Ας ξεκινήσουμε από τα αυτονόητα. Χρειάζεται μεταρρύθμιση το ελληνικό πανεπιστήμιο; Χρειάζεται συνεχή εκσυγχρονισμό και βελτίωση της εκπαίδευσης που παρέχει; Προφανώς και ναι. Σε έναν κόσμο που μετασχηματίζεται ραγδαία και ενώπιον καταιγιστικών εξελίξεων στην επιστήμη, τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα οφείλουν όχι μόνο να ακολουθούν αλλά και να πρωτοπορούν. Τις τελευταίες δεκαετίες, τα ελληνικά πανεπιστήμια έχουν πράγματι μεταρρυθμιστεί παράγοντας υψηλής ποιότητας ερευνητικό και εκπαιδευτικό έργο, καλλιεργώντας διεθνείς συνεργασίες με πανεπιστήμια και επιστημονικούς φορείς σε ολόκληρο τον κόσμο και διαπρέποντας μέσω επιφανών μελών τους, τόσο καθηγητών όσο και αποφοίτων τους. Με τη λειτουργία μιας Ανεξάρτητης Αρχής για την αξιολόγηση και την πιστοποίηση των ιδρυμάτων (αρχικά ΑΔΙΠ και τώρα ΕΘΑΑΕ), σχεδόν όλα τα πανεπιστημιακά τμήματα έχουν πιστοποιηθεί για τα προγράμματα προπτυχιακών σπουδών τους με βάση διεθνή πρότυπα. Η υγειονομική κρίση όχι μόνο δεν βρήκε τα πανεπιστήμια απροετοίμαστα αλλά το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο ήταν ένας από τους ελάχιστους θεσμούς που πέρασε τόσο γρήγορα στην εξ αποστάσεως λειτουργία με απόλυτη επιτυχία. Γιατί λοιπόν σύσσωμη σχεδόν η ελληνική ακαδημαϊκή κοινότητα αντιδρά σε ένα νομοσχέδιο που υπόσχεται να οδηγήσει το πανεπιστήμιο σε μια νέα εποχή; Προφανώς όχι γιατί αντιδρά στον εκσυγχρονισμό αλλά ακριβώς για το αντίθετο: επειδή ο νέος νόμος, εφόσον εφαρμοστεί, δεν θα εξυπηρετήσει τον στόχο της ακαδημαϊκής ανάπτυξης αλλά θα έχει ως συνέπεια σοβαρή απορρύθμιση.

 

 Συγκεντρωτισμός και διαφάνεια

Βασική, συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της λειτουργίας των πανεπιστημίων είναι το αυτοδιοίκητο, δηλαδή η με διαφάνεια και δημοκρατικές διαδικασίες επιλογή του ακαδημαϊκού προσωπικού και των οργάνων διοίκησης του πανεπιστημίου. Οι υπάρχουσες διοικήσεις των πανεπιστημίων – πρυτάνεις, αντιπρυτάνεις, κοσμήτορες, πρόεδροι τμημάτων – έχουν εκλεγεί από το σύνολο των μελών ΔΕΠ και εκπροσωπούν την απαραίτητη πολυφωνία μέσα στο κεντρικό όργανο διοίκησης του πανεπιστημίου, που είναι η Σύγκλητος. Οι φοιτητές δεν ψηφίζουν σε καμία από αυτές τις εκλογικές διαδικασίες αλλά έχουν το δικαίωμα να μετέχουν μέσω των εκλεγμένων εκπροσώπων τους σε όλα τα συλλογικά όργανα. Σύμφωνα με τις διεθνείς πρακτικές και τις διαδικασίες αξιολόγησης και πιστοποίησης που υποχρεωτικά εφαρμόζονται σε όλα τα ακαδημαϊκά τμήματα, η οργάνωση των σπουδών πρέπει να είναι φοιτητοκεντρική και επομένως οφείλουμε για τον σχεδιασμό των προγραμμάτων σπουδών, της φοιτητικής μέριμνας κ.λπ. να λαμβάνουμε υπόψη τη γνώμη φοιτητών και αποφοίτων μας. Μέχρι στιγμής δεν έχει υπάρξει πειστική αιτιολόγηση γιατί αυτό το μοντέλο είναι αποτυχημένο και πρέπει να αλλάξει.

