Λεπτές αποχρώσεις

Τον προηγούμενο μήνα η είδηση ήταν παντού, σε όλα σχεδόν τα Μέσα της Βρετανίας αλλά και του υπόλοιπου κόσμου, ημών συμπεριλαμβανομένων: οι πρώτοι σύγχρονοι Βρετανοί είχαν μεν γαλάζια μάτια αλλά το δέρμα τους ήταν σκούρο, ίσως ακόμα και μαύρο. Το νέο προερχόταν από ένα δελτίο Τύπου το οποίο προανήγγελλε την προβολή ενός ντοκιμαντέρ σχετικά με τον ηλικίας 10.000 ετών «άνθρωπο του Τσένταρ», τον αρχαιότερο σχεδόν πλήρη σκελετό σύγχρονου ανθρώπου που έχει βρεθεί στα βρετανικά νησιά. Ερευνητές από το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας και το University College του Λονδίνου κατόρθωσαν με καινοτόμες τεχνικές να διαβάσουν το πλήρες γονιδίωμα του μυστηριώδους προϊστορικού ανθρώπου και τα ευρήματά τους, μαζί με μια ανακατασκευή του προσώπου του, επρόκειτο να παρουσιαστούν για πρώτη φορά στο εν λόγω ντοκιμαντέρ, το οποίο προβλήθηκε από το δίκτυο Channel 4 υπό τον τίτλο «Πρώτος Βρετανός: μυστικά του ηλικίας 10.000 ετών ανθρώπου»
Φυσικά η αναπάντεχη ανακοίνωση περί του σοκολατένιου δέρματος και των σγουρών μαύρων μαλλιών των «πρώτων Βρετανών», συνοδευόμενη από ένα εντυπωσιακό, ολοζώντανο, ψηφιακά ανακατασκευασμένο πορτρέτο, ήταν ο ορισμός αυτού που στη δημοσιογραφική γλώσσα αποκαλείται «πιασάρικο». Και καθώς περιλαμβανόταν σε ένα δελτίο Τύπου πλαισιωμένη απόδηλώσεις ορισμένων εκ των επιστημόνων οι οποίοι εξηγούσαν τη μεθοδολογία που εφαρμόστηκε στη μελέτη, κανένας δεν σκέφθηκε να αμφισβητήσει την ακρίβειά της. Οπως όμως αποδεικνύεται, τα δελτία Τύπου που αποσκοπούν στην προώθηση τηλεοπτικών προγραμμάτων δεν είναι τόσο προσεκτικά όσο εκείνα που εκδίδονται από τα γραφεία Τύπου των πανεπιστημίων ή των επιστημονικών επιθεωρήσεων για να συνοδεύσουν τη δημοσίευση μιας μελέτης. Μπορεί, για διαφημιστικούς λόγους, να καταφύγουν σε υπερβολές, παρασύροντας όλους μας στην παγίδα και κάνοντάς μας να μιλάμε για βεβαιότητες αντί, όπως θα έπρεπε, για πιθανότητες.
Λίγες ημέρες μετά τον θόρυβο, μια επιστήμονας η οποία μετείχε στην ερευνητική ομάδα αισθάνθηκε την ανάγκη να δώσει στα πράγματα τις πραγματικές διαστάσεις τους. Η Σούζαν Γουόλς από το Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει συμβάλει στην ανάπτυξη ενός μοντέλου για την πρόβλεψη του χρώματος των ματιών και του δέρματος μέσω του DNA, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για τη «διάγνωση» των χαρακτηριστικών του «ανθρώπου του Τσένταρ». Οπως τόνισε ωστόσο η ερευνήτρια, το μοντέλο της, αν και βελτιώνεται διαρκώς και αποδεικνύεται αρκετά επιτυχημένο, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί απολύτως ακριβές. Η μελέτη, υπογράμμισε, δεν καταλήγει σε βέβαια συμπεράσματα αλλά σε εκτιμήσεις, και ένας ακόμα πολύ σοβαρός λόγος για αυτό είναι οι αλλοιώσεις που έχει υποστεί το ηλικίας 10.000 ετών γενετικό υλικό. «Δεν κάνουμε μια απλή δήλωση που λέει «αυτό το άτομο είχε σκούρο δέρμα»» είπε χαρακτηριστικά. «Αυτό είναι το πιο πιθανό προφίλ του σύμφωνα με τις παρούσες έρευνες, αλλά μόνο το πιο πιθανό, όχι το βέβαιο».
Τις δηλώσεις της κυρίας Γουόλς ήρθαν να συμπληρώσουν και άλλοι ειδικοί που ασχολούνται με το συγκεκριμένο αντικείμενο, επισημαίνοντας ότι στην πραγματικότητα οι επιστήμονες δεν είναι ακόμη σε θέση να κάνουν απολύτως βάσιμες προβλέψεις για το χρώμα του δέρματος των προϊστορικών ανθρώπων με βάση το DNA από αρχαιολογικά ευρήματα. Και αυτό όχι μόνο εξαιτίας της παλαιότητας του γενετικού υλικού αλλά κυρίως επειδή οι συσχετισμοί των γονιδίων με το χρώμα του δέρματος αποδεικνύονται πολύ πιο σύνθετοι από ό,τι πίστευαν μέχρι πρότινος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