Είκοσι (20) θα είναι τελικώς τα οικόπεδα που θα προκηρυχθούν στον επόμενο γύρο παραχωρήσεων για έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων στο Ιόνιο Πέλαγος και στη Νότια Κρήτη έπειτα από τις επίπονες συσκέψεις που έλαβαν χώρα το τελευταίο διάστημα τόσο στους κόλπους των υπουργείων Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (ΥΠΕΚΑ) και Εξωτερικών, όσο και στις διϋπουργικές συναντήσεις.

Οι συσκέψεις ήταν πολύωρες και είναι χαρακτηριστικό ότι στο υπουργείο Εξωτερικών χρειάστηκε και δεύτερη σύσκεψη, σε πολύ κλειστό κύκλο, την Παρασκευή 20 Ιουνίου υπό την προεδρία του Ευάγγελου Βενιζέλου (μετά από τη διυπουργική της Τετάρτης που είχε προηγηθεί με την παρουσία και του Γιάννη Μανιάτη), ώστε να ριφθεί ο κύβος και να ξεπεραστούν επιφυλάξεις της τελευταίας στιγμής. Η αιτία δεν ήταν άλλη από την ανάγκη να εξεταστούν όλες οι λεπτομέρειες που είχαν να κάνουν με τα όρια των θαλασσίων ζωνών, με σκοπό να αποφευχθούν επιπλοκές στα εθνικά συμφέροντα.

Η παρουσίαση θα πραγματοποιηθεί στο Λονδίνο την Τρίτη και την Τετάρτη, 1-2 Ιουλίου, σε ειδική εκδήλωση που έχει οργανωθεί από την ελληνική Πρεσβεία στη βρετανική πρωτεύουσα. Εκεί αναμένεται να βρεθούν πολλές μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες, ορισμένες εκ των οποίων (πληροφορίες κάνουν λόγο για άνω των 10) έχουν παρασκηνιακά ήδη επιδείξει μεγάλο ενδιαφέρον για τον ελληνική υποθαλάσσιο ορυκτό πλούτο.

Μετά την παρουσίαση, από τον υπουργό ΠΕΚΑ Γιάννη Μανιάτη και με βάση τη σκληρή δουλειά μηνών της στενής συμβούλου του και επικεφαλής της Ελληνικής Διαχειριστικής Αρχής Υδρογονανθράκων (ΕΔΕΥ) Σοφίας Σταματάκη, των προοπτικών και της στρατηγικής της ελληνικής κυβέρνησης, θα ακολουθήσουν κλειστές συναντήσεις εμπειρογνωμόνων του ΥΠΕΚΑ και στελεχών της νορβηγικής PGS και της γαλλικής Beicip/Franlab (σσ. η πρώτη είναι η εταιρεία που έκανε τις σεισμικές έρευνες σε Ιόνιο και Νότια Κρήτη και η δεύτερη αυτή που βοήθησε στην επεξεργασία των δεδομένων) με ομάδες εταιρειών για ενδελεχέστερη παρουσίαση του φακέλου δεδομένων. Όπως σημείωναν κυβερνητικές πηγές, η προκήρυξη του νέου γύρου παραχωρήσεων θα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) το αργότερο εντός των επομένων δύο εβδομάδων.

Σύμφωνα με ανώτατες διπλωματικές πηγές, «η παραχώρηση περιοχών για έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων έχει ιδιαίτερη σημασία για δύο λόγους. Ο πρώτος», εξηγεί, «είναι ότι συνδυάζει έρευνα και εκμετάλλευση – κάτι που μπορεί να προσελκύσει ευκολότερα ενδιαφερόμενους επενδυτές. Ο δεύτερος και σημαντικότερος όμως είναι ότι η Ελλάδα παύει να είναι ουραγός στο θέμα των παραχωρήσεων. Όλες οι γειτονικές χώρες, η Ιταλία, η Αλβανία, η Αίγυπτος και η Τουρκία έχουν κάνει γύρους παραχωρήσεων. Μόνο η Ελλάδα καθόταν με σταυρωμένα χέρια».

Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι το μεγάλο και πιο σίγουρο ενδιαφέρον εντοπίζεται στο Ιόνιο, συγκεκριμένα στο βόρειο τμήμα του μεταξύ Κέρκυρας και Κεφαλλονιάς, λίγο πιο κάτω πέριξ του Κατάκολου, καθώς και στον Κόλπο της Κυπαρισσίας. Η περιοχή νοτίως της Κρήτης ήταν πιο δύσκολη και οι γραμμές των σεισμικών ερευνών της PGS λιγότερο πυκνές. Ωστόσο, δύο περιοχές, η μία κοντά στη Γαύδο, στο μέσον της μέσης γραμμής με τη Λιβύη (εξ’ ου και τα πολλά ερωτήματα των αρμοδίων του ΥΠΕΚΑ περί του σημείου στο οποίο βρίσκονται οι συνομιλίες για καθορισμό θαλασσίων ζωνών με τη χώρα αυτή), καθώς και άλλη μία κοντά στην Ιεράπετρα, έχουν ενδιαφέρον, αλλά χαρακτηρίζονται ως δύσκολες, είτε λόγω βάθους είτε για άλλους λόγους (π.χ σεισμικότητα).

Την ίδια στιγμή, όλα τα οικόπεδα βρίσκονται πάνω στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, ενώ έγινε προσπάθεια να περιλαμβάνουν τόσο πολύ ελπιδοφόρες όσο και λιγότερο ελπιδοφόρες περιοχές με σκοπό να υπάρξει μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Κρίσιμος παράγοντας για το ενδιαφέρον που θα επιδειχθεί θα παίξουν τα μεγάλα βάθη, που δεν εντοπίζονται μόνο νοτίως της Κρήτης, αλλά επίσης στο Ιόνιο και αναμένεται να επηρεάσουν ως ένα βαθμό και το φορολογικό καθεστώς για όσες εταιρείες αποφασίσουν να επενδύσουν σε έρευνα και εκμετάλλευση.

Για λόγους που έχουν να κάνουν και με περιβαλλοντική προστασία έχει αφεθεί χώρος από τις ακτές (όπου αυτές είναι κοντά), με τη δημιουργία ζωνών προστασία. Σε ό,τι αφορά όμως στα εξωτερικά όρια, έχει καταστεί εκμεταλλεύσιμος όλος ο χώρος μέχρι εκεί που επιτρέπει ο χάρτης που συνόδευε τον νόμο 4001/2011. Ωστόσο, τα οικόπεδα που έχουν κοπεί δεν καλύπτουν όλη εκείνη την περιοχή.

Ιδιαίτερη σημασία έχει επίσης δοθεί στα όρια που καθορίζονται από την ελληνοϊταλική συμφωνία για την υφαλοκρηπίδα του 1977 αλλά και σε σχέση με την Αλβανία (και με τις δύο χώρες υπάρχουν συνομιλίες για τις θαλάσσιες ζώνες, χωρίς προς το παρόν αποτελέσματα).