Παρ’ όλα ταύτα, το νέο νομοσχέδιο ανατρέπει πλήρως το μοντέλο διοίκησης που ισχύει και το αντικαθιστά με ένα νέο, όπου απουσιάζουν η δημοκρατική νομιμοποίηση, η διαφάνεια και η λογοδοσία. Ενας/μία Πρύτανις με υπερεξουσίες κυβερνά με μια μικρή ομάδα της επιλογής του/της χωρίς καν να χρειάζεται να έχει ψηφιστεί από την πλειοψηφία των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας. Το Συμβούλιο Διοίκησης (ΣΔ), αντί να έχει γνωμοδοτικό και στρατηγικό ρόλο, συγκεντρώνει στα χέρια του πληθώρα διοικητικών και οικονομικών αρμοδιοτήτων, τις οποίες προφανώς θα έχει μεγάλη δυσκολία και ελάχιστο ενδιαφέρον να διαχειριστεί, ιδιαίτερα μάλιστα αν τα μέλη του είναι πανεπιστημιακοί του εξωτερικού. Οι Αντιπρυτάνεις εκπίπτουν σε ένα είδος ανώτερων διοικητικών υπαλλήλων, αναλαμβάνοντας να διεκπεραιώσουν τις πολιτικές που αποφασίζει ο Πρύτανης και το ΣΔ, χωρίς να έχουν εκλεγεί και χωρίς να μετέχουν σε κανένα συλλογικό όργανο. Το ευέλικτο Πρυτανικό Συμβούλιο που έλυνε τα προβλήματα της καθημερινότητας καταργείται. Οι Κοσμήτορες επίσης δεν εκλέγονται αλλά διορίζονται από το ΣΔ. Μεγάλο θύμα του νομοσχεδίου είναι η Σύγκλητος, η οποία αποδυναμώνεται τελείως από τον κεντρικό, αποφασιστικό και στρατηγικό ρόλο που έχει σήμερα. Πλάι στον/την Πρύτανι θεσμοθετείται ο πανίσχυρος Εκτελεστικός Διευθυντής, σε ένα πρότυπο διοίκησης που μάλλον προέρχεται από τον ιδιωτικό τομέα. Σύγχυση και επικάλυψη αρμοδιοτήτων χαρακτηρίζει εξάλλου όλα τα κεντρικά εκτελεστικά όργανα. Απουσιάζουν τα θεσμικά αντίβαρα και οι ελεγκτικοί μηχανισμοί και ο πειρασμός της πελατειακής διαπλοκής είναι ορατός.

Αλλά γιατί, αλήθεια, έχει σημασία το μοντέλο διοίκησης; Μήπως πρόκειται για κριτική που συνδέεται με προσωπικές φιλοδοξίες των διαμαρτυρομένων; Η απάντηση είναι ότι οι πρυτάνεις θα έπρεπε να είναι μάλλον ικανοποιημένοι με την αύξηση των εξουσιών τους και ότι, εφόσον αντιδρούν, σημαίνει ότι διαπιστώνουν, λόγω της εμπειρίας τους, σοβαρά προβλήματα δυσλειτουργικότητας του νέου νόμου. Ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε, εκτός του μοντέλου διοίκησης, την τεράστια αύξηση της γραφειοκρατίας και την προσπάθεια, μέσω σχολαστικών ρυθμίσεων, ελέγχου κάθε πτυχής της ακαδημαϊκής ζωής από τον τρόπο εξέτασης των φοιτητών μέχρι τον ορισμό της μονογραφίας!

