Οι συμμαχικές σχέσεις με την Αμερική ήταν πάντα ζωτικής σημασίας για την Ελλάδα. Η εποχή του Ψυχρού Πολέμου τις φόρτωσε βέβαια με αρνητικές εντάσεις. Σημαντικό όμως μέρος από αυτές οφειλόταν στη χρόνια παθογένεια του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Κυριάρχησε στην αρχή ο μύθος ότι οι Αγγλοαμερικανοί προκάλεσαν τον Εμφύλιο: οι «άτιμοι οι ξένοι μάς έβαλαν να σκοτωθούμε». Ενώ εμείς βλέπετε αγαπιόμαστε αναμεταξύ μας αφόρητα: όταν ένας δεξιός έβλεπε έναν αριστερό στον δρόμο, και τανάπαλιν, ορμούσε να τον αγκαλιάσει και τον έπνιγε στα φιλιά.
Τα ίδια και με τη δικτατορία. Η CIA (έτσι ισχυριζόταν ο κυρίαρχος «λαϊκός μύθος») σήκωσε το τηλέφωνο και είπε στον Παπαδόπουλο να καταλύσει το σύνταγμα. Λες και η Αμερική δεν διέθετε στηρίγματα για τα συμφέροντά της ανάμεσα στις παραδοσιακές κοινοβουλευτικές δυνάμεις, λες και κινδύνευαν τα στρατηγικά της συμφέροντα στην Ελλάδα από τους… Γεώργιο Παπανδρέου, Γαρουφαλιά, Στεφανόπουλο, Μαύρο και Σία! Η χούντα ήταν η αυτοδιάλυση του ελληνικού κομματικού φεουδαλισμού.
Ο Α. Παπανδρέου, παρότι εκμεταλλεύθηκε ασύστολα τους μύθους της Αριστεράς για να καβαλήσει την εξουσία, δεν έδιωξε βέβαια τις «βάσεις του θανάτου», ούτε αποχώρησε από το ΝΑΤΟ –όπως βλακωδώς περίμενε τεράστιος όγκος των πιστών του. Και καλά έκανε. Διατήρησε επίσης στενούς διαύλους επικοινωνίας με την καρδιά του αμερικανικού συστήματος. Δικαίως έλεγαν τότε οι αμερικανοί πρεσβευτές στην Ελλάδα «μην ακούτε το στόμα του, αλλά κοιτάτε τα χέρια του».
Η αμερικανική πολιτική όλα εκείνα τα χρόνια υποστήριζε τη διεθνή θεσμική τάξη (που η ίδια εν πολλοίς είχε δημιουργήσει). Και κυρίως ευνοούσε την ένωση της Ευρώπης, μέσα στην οποία από το 1961 και μετά προσπαθούσε να βρει μια θέση και η Ελλάδα για να εξασφαλίσει την ανάπτυξη (άνιση έστω) που είχε αρχίσει. Ακριβώς όμως τότε φούντωνε στη χώρα μας ο αντιαμερικανισμός, με κορύφωση τα λαϊκά δικαστήρια κατά του Κλίντον στο Σύνταγμα όπου τρόχισαν τα δόντια τους πολλοί από όσους μας κυβερνάνε σήμερα. Λίγο αργότερα ο Κλίντον επισκεπτόταν το Βιετνάμ, τη χώρα που έχει υποφέρει όσο καμία άλλη από τις εγκληματικές αστοχίες της αμερικανικής πολιτικής. Και εκατομμύρια λαού τον υποδέχτηκαν θριαμβευτικά σαν αγγελιαφόρο μιας νέας εποχής φιλίας. Ναι, αλλά εμείς δεν είμαστε προδότες του λαού όπως ο αναθεωρητής στρατηγός Γκιαπ.
