχι δεν ήμουν με την Άννα στην Σχολή, ήταν έναν χρόνο πίσω, όπως και ο Σταμάτης Φασουλής, που είχαμε όμως γνωριστεί ήδη και ήμασταν φίλοι. Με την Άννα πιο πολύ ήρθαμε κοντά με τις δουλειές. Δεν ήμασταν ποτέ φίλες. Την εκτιμούσα πάρα πολύ. Ήταν ένας άνθρωπος πολύ ανασφαλής -δεν πίστευε στον εαυτό της. Κανείς δεν μπορεί να το φανταστεί αυτό βλέποντας πως έπαιζε η Άννα, βλέποντας την καριέρα, την επιτυχία της, το χορτάτο της. Εγώ όμως το ξέρω. Παίξαμε και σε δύο σίριαλ μαζί και στο θέατρο έχω παίξει πιο πολύ απ’ όλους μαζί της. Την ξέρω απ’ το καμαρίνι, στην περιοδεία, στο αυτοκίνητο που ταξιδεύαμε. Ήταν ένας άνθρωπος με πληγές η Άννα.
Με την Μίνα Αδαμάκη δεν ήμασταν κοντά. Εξαιρετική συνεργασία, άψογη συνάδελφος αλλά φιλία όχι, ποτέ, δεν ταιριάξαμε.
Δεν είμαι κι εγώ το πιο εύκολο πλάσμα, γιατί έχω αυτή τη συνήθεια να λέω αυτό που σκέφτομαι. Δεν είναι άποψη, είναι ο χαρακτήρας μου. Κι αυτό δεν είναι καλό πράγμα. Στο θέατρο κάποιες φορές προσπάθησαν να μου το αλλάξουν αλλά δεν το πέτυχε κανείς. Βέβαια υπήρχαν και άνθρωποι που με εκτίμησαν πάρα πολύ γι’ αυτό. Είναι το κύριο χαρακτηριστικό μου, ότι απ’ την Νένα δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα γιατί ό,τι έχει θα το πει μπροστά σου κι ας την παρεξηγήσεις -και τι έγινε; Δεν θα το κάνει γαργάρα για να σου αρέσει. Όχι, δεν θέλω να σου αρέσω.
Δεν είναι ελάττωμα η ειλικρίνεια;
Εγώ έγινα τόσο υπερβολική με την ειλικρίνειά μου λόγω της υποκρισίας μας στο χώρο. Το είχα απ’ το σπίτι μου, σαν γονίδιο. Αλλά αν δεν είμαι έτσι δεν θα είμαι η Νένα. Βέβαια δεν γίνομαι ούτε προσβλητική ούτε αγενής. Είναι σαν να πηγαίνω να ισοφαρίσω κάτι με την ειλικρίνεια -καλύτερα να τα έχουμε καθαρά τα πράγματα στο κεφάλι μας, παρά να ζούμε με ψευδαισθήσεις. Γι’ αυτό δεν έχω φίλους ηθοποιούς και γυναίκες καθόλου. Είχα, πέρασαν…
Αλλά δεν έχω μείνει μόνη μου και δεν εννοώ τον κόσμο που με στηρίζει τόσο πολύ αλλά και φίλους, που δεν είναι του θεάτρου. Όπως έχω την ευτυχία να έχω πάνω από 5-6 νέους ηθοποιούς και σκηνοθέτες που με εκτιμάνε πάρα πολύ. Όχι γιατί θα τους δώσω δουλειά αλλά γι’ αυτό που είμαι. Έχω βέβαια φάει τα μούτρα μου, ειδικά τα πρώτα χρόνια του θεάτρου. Όπως επίσης, και στο λέω αυτό γιατί είναι χαρακτηριστικό, αγαπώ, εκτιμώ και θαυμάζω πιο πολλές γυναίκες ηθοποιούς από άντρες -δεν είμαι ανταγωνιστική.
Ζήλεια από συναδέλφους έχετε αντιμετωπίσει;
Ναι, πολλή, αλλά είναι ασήμαντη, δεν μετράει. Έχω τέτοιο στήριγμα απ’ τον κόσμο. Είχα τη μεγάλη τύχη στη ζωή μου, μετά από πολλά χρόνια στο θέατρο, με όνομα καλής ηθοποιού, να το ζήσω αυτό, απ’ τον κόσμο όχι απ’ τον κλάδο μου. Αλλά όπως έχω αισθανθεί ζήλεια, έχω αισθανθεί και μεγάλη εκτίμηση και αγάπη. Θα ήμουν άδικη αν δεν το έλεγα. Με αγαπάνε οι συνάδελφοί μου. Είμαι πάρα πολύ χορτάτη.
Τι σας ενοχλεί περισσότερο σήμερα;
Η αδιαφορία για όλα, ξεκινώντας απ’ το πως οδηγούμε -αδιαφορία για εμάς τους ίδιους, τον διπλανό, τα παιδιά μας. Κι όταν μιλάω για αδιαφορία το λέω με την ευρεία έννοια -είτε είναι ο Κούλης, ο Σούλης, ο Τούλης, ο Τσίπρας, ο Κασσελάκης. Αυτοί που αντιδρούν είναι εκείνοι που τους ενδιαφέρει το χρήμα, η εξουσία, οι θέσεις. Η μάζα των ανθρώπων δεν ενδιαφέρεται. Κανένας απ’ όλους αυτούς δεν μ’ έχει γοητεύσει ποτέ -μόνο, χρόνια πριν, ο Αντώνης Τρίτσης. Τον είχα γνωρίσει όταν ήταν με την Μιμή. Μου έβγαζε μια ωραία ελαφράδα, χιούμορ κι ένα κοφτερό μυαλό.
Ο κόσμος δεν πάει καλά. Πάμε προς το φινάλε. Το σκέφτομαι και φοβάμαι πολύ τον θάνατο. Αλλά λέω, έχω το παιδί μου, το εγγόνι μου, ο άντρας μου πάει καλά με την υγεία του, έχω το θέατρο -τι άλλο να θέλω…
*Αγοράστε εισιτήρια για όλες τις κορυφαίες εκδηλώσεις στο inTickets.gr.