Διδάσκοντες και φοιτητές

Το νομοσχέδιο μοιάζει να εκκινεί από στρεβλές και προκατειλημμένες απόψεις για τους έλληνες πανεπιστημιακούς, τους οποίους υποτιμά και αντιμετωπίζει με καχυποψία. Πώς αλλιώς να εξηγηθεί το νέο εξαιρετικά πολύπλοκο σύστημα εκλογής των μελών ΔΕΠ, η κατάργηση της μονιμότητας των επίκουρων καθηγητών και σειρά τιμωρητικών προβλέψεων; Εξαιρετικά ανησυχητικό είναι επίσης το γεγονός ότι προβλέπονται πολλές ευέλικτες μορφές παράλληλης απασχόλησης (και εισοδήματος), που απομακρύνουν τα μέλη ΔΕΠ από την αφοσίωσή τους στο καθαυτό έργο τους και από την επένδυση στο ακαδημαϊκό τμήμα όπου έχουν εκλεγεί. Σε ένα «γερασμένο» πανεπιστήμιο μετά από την παρατεταμένη κρίση που δεν επέτρεψε την ανανέωση του διδακτικού προσωπικού, ο νέος νόμος πολλαπλασιάζει τις θέσεις των ομότιμων και αφυπηρετησάντων σε βάρος των νέων επιστημόνων.

Το νομοσχέδιο προβλέπει μια μεγάλη ποικιλία προπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών με διαφορετική διάρκεια, πιστωτικές μονάδες και οργάνωση. Είναι απορίας άξιο πώς θα καταφέρουν τα ελληνικά πανεπιστήμια με τη χειρότερη αναλογία διδασκόντων/φοιτητών και διοικητικών υπαλλήλων/φοιτητών στην ΕΕ να υποστηρίξουν τέτοια μεγαλεπήβολα σχέδια. Μήπως θα έπρεπε να δοθεί προτεραιότητα στην ενίσχυση των βασικών προγραμμάτων προπτυχιακών σπουδών όπου εισάγονται οι φοιτητές μέσω πανελληνίων εξετάσεων; Πρώτα ο κορμός και μετά τα κλαδιά; Μεγάλο πλήγμα στη δημόσια παιδεία αποτελεί εξάλλου η κατάργηση της κρατικής επιχορήγησης στα μεταπτυχιακά προγράμματα, ρύθμιση που στην πράξη σημαίνει κατάργηση των δωρεάν μεταπτυχιακών. Πρόκειται για πλήγμα κατεξοχήν στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες.

Το νομοσχέδιο περιέχει πράγματι ρυθμίσεις που βελτιώνουν επιμέρους πτυχές των πανεπιστημιακών λειτουργιών και ανταποκρίνονται σε πάγια αιτήματα κωδικοποίησης της πολυνομίας. Δεν είναι όμως νόμος-πλαίσιο, δηλαδή ένα λιτό κείμενο που θα ορίζει τις αδρές γραμμές της λειτουργίας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, επιτρέποντας στα ιδρύματα να ακολουθήσουν τη δική τους στρατηγική ανάπτυξης, αλλά ένα ασφυκτικό ρυθμιστικό πλαίσιο λειτουργίας. Δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστούν οριζόντια οι ίδιες διατάξεις σε πανεπιστήμια τόσο διαφορετικά (από άποψη μεγέθους και επιστημολογικής συγκρότησης) όσο π.χ. το ΕΚΠΑ, το Πανεπιστήμιο Πειραιώς και το Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Ενδεικτικά, όλα τα τμήματα, ανεξαρτήτως του αντικειμένου και του μεγέθους τους, θα έχουν το δικαίωμα να προκηρύσσουν μόνο δύο θέσεις καθηγητών επιπλέον όσων συνταξιοδοτούνται! Είναι πραγματικά κρίμα όχι μόνο να μη μεταρρυθμιστεί το ελληνικό πανεπιστήμιο αλλά να απορρυθμιστεί μέσω της υπερρύθμισης.

Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι πρύτανις του Παντείου Πανεπιστημίου.