Δεν υπάρχει υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης που να μην έχει αναφερθεί στο «συγκριτικό πλεονέκτημα» της ελληνικής αγροτικής παραγωγής. Να μην πρόβαλε στους λόγους του τον πρωτογενή τομέα ως «πυλώνα ανάπτυξης». Να μη μίλησε για στροφή σε μια γεωργία ποιότητας και όχι μόνο χαμηλού κόστους.
Από τα λόγια στα έργα όμως, όπως αποδεικνύει η Ιστορία, η απόσταση είναι μεγάλη. Αν και όλοι αναγνωρίζουν ότι ο αγροδιατροφικός τομέας της χώρας έχει δυναμική, το υπουργείο δεν έχει καταφέρει ως σήμερα να εκμεταλλευθεί τις τεράστιες δυνατότητες ανάπτυξης του κλάδου.
Δεν είναι τυχαίο ότι από το Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης 2007-2013 της προηγούμενης ΚΑΠ (Κοινή Αγροτική Πολιτική) έμειναν αδιάθετα περίπου 700 εκατ. ευρώ, κονδύλια που θα μπορούσαν να στηρίξουν την καινοτομία, τα προϊόντα ποιότητας, τη βιολογική παραγωγή, τη γεωργική έρευνα, τη μεταποίηση, δίνοντας ώθηση και προστιθέμενη αξία στην ελληνική παραγωγή.
«Αμαρτίες» 2,5δισ. ευρώ


Την ίδια στιγμήτο ποσό των καταλογισμών και των προστίμων που έχουν επιβληθεί στην Ελλάδα για αγροτικές παραβάσεις από την ΕΕ –«αμαρτίες» υπουργών Γεωργίας παρελθουσών κυβερνήσεων (πακέτο Χατζηγάκη, Κοντού κ.λπ.)– έχει φτάσει τα 2,5δισ. ευρώ. Παράλληλα αγκυλώσεις του συστήματος έχουν οδηγήσει τους παραγωγούς σε αδιέξοδο, καθώς μεγάλος αριθμός αγροτών εδώ και τρία χρόνια δεν έχει δει ούτε ένα ευρώ κοινοτικών επιδοτήσεων. Και μέσα σε όλα αυτά, ήρθε και το τρίτο Μνημόνιο να βάλει «ταφόπλακα» στην αγροτική επιχειρηματικότητα.
Παρ’ όλα αυτά η αγροτική παραγωγή στην Ελλάδα έχει καταφέρει πολλές «πρωτιές» χάρη στο πείσμα και στην επιμονή ορισμένων φωτεινών ανθρώπων που δραστηριοποιούνται στην ύπαιθρο και με «ατμομηχανή» την ποιότητα των ελληνικών προϊόντων. Σε 1.300 προϊόντα ονομασίας προέλευσης σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, τα 102 είναι ελληνικά με πιστοποίηση ΠΟΠ – ΠΓΕ (Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης ή Προστατευόμενη Γεωγραφική Ενδειξη).
Ο αγροδιατροφικός τομέας αποτελεί τη «ναυαρχίδα» των ελληνικών εξαγωγών, με την αξία του να κυμαίνεται στα 8 δισ. ευρώ (στοιχεία 2013). Μάλιστα, επτά προϊόντα (ελαιόλαδο, γαλακτοκομικά, ιχθυηρά κ.λπ.) κατατάσσονται στην πρώτη εικοσάδα των κορυφαίων εξαγώγιμων προϊόντων. Σύμφωνα με τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Εξαγωγέων, σχεδόν το 30% των νέων επιχειρήσεων που αποκτούν σήμερα εξαγωγικό προσανατολισμό αφορά προϊόντα της ελληνικής γης.
Η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση παγκοσμίως στις εξαγωγές ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας, όπως είναι οι τσιπούρες και τα λαβράκια, την τρίτη θέση στην παραγωγή ελιάς, ελαιολάδου, ακτινιδίων και κρόκου (σαφράν), την πέμπτη θέση στις εξαγωγές σπαραγγιών και τη 15η στις εξαγωγές τυροκομικών προϊόντων.
Συνολικά το 2015 (εννεάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου) οι εξαγωγές των αγροτοδιατροφικών προϊόντων ανήλθαν, σύμφωνα με τα στοιχεία του Κέντρου Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών (ΚΕΕΜ) του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων (ΠΣΕ), στα 2,66 δισ. ευρώ σημειώνοντας αύξηση κατά 22,07%.
Υψηλά επίπεδα


