Εσωσαν τελικώς την «παρτίδα» της Μαρινόπουλος ΑΕ, μιας από τις κορυφαίες λιανεμπορικές επιχειρήσεις της ελληνικής αγοράς, οι τράπεζες και οι μέτοχοι, κατορθώνοντας σε μια εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο τόσο για την οικονομία όσο και για την αγορά ειδικότερα να εξασφαλίσουν τη χρηματοδότησή της.
Σύμφωνα με πληροφορίες του «Βήματος», λόγω του μεγέθους της εταιρείας –οι συνολικές πωλήσεις της συμπεριλαμβανομένων των εξαγορών ίσως υπερβαίνουν το 1,5 δισ. ευρώ –το τραπεζικό σύστημα στη διάρκεια του 2015 φερόταν –και συνεχίζει –αποφασισμένο να στηρίξει την εταιρεία, γνωρίζοντας ότι σε διαφορετική περίπτωση οι επιπτώσεις θα ήταν τρομακτικές στην αγορά. Η εταιρεία συνεργάζεται με 1.300 μικρές, μεσαίες και μεγάλες προμηθευτικές επιχειρήσεις –πολλές μάλιστα μικρές επιχειρήσεις με τις οποίες έχει τοπική συνεργασία εξαρτώνται σχεδόν αποκλειστικά από αυτήν.
Βιωσιμότητα


Προσφάτως λοιπόν η διοίκηση της εταιρείας ζήτησε δανειοδότηση προκειμένου να αντιμετωπίσει τα προβλήματα ρευστότητας τα οποία αντιμετωπίζει, όπως εξάλλου και πολλές άλλες επιχειρήσεις. Με πρωτοβουλία λοιπόν της Alpha Bank εγκρίθηκε κοινοπρακτικό δάνειο και από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες (Εθνική, Πειραιώς, Eurobank και Alpha Bank) ύψους περίπου 25 εκατ. ευρώ. Προηγουμένως βέβαια ανατέθηκε στην Ernst & Young μελέτη βιωσιμότητας της επιχείρησης και αφού επιβεβαιώθηκε η βιωσιμότητά της άναψε το «πράσινο φως» για την έγκριση του κοινοπρακτικού δανείου. Παράλληλα η οικογένεια Μαρινόπουλου, που είναι οι μέτοχοι της επιχείρησης, έβαλε 5 εκατ. ευρώ και, όπως ανέφερε τραπεζική πηγή, ο όμιλος αξιοποίησε «σημαντικό περιουσιακό στοιχείο της holding».
Πηγές της αγοράς εκτιμούν ότι πρόκειται για ενεχυρίαση ακίνητης περιουσίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο φαρμακευτικός βραχίονας του ομίλου αποτελεί και τον βασικό πυλώνα του, καθώς διαθέτει 11 εργοστάσια φαρμάκων σε έξι χώρες και αποτελεί τον «μεγαλύτερο φασονίστα της ευρωπαϊκής αγοράς».
Με τη λύση αυτή συνολικά η εταιρεία ενισχύει τη ρευστότητά της κατά 30 εκατ. ευρώ σε μια περίοδο σημαντική για το λιανεμπόριο, δεδομένου ότι στη διάρκεια του τελευταίου διμήνου του έτους πραγματοποιείται –συγκρινόμενο με τα άλλα πέντε δίμηνα –το μεγαλύτερο μέρος της κατανάλωσης. Και ως εκ τούτου η διοίκηση της εταιρείας θέλει σε αυτό το διάστημα να είναι ανταγωνιστική τόσο σε ποικιλία προϊόντων όσο και σε τιμές. Οπως είναι γνωστό, η εφαρμογή των capital controls τις 5 του περασμένου Ιουλίου ανέτρεψε τα συναλλακτικά ήθη στην αγορά δημιουργώντας μια νέα κατάσταση και φυσικά πολλά προβλήματα. Στην προκειμένη περίπτωση όμως τα προβλήματα ήταν πολλαπλάσια δεδομένου ότι η εταιρεία είχε τον μεγαλύτερο χρόνο αποπληρωμής των προμηθευτών της και επί της ουσίας ένα σημαντικό μέρος της ανάπτυξής της οφείλεται στην επιμήκυνση των πληρωμών της.
Η κυκλοφορία επιταγών


