Κάθε φορά που προσπαθούμε να ορίσουμε την έννοια και τον ρόλο του σύγχρονου δασκάλου βρισκόμαστε μπροστά σε δύο προβλήματα. Το πρώτο σχετίζεται με τον τρόπο υπέρβασης του παραδοσιακού προτύπου δασκάλου και την ανάγκη καταγραφής εκείνων των γνωρισμάτων που θα τον καταστήσουν ικανό να επιτελέσει με αποτελεσματικό τρόπο το έργο του στην ψηφιακή εποχή. Το δεύτερο αφορά στο δίλημμα που εγείρεται σχετικά με την αναγκαιότητα του δασκάλου στην εποχή που ο όγκος των πληροφοριών και η προσβασιμότητα σε αυτές τον καθιστούν περιττό και αχρείαστο. Το δίλημμα για την αναγκαιότητα και την χρησιμότητα του δασκάλου μπορούμε εύκολα να το προσπεράσουμε αφού οι συνθήκες δεν έχουν ωριμάσει ακόμη και ο όγκος των πληροφοριών από πλεονέκτημα κατέστη μειονέκτημα.

Εξάλλου, ο δάσκαλος δεν ορίζεται αποκλειστικά ως επεξεργαστής και μεταδότης πληροφοριών και γνώσεων αλλά ταυτόχρονα και πρωτίστως ως σμιλευτής ψυχών και συμπεριφορών. Με αυτό το δεδομένο το ενδιαφέρον και η προσοχή εστιάζονται στην δόμηση της ταυτότητας του σύγχρονου δασκάλου.

Συχνά τονίζοντας την επαγγελματική ιδιότητα αυτοσυστηνόμαστε ως: εγώ ο δάσκαλος (iteacher), προσδιορίζοντας ταυτόχρονα την κοινωνική μας ταυτότητα, ενισχύοντας το κύρος και αντλώντας αυτοπεποίθηση μέσω αυτής της αυτοσύστασης. Ανταποκρίνεται, όμως, στην πραγματικότητα αυτός ο αυτοπροσδιορισμος; Γιατί ποιος είναι στην ουσία ο αληθινός δάσκαλος; Αυτός με τα πιο ανθρώπινα χαρακτηριστικά, με το απαράμιλλο ήθος, την αθώα, καθαρή ψυχή για να μπορεί να αγγίζει τις πιο ευαίσθητες χορδές των παιδικών ψυχών αλλά συνάμα και ο «αναρχικός» της σκέψης, εκείνος που διδάσκει τον μαθητή να αμφισβητεί τις αυθεντίες, να ανατρέπει τα καθιερωμένα μέσω μιας γόνιμης αντικομφορμιστικής στάσης. Επιπρόσθετα, η ιδεατή ή η εξιδανικευμένη εικόνα του δασκάλου καθορίζεται κάθε φορά από την εκάστοτε προκρινόμενη τεχνική διδασκαλίας και από τον επιθυμητό τύπο πολίτη που θέλουμε να διαμορφώσουμε. Ωστόσο και για τον επιθυμητό τύπο πολίτη δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε αφού η παιδαγωγική και η σύγχρονη ψυχολογία αξιολογεί ως υπέρτερες τις ανάγκες του ατόμου – εφήβου και όχι του ανώνυμου και απροσδιόριστου κοινωνικού συμφέροντος. Το αιώνιο ερώτημα Άτομο ή Κοινωνία παραμένει αναπάντητο.

Ωστόσο μία καταγραφή και προβολή της «ιδεατής» εικόνας του σύγχρονου δασκάλου κρίνεται αναγκαία αφού αυτός εξ αντικειμένου θεωρείται ακόμη ο βασικός πυλώνας τόσο της εκπαίδευσης όσο και της παιδείας μας. Ο δάσκαλος δεν αφεντεύει, ούτε διαφεντεύει. Αρκείται στην γνωσιακή και συναισθηματική αυτονόμηση του μαθητή με απώτατο στόχο την βίωση μιας πρωτογενούς ελευθερίας και υπευθυνότητας. Σε ένα άλλο επίπεδο αναγκαία κρίνεται η καλλιέργεια της αμφισβήτησης και της διαφωνίας από μέρους του μαθητή γιατί αυτά θεωρούνται ότι επωάζουν τόσο την «εσωτερική αυτονομία» όσο και την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης. Ο «σωστός» δάσκαλος στον φόβο του μαθητή και στα λάθη του αντιπαραθέτει την αξία της προσπάθειας, της διακινδύνευσης και της τέχνης – τεχνικής να μαθαίνει από την αποτυχία. Ο «καλός» δάσκαλος είναι αυτός που αποκαλύπτει την σκοτεινή πλευρά της ζωής ως συστατικού της πορείας του και της ανάγκης να βλέπει κι αυτήν χωρίς όμως να κυριεύεται από αυτήν. Ο «ιδανικός» δάσκαλος περισσότερο εμπνέει και λιγότερο πιέζει για συμμόρφωση στα καθιερωμένα σχήματα. Ο τύπος αυτός του δασκάλου είναι ένας sui generis αναρχικός της σκέψης, των συναισθημάτων και της κοινωνικής δράσης. Η συναισθηματική σταθερότητα και ασφάλεια, το θετικό αυτοσυναίσθημα και η θετική δραστηριότητα του μαθητή μπορούν να βιωθούν ως εσωτερικές καταστάσεις μόνον από έναν δάσκαλο που λειτουργεί ως πομπός θετικής σκέψης.

Τέλος, ο καλός δάσκαλος είναι αυτός που «διώχνει» τον μαθητή πριν του γεννηθεί η ανάγκη να τον μιμηθεί και να τον καταστήσει αντικείμενο πίστης. Στην διδασκαλία η πίστη διαβρώνει την ιδιαιτερότητα του μαθητή και αναστέλλει κάθε διάθεση για δόμηση μιας αυθεντικής ταυτότητας. Και ας μην ξεχνάμε πως «Αυτό που είναι ο δάσκαλος είναι πιο σημαντικό από ό,τι διδάσκει» (Karl Amenninger).

    Μαρία Πετροπούλου, Ηλίας Γιαννακόπουλος , Φιλόλογοι – Συγγραφείς