Επί Ρέιγκαν και Μπους του νεοτέρου εκδηλώθηκε επιθετικά στις ΗΠΑ ένας αντιευρωπαϊκός εθνικισμός, που κορυφώθηκε με την εκλογή Τραμπ. Σήμερα έχουν εγκαταλειφθεί όλες οι σταθερές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής του μεταπολέμου. Κυριαρχεί ένας νέος απομονωτισμός, οικονομικός και πολιτικός, με στοιχεία μάλιστα διεθνούς εμπορικού πολέμου. Και κυρίως ενορχηστρώνεται μια ενεργητική προσπάθεια για την αποσταθεροποίηση και διάλυση της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Για να μη μιλήσουμε για τη ρατσιστική υστερία.
Και όμως είναι ακριβώς αυτή τη στιγμή που η ελληνική αμυντική και εξωτερική πολιτική έρχεται να προσκολληθεί, με εκδηλώσεις γλοιώδους κολακείας, στην πιο αντιδραστική, τυχοδιωκτική και επικίνδυνη για τη διεθνή έννομη ταξική αμερικανική ηγεσία. Γιατί;
Μα είναι προφανές. Το ερωτοχτύπημα με τον Τραμπ είναι το εξωτερικό περιτύλιγμα του φλογερού αντιευρωπαϊσμού αυτών που μας κυβερνάνε. Η απέχθεια για την ΕΕ είναι το θεμελιώδες συστατικό του πολιτικού ψυχισμού τους. Και η ξαφνική επέλαση του μεγιστάνα, που απεχθάνεται τις δημοκρατικές παραδόσεις του αμερικανικού λαού και αποπνέει ξενόφοβο πρωτογονισμό, ήταν γι’ αυτούς δώρο θεόσταλτο. Στον Τραμπ βρήκαν ένα αδέλφι, έναν εχθρό του «νεοφιλελευθερισμού» και της παγκοσμιοποίησης, που κύρια ενσάρκωσή τους είναι δήθεν (άκουσον, άκουσον!) η Ευρώπη. Αν προσθέσουμε σ’ αυτό και τις πολυπλόκαμες διασυνδέσεις του Τραμπ με το καθεστώς Πούτιν, τότε η εκτρωματική τους αμερικανοφιλία παίρνει τις πλήρεις διαστάσεις της. Ο Τραμπ, ελπίζει αυτός ο κωμικός και ολέθριος «ριζοσπαστισμός», θα διαλύσει την ΕΕ και θα ωθήσει το παγκόσμιο σύστημα προς την κατεύθυνση ενός πολυποίκιλου εθνοσταλινισμού, με τη χώρα μας στην πρώτη γραμμή αυτής της καταστροφής. Αυτός είναι ο πυρακτωμένος πυρήνας του 4% που διαχέει την ακτινοβολία του σε όλο το αλλοπρόσαλλο συριζαίικο σύστημα.
Οι άτσαλες ακροβασίες του πρωθυπουργού για να βραχυκυκλώσει τη Σύνοδο της Ρώμης τα δείχνουν όλα. Υπέγραψε για να τηρήσει κάποια προσχήματα. Αλλά πέρα από τα προσκυνήματα στον Πανάγιο Τάφο και τις φιλοφρονήσεις με τον Πάπα, οι πολιτικές στοχεύσεις του δεν κρύβονται. Αυτή η Ευρώπη, το είπε απερίφραστα, δεν μας αρέσει. Αλλά, δεν υπάρχει άλλη επιλογή από το να δουλέψουμε για να την «αλλάξουμε» (διάβαζε: υπονομεύσουμε) από τα μέσα. Τα ίδια δηλαδή που φώναζε ο Βαρουφάκης στους δρόμους. Πρόκειται για την ίδια εμμονή που σχεδόν μας πέταξε έξω από την ΕΕ το 2015 και που σίγουρα θα το καταφέρει κάποια στιγμή αν εξακολουθήσει να κυριαρχεί στον δημόσιο βίο.


Ο κ. Περικλής Σ. Βαλλιάνος είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