Πολλή σκόνη σήκωσε ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Γιάννης Βρούτσης για τη σύνταξη των 23.000 ευρώ τον μήνα που υπολογίστηκε από τον ΕΦΚΑ (αλλά δεν απονεμήθηκε) για έναν μεγάλο, γνωστό συμβολαιογράφο της Αθήνας με βάση τον Νόμο Κατρούγκαλου.

Οπως όλοι έχουν αντιληφθεί, η εξωπραγματική για τα ελληνικά δεδομένα σύνταξη προκύπτει από τις εξίσου εξωπραγματικές εισφορές – 7,5 εκατομμύρια ευρώ σε 17 χρόνια (!) – που εισέπραξαν το Ταμείο Νομικών και ο ΕΦΚΑ από τον συμβολαιογράφο.

Ενα μέρος των εισφορών καταβαλλόταν πάγια (κάθε μήνα) ως ποσοστό επί του εισοδήματος του συμβολαιογράφου και ένα μέρος από τον φόρο υπέρ τρίτων πληρωνόταν στον ΕΦΚΑ σε κάθε συμβόλαιο που υπέγραφε.

Η σύνταξη, στη συνέχεια, υπολογίστηκε με βάση την αρχή της ανταποδοτικότητας και ποσοστό αναπλήρωσης κοντά στο 45%.

Τι έχει λοιπόν να πει ο κ. Βρούτσης στον συμβολαιογράφο, στον δικηγόρο, στον τραπεζίτη ή και στον επιχειρηματία που δεν κρύβει τα υψηλά εισοδήματά του;

Τι έχει να πει σε όλους όσοι η σύνταξή τους – όπως έχει υπολογιστεί – ξεπερνά τα 3.000 ευρώ τον μήνα και «πάγωσε» μαζί με τη μοναδική περίπτωση του συμβολαιογράφου;

«Εσύ πλήρωνε τις εισφορές που σου επιβάλαμε – η ΝΔ με το δεύτερο μνημόνιο, ο ΣΥΡΙΖΑ με το τρίτο – κι αν η σύνταξη που θα βγει είναι… υψηλή και ξεχωρίζει από τον μέσο όρο, το ξαναβλέπουμε;».

Από τη στιγμή που στις συγκεκριμένες περιπτώσεις ασφαλισμένων δεν υπήρξε οροφή στις εισφορές που κατέβαλλαν επί σειρά ετών, δεν μπορεί να υπάρξει ούτε «πλαφόν» στη σύνταξη που θα απονεμηθεί. Μπορούν να κοπούν μόνο με φόρο.

Βάσιμα λοιπόν οι ενδιαφερόμενοι υποστηρίζουν ότι το κλίμα για όποια απόφαση προς την αντίθετη κατεύθυνση, όπως αυτή που καλλιεργεί άλογα ο κ. Βρούτσης, προφανώς θα κριθεί από τη Δικαιοσύνη. Και αυτό μόνο χαρά δίνει στους δικηγόρους…

Καλό λοιπόν είναι ο κ. Βρούτσης να εντοπίσει ακραίες περιπτώσεις, να διορθώσει λάθη και κενά στον Νόμο Κατρούγκαλου χωρίς να ισοπεδώνει κανέναν.

Επίσης καλό είναι να περιμένει πρώτα τις αποφάσεις του ΣτΕ που έκριναν ως αντισυνταγματικές τις περικοπές στις συντάξεις, στις οποίες είχε προχωρήσει ο ίδιος με το δεύτερο μνημόνιο.