Η προσοχή με την οποία οι ευρωπαίοι αξιωματούχοι διατύπωναν τις προτάσεις τους την Τετάρτη το βράδυ ήταν ενδεικτική του σημείου στο οποίο έχουν φτάσει οι σχέσεις της ελληνικής κυβέρνησης με την Ευρώπη και τους δανειστές της.
Κανείς δεν ήθελε να πυροδοτήσει την ένταση, όλοι προτίμησαν να τηρήσουν στάση αναμονής.
Ηδη από το βράδυ της Τετάρτης, αμέσως μετά την λήξη των εργασιών του άτυπου eurogroup οι δηλώσεις του προέδρου του eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ ήταν εξαιρετικά λιτές: «Υπήρξε κάποια πρόοδος αλλά όχι αρκετή ώστε να καταλήξουμε σε ένα κοινό ανακοινωθέν», ανέφερε και το επανέλαβε σε κάθε απάντηση που έδινε κατά την σύντομη συνέντευξη Τύπου, έχοντας στα δεξιά του την διευθύντρια του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ και στα αριστερά του τον επίτροπο οικονομικών και νομισματικών υποθέσεων π. Μοσκοβισί και τον επικεφαλής του EFSF Κλάους Ρέγκλινγκ.
Παρά τους χαμηλούς τόνους στις δημόσιες τοποθετήσεις, η συνεδρίαση του eurogroup χαρακτηρίστηκε από εντάσεις και πιέσεις προς την ελληνική κυβέρνηση. Και το σκηνικό που διαμορφώθηκε ήταν ξεκάθαρο: 18 μέλη της ΟΝΕ απέναντι σε ένα, την Ελλάδα.
Πέραν αυτού, όσο ο υπουργός Οικονομικών Γ. Βαρουφάκης περιέγραφε την πρότασή του, χωρίς συγκεκριμένα στοιχεία και κοστολογήσεις και χωρίς συνοδευτικά έγγραφα, η αντίδραση εκ μέρους της Ισπανίας και της Πορτογαλίας γινόταν ολοένα και εντονότερη.
Οι παραχωρήσεις που εμφανίστηκαν διατεθειμένοι να κάνουν οι εταίροι ήταν, όπως αναμενόταν, περιορισμένες και δεν κινήθηκαν ούτε κατ΄ελάχιστον έξω από το πλαίσιο λειτουργίας των ευρωπαϊκών θεσμών. Η διατύπωση που επιλέχθηκε περί «συνέχισης, τροποίησης και ολοκλήρωσης του υπάρχοντος προγράμματος», άφηνε κάποιες λίγες χαραμάδες μέσα από τις οποίες θα μπορούσε να υπάρξει κάποιο βήμα προόδου, όμως αυτό δεν συνέβη, καθώς η ελληνική κυβέρνηση δεν αποδεχόταν την διατύπωση περί συνέχισης και ολοκλήρωσης.
Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε αποχώρησε νωρίς με την εντύπωση ότι η υπόθεση είχε λήξει, όμως φτάνοντας στο Βερολίνο πληροφορήθηκε ότι έπειτα από ένα μακράς διαρκείας τηλεφώνημα των κκ. Βαρουφάκη και Δραγασάκη με τον κ. Τσίπρα, όλα «πάγωσαν» και παραπέμφθηκαν στην επόμενη και κρισιμότερη από όλες, συνεδρίαση του Eurogroup.
Εκεί θα φανεί κατά πόσον υπάρχουν περιθώρια πιο συγκεκριμένων διατυπώσεων, οι οποίες ταυτόχρονα θα ανοίξουν και στις δύο πλευρές την δρόμους για υποχωρήσεις.
Η συμφωνία Τσίπρα – Ντάισελμπλουμ
Στο πλαίσιο αυτό και προς επιβεβαίωση της διάθεσης συνεργασίας για την εξεύρεση λύσης, επήλθε μία συμφωνία μεταξύ του πρωθυπουργού και του προέδρου του eurogroup την Τετάρτη το πρωί, ώστε να συνεχιστούν στις Βρυξέλλες οι συνεννοήσεις σε τεχνικό επίπεδο, με στόχο την προετοιμασία της συνεδρίασης της Δευτέρας.
Στο σχετικό κείμενο που εκδόθηκε από τον κ. Ντάισελμπλουμ αναφέρεται ότι στόχος είναι να υπάρξει κοινός τόπος μεταξύ του υφιστάμενου προγράμματος και των ελληνικών προτάσεων.
