«Ο θάνατος δίνει την μορφή του στον έρωτα, όπως τον δίνει και στην ζωή –μεταμορφώνοντάς την σε πεπρωμένο».
Albert Camus, Σημειωματάρια
Η Ελένη βρίσκεται στο κέντρο τού πάσχοντος κύκλου.
Πρόσωπα και γεγονότα, ολόκληρη η διαταραγμένη Ιστορία, η περιφέρεια τού προσβεβλημένου κύκλου, περιστρέφονται γύρω της, με κινήσεις προς αυτήν άλλοτε θετικές και άλλοτε απωθητικές.
Οι κινήσεις αυτές εξαρτώνται ευθέως, με τρόπο αναπόδραστο, απ’ τις αντίστοιχες κινήσεις τής ίδιας τής μορφής τής Ελένης που γίνονται στο εσωτερικό τής μορφής αυτής και που εξωτερικεύονται ως αλλαγές της, ανάλογα μ’ εκείνους που στέκονται μπροστά της.
Για τον καθέναν από αυτούς υπάρχει και μία διαφορετική Ελένη, για όλους όμως –και το σημείο αυτό είναι το κέντρο τού κέντρου όπου η συλλογικότητα περικλείει την ατομικότητα –πρόκειται για «ένα» πρόσωπο το οποίο εξ αρχής, και εν τέλει, παραμένει ασύλληπτο: κανείς δεν μπορεί να πει πως την κατέχει· κανείς δεν αισθάνεται εντελώς βέβαιος πως αυτό που γνωρίζει και που στέκεται εμπρός του, είναι αυτό που πιστεύει πως είναι –το πιστεύει αλλά η πίστη αυτή είναι το άλλο όνομα τής αυταπάτης, τής πλάνης, τής ψευδαίσθησης. Η πίστη και η βεβαιότητα είναι κλονισμένες εκ προοιμίου· όλα τελούν υπό το κράτος και την σκιά τής αμφιβολίας και τής ανατροπής· η γνώση, εκεί που είναι έτοιμη να θριαμβεύσει και να δώσει τους αναμενόμενους καρπούς της, ξαφνικά ανασκευάζεται, διαψεύδεται, διασύρεται, κονιορτοποιείται.
Διότι, κάθε ανθρώπινη πράξη που έχει να κάνει με την Ελένη, αποδεικνύεται μοιραία κίνηση, μοιραίο λάθος, σφάλμα με δραματικές συνέπειες σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο.
Πέρα από τον όγκο των πληροφοριών που έχει συσσωρεύσει η μυθολογία και, εν συνεχεία, η έρευνα γύρω από το πρόσωπό της, η Ελένη, και ειδικότερα, στην περίπτωση που μας απασχολεί, η Ελένη τής «Ελένης», εγκατεστημένη από χρόνια στην Αίγυπτο τού Πρωτέα, δίνει την εντύπωση ότι αυτή τώρα είναι ένας θηλυκός Πρωτέας ο οποίος δεν παίρνει τις μορφές που έπαιρνε ο νεκρός πλέον βασιλιάς αυτής τής χώρας, αλλά κάποιες άλλες που είναι μορφές τής δικής της μορφής και που έχουν να κάνουν, όπως θα φανεί, με κάτι που προσιδιάζει με τον μηχανισμό μεταλλάξεων ενός μυστηριώδους αλλά υπαρκτού στοιχείου, ενός είδους κυττάρου, ιού, μικροβίου· οι μεταλλάξεις αυτές συμβαίνουν στο εσωτερικό τής μορφής, στον πυρήνα της, και έχουν ως στόχο να την προστατεύσουν από τον εντοπισμό της και την σύλληψή της εκ μέρους όλων των άλλων που είναι γύρω της και την κυκλώνουν απειλητικά ή επιθυμητικά –διότι, η Ελένη τελεί είτε υπό συνεχή διωγμό είτε υπό συνεχή αναζήτηση, άλλοτε ως αντικείμενο επιθυμίας, άλλοτε ως στόχος μίσους και εκδίκησης, άλλοτε ως αίτιο φόβου και τρόμου· είναι μία κινούμενη οντότητα, μία αμμώδης κίνηση, σχεδόν αεικίνητη, φευγαλέα, ρευστή, απροσδιόριστη, άπιαστη· και ίσως είναι αυτό ακριβώς που την κάνει τόσο σημαντική αλλά και τόσο επίφοβη για την ζωή των άλλων που έχουν, ηθελημένα ή όχι, σχέση εξαρτήσεως απ’ αυτήν.