Ενα από τα προβλήματα που αντιμετώπισε η εταιρεία ήταν το αιφνίδιο αίτημα πολυεθνικών ομίλων για την πληρωμή τους σε μετρητά, το οποίο ήταν εξαιρετικά δύσκολο να ικανοποιηθεί. Ενδεικτικό στοιχείο είναι πως ενώ είχαν περιοριστεί σημαντικά η έκδοση και η κυκλοφορία επιταγών στη διάρκεια των προηγούμενων χρόνων, για ένα ορισμένο διάστημα μετά την 5η Ιουλίου επανακυκλοφόρησαν και αποτέλεσαν το βασικό συναλλακτικό μέσο μεταξύ των επιχειρήσεων. Μάλιστα στην προκειμένη περίπτωση δημιουργήθηκε ανησυχία στην αγορά από τα μέσα Αυγούστου, όταν η διοίκηση της επιχείρησης σταμάτησε την έκδοση των επιταγών.
Οι επόμενες εβδομάδες ήταν για αυτήν αρκετά δύσκολες, διότι αρκετοί προμηθευτές, ακόμη και πολυεθνικές επιχειρήσεις, περιόρισαν τις παραδόσεις εμπορευμάτων ζητώντας την εξόφληση μέρους των προηγούμενων οφειλών –σε αυτή την περίοδο ο χρόνος αποπληρωμής των οφειλών υπερβαίνει κατά 30% τον συμφωνηθέντα χρόνο, φαινόμενο το οποίο όχι μόνο δεν είναι άγνωστο στην ελληνική αγορά της κρίσης αλλά σχεδόν γενικευμένο και οι συνεπείς περιπτώσεις αποτελούν μάλλον την εξαίρεση.
Το μεγαλύτερο δίκτυο


Οι επιπτώσεις έγιναν ορατές στα ράφια των καταστημάτων της αλυσίδας σε ορισμένες κατηγορίες προϊόντων. Ως εκ τούτου το αίτημα της εταιρείας προς τις τράπεζες για τη δανειοδότησή της προκειμένου να ενισχυθεί η ρευστότητά της ήταν απόλυτη ανάγκη. Με βάση όμως τη μελέτη βιωσιμότητας της επιχείρησης θα πρέπει η διοίκησή της να προχωρήσει στο κλείσιμο ενός ορισμένου αριθμού καταστημάτων (λέγεται πως αυτός ο αριθμός είναι μικρός). Εξάλλου ενώ στην αρχή της κρίσης, με την ενσωμάτωση των καταστημάτων Dia, το δίκτυό της εκτοξεύθηκε στα 927 καταστήματα, μετά περιορίστηκε και εξορθολογίστηκε η διαχείρισή του. Ετσι απέμειναν περίπου 700 καταστήματα. Αλλά εν συνεχεία, ακολουθώντας μια εξαιρετικά επιθετική πολιτική εξαγορών σε όλες τις περιοχές της χώρας –και τιμών φυσικά –και επιδιώκοντας να πρωταγωνιστήσει στη συγκέντρωση της αγοράς, το δίκτυό της έφθασε να αριθμεί 1.023 καταστήματα απασχολώντας περί τους 13.000 εργαζομένους.
Πρόκειται για το μεγαλύτερο δίκτυο καταστημάτων της ελληνικής αγοράς, ορισμένα εκ των οποίων έχουν ζημιογόνο δραστηριότητα και ως εκ τούτου κινδυνεύουν με κλείσιμο, όμως πηγές της αγοράς θεωρούν ότι μόνο έτσι μπορεί η εταιρεία να εξυγιανθεί και να ανασυγκροτηθεί.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