Κατόπιν αυτού, οι όροι με τους οποίους οι δύο πλευρές προσέρχονται στο eurogroup της Δευτέρας έχουν τουλάχιστον τροποιηθεί. Και απομένει να ξεκαθαριστεί, σε ποιές διατυπώσεις θα καταλήξουν οι δύο πλευρές και σε ποιά πεδία θα υπάρξουν υποχωρήσεις.
Κατά πληροφορίες, στις ημέρες που απομένουν καταλυτικός ενδέχεται να αποδειχθεί ο ρόλος του προέδρου της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, ο οποίος το απόγευμα της Πέμπτης εξέφρασε την ανησυχία του για τις εξελίξεις.
Jeroen Dijsselbloem
@J_Dijsselbloem
Jeroen Dijsselbloem
@J_Dijsselbloem
Κυβερνητικές πηγές στην Αθήνα αναφέρουν ότι «η δήλωση του Γ. Ντάισενμπλουμ αποτελεί θετικό βήμα.
Διακινήθηκαν τις προηγούμενες ημέρες, μέσα και έξω από τη χώρα, σενάρια κρίσης και χρεοκοπίας σε περίπτωση που η Ελληνική κυβέρνηση δεν υπέγραφε την παράταση και την ολοκλήρωση του μνημονίου καθώς και τη χτεσινοβραδινό κοινό ανακοινωθέν του Εurogroup.
Δεν τα υπογράψαμε -καμία καταστροφή δεν επήλθε.
Η μετάβαση από το μνημόνιο στο νέο ελληνικό πρόγραμμα είναι πλέον το αντικείμενο των διαβουλεύσεων καθώς και του επόμενου Eurogroup.
Η Ελλάδα έχει καθαρές θέσεις, τις υπερασπίζεται και πείθει. Δεν εκβιάζει και δεν εκβιάζεται».
Οι ελληνικές θέσεις
Οι θέσεις και διεκδικήσεις της ελληνικής κυβέρνησης όπως εκφράστηκαν στο Eurogroup της Πέμπτης και άγνωστο παραμένει αν θα επαναληφθούν χωρίς παραλλαγή στο τακτικό της 16ης Φεβρουαρίου, είναι οι εξής:
Η ελληνική κυβέρνηση ζητεί μια μεταβατική συμφωνία από το υφιστάμενο πρόγραμμα που το οποίο δεν αποδέχεται και μέχρις ότου παρουσιάσει ένα νέο, δικό της μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα 2015- 2018.
Επιδίωξη της κυβέρνησης είναι αυτή η συμφωνία- γέφυρα να περιλαμβάνει τέσσερα σημεία:
α) μεταβατική χρηματοδότηση, την οποία θα χρειάζεται η χώρα, ενδεχομένως μέχρι τα τέλη Αυγούστου
β) δημοσιονομικό πλαίσιο με ισοσκελισμένο προϋπολογισμό και πάντως με παραχωρήσεις στο ύψος του πλεονάσματος
γ) εθνικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων
δ) μέτυρα για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης
Οπως σημειώνουν κυβερνητικές πηγές, η Ελλάδα δεν ζητεί “νέα” δανεικά, ούτε την τελευταία δόση του εκκρεμούς προγράμματος (7,5 δισ. ευρώ), αντ΄ αυτών όμως διεκδικεί: τα 1,9 δισεκατομμύρια από τα κέρδη των εθνικών κεντρικών τραπεζών και της ΕΚΤ από τα ελληνικά ομόλογα, όπως προκύπτει από σχετική δέσμευση εκ μέρους των εταίρων.
Επίσης, ζητεί αύξηση του ορίου έκδοσης εντόκων γραμματίων κατά 10 δισ. ευρώ.
Επιπλέον, την δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τα 11,4 δισ. του ταμείου χρηματοπιστωτικής σταθερότητας ή ένα μέρος τους για την εξυγίανση των τραπεζών από τα “κόκκινα” δάνεια.
Στο δημοσιονομικό πεδίο, η κυβέρνηση ζητεί να μειωθούν τα ετήσια πρωτογενή πλεονάσματα στο 1,5% του ΑΕΠ, αντί των προβλεπομένων 3% για φέτος και 4,5% για το 2016.
Στο εθνικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων περιλαμβάνονται ο σχεδιασμός ενός δίκαιου και αποτελεσματικού φορολογικού συστήματος, η ολοκλήρωση του κτηματολογίου και του περιουσιολογίου, η επιτάχυνση στην απονομή δικαιοσύνης κλπ.