Οπως επισημαίνουν μιλώντας προς «Το Βήμα» εξαγωγικοί κύκλοι, «με ελάχιστες εξαιρέσεις, που αποδίδονται είτε στην πτώση διεθνών χρηματιστηριακών τιμών είτε σε συγκυρίες παραγωγής (μικρότερες σοδειές), τα προϊόντα της ελληνικής γης κινήθηκαν σε υψηλότερα επίπεδα πέρυσι, παρά τις τεράστιες δυσκολίες και τα εμπόδια, όπως τα capital controls, η συνέχιση του ρωσικού εμπάργκο και η γεωστρατηγική αβεβαιότητα σε κρίσιμες αγορές-στόχους».
Στη διάρκεια του 2015 τα προϊόντα άμεσης σύνδεσης με τη γεωργία (εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών) αγγίζουν ξανά μετά από δεκαετίες το 30% των συνολικών εξαγωγών της χώρας, ενώ το 1/3 εκ των 100 πιο ελληνικών εξαγώγιμων προϊόντων σταθερά πλέον προέρχεται από την ελληνική γεωργία – κτηνοτροφία.
Παρ’ όλα αυτά, όπως επισημαίνουν οι ίδιοι κύκλοι, «ο πρωτογενής τομέας ήταν και παραμένει ελλειμματικός, με τις εξαγωγές να ανέρχονται στο 91% των εισαγωγών, εξαιτίας της χαμηλότερης προστιθέμενης αξίας των ελληνικών προϊόντων έναντι των εισαγομένων, αλλά και της χαμηλής επάρκειας της εγχώριας αγοράς ειδικά σε προϊόντα με αναφορά την κτηνοτροφία (κρέας, γάλα, τυροκομικά κ.τ.λ.)».
Και φυσικά σημειώνουν: «Οι έλληνες παραγωγοί και οι εξαγωγείς προσδοκούν παράλληλα με την εμπέδωση των συνθηκών που δημιουργεί η νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) την αποτελεσματική ενεργοποίηση του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης 2014-2020 αλλά και του Επιχειρησιακού Προγράμματος Αλιείας ώστε να αποτελέσουν εργαλεία ανάπτυξης του πρωτογενούς τομέα, ειδικά σε όρους μεταποίησης, ενίσχυσης του κρίσιμου μεγέθους παραγωγής αλλά και επιθετικής προώθησης / προβολής των ελληνικών αγροτικών προϊόντων στο εξωτερικό».


ΚΟΙΝΟΤΙΚΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ
Κονδύλια19,3 δισ. ευρώ ως το 2020

Για την τρέχουσα προγραμματική περίοδο (2014-2020) τα διαθέσιμα κονδύλια για τις ενισχύσεις των παραγωγών είναι μειωμένα κατά περίπου 15% σε σύγκριση με την προηγούμενη. Συνολικά ο «κουμπαράς» της νέας ΚΑΠ περιέχει 19,3 δισ. ευρώ.
Εξ αυτών 14,6 δισ. είναι άμεσες ενισχύσεις στους αγρότες και κτηνοτρόφους και 4,7 δισ. ευρώ μέσω του προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης (μεταποίηση, βιολογική γεωργία, νέοι αγρότες κ.λπ.).
Ειδικότερα από τα κονδύλια για αγροτική ανάπτυξη 413 εκατ. ευρώ θα καταμενηθούν σε 7.500 επενδυτικά σχέδια βελτίωσης αγροτικών εκμεταλλεύσεων και 240 εκατ. ευρώ σε νεόυς Αγρότες και start-up.
Ακόμη 254 εκατ. ευρώ θα δοθούν σε 340 σχέδια μεταποίησης αγροτικών προϊόντων, 27 εκατ. ευρώ για οργάνωση παραγωγών και 79 εκατ. ευρώ για προώθηση καινοτομίας: 79 εκατ. ευρώ.
Σε εγγειοβελτιωτικά και αρδευτικά έργα θα καταβληθούν 451 εκατ. ευρώ, αγροτική – δασική οδοποιία 74 εκατ. ευρώ, κτηνοτροφικά πάρκα 10 εκατ. ευρώ.
Από τις δημόσιες επενδύσεις θα διατεθούν 450 εκατ. ευρώ για ανάπλαση οικισμών, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας 502 εκατ. ευρώ για βιολογική παραγωγή
Σε γεωργο-περιβαλλοντικές και κλιματικές δράσεις θα διατεθούν 267 εκατ. ευρώ ενώ οι ενισχύσεις σε γεωργούς μειονεκτικών περιοχών θα ανέλθουν σε 900 εκατ. ευρώ.
Ολα αυτά τρέχουν παράλληλα με την κατάρτιση και εκπαίδευση αγροτών (80 εκατ. ευρώ) και παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών (124 εκατ. ευρώ).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