Στην «Ελένη» όλοι πάσχουν από Ελένη.
Η κεντρική θέση και σημασία της δεν τοποθετείται μόνο μέσα στην δομή τού έργου· είναι τοποθετημένη και μέσα, κυρίως, στην δομή όλων των δραματικών προσώπων.
Εκτός από τις χιλιάδες Ελληνες και Τρώες που πέθαναν γι’ αυτήν αλλά προπαντός απ’ αυτήν, οι τρεις βασικοί ανδρικοί χαρακτήρες –Τεύκρος, Μενέλαος, Θεοκλύμενος -, όμως και οι άλλοι –άγγελοι, ναύτες, στρατιώτες -, έστω και μετά, πολλά χρόνια μετά το τέλος τού Τρωικού πολέμου, μέχρι την στιγμή όπου εκτυλίσσεται το έργο, όλοι, είναι προσβεβλημένοι από «Ελένη», την φέρουν μέσα τους, είναι φορείς της. Ολους τούς απασχόλησε και τούς απασχολεί αυτή όπως έναν ασθενή που τού γνωστοποιείται κάποτε η ασθένειά του και που η κρισιμότητά της τον κάνει να εγκαταλείπει όλα όσα τον απασχολούσαν ως εκείνην την στιγμή και να προσηλώνεται σε αυτήν για να την αντιμετωπίσει ελπίζοντας πως η μάχη που θα δώσει εναντίον της, θα την καταβάλει και θα τον λυτρώσει οριστικά από αυτήν. Εκείνο όμως που συμβαίνει με τήν νόσο τής Ελένης, είναι ότι όποιος έχει προσβληθεί απ’ αυτήν, δεν απαλλάσσεται ποτέ απ’ αυτήν: είτε πεθαίνει απ’ αυτήν είτε ζει κατατρυχόμενος από το φάσμα τού βέβαιου και επικείμενου θανάτου απ’ αυτήν, έστω κι αν αυτός ο θάνατος δεν έρθει ποτέ. Ολοι την κουβαλούν πάνω τους και προπαντός μέσα τους.
Διότι, ο ιός τής Ελένης πλήττει και το σώμα και το πνεύμα –ο νους, ως ένα άλλο σώμα, παραπαίει, εκτροχιάζεται, χάνει έδαφος, παίρνει λάθος κατευθύνσεις, ζητά συνεχώς συμβουλές και παραμυθίες, πλανάται και περιπλανάται, ναυαγεί, ξεβράζεται ρακένδυτος σε έρημα και αφιλόξενα ακρογιάλια, ψάχνει να βρει στήριγμα μέσα στην δίνη τής αμφιβολίας και τού τρόμου που τον ταλανίζουν, δεν ξέρει πού πηγαίνει, αλλά και αν ξέρει, δεν είναι βέβαιος ότι θα φτάσει εκεί ή ότι αυτό το εκεί υπάρχει πράγματι –ως εάν να αποσυντίθεται η ίδια η ουσία τού εγκεφάλου, να παραλύουν οι αισθήσεις, και όλος ο ψυχισμός, παγιδευμένος σε μία δυνητική πραγματικότητα που τον ξετρελαίνει, να γίνεται ένα πεδίο μάχης όπου δίνεται ένας σπαρακτικός αγώνας ανάμεσα σε άνισους αντιπάλους με αποτέλεσμα προαποφασισμένο.
Η πάθηση όλων, είτε κινούνται από δυνάμεις θετικές είτε από δυνάμεις απωθητικές προς την Ελένη, είναι η εσωτερίκευση ενός εξωτερικού τρόμου προσωποποιημένου, ο οποίος όμως τους διακατέχει όταν είναι πλέον αργά ώστε να μπορέσουν ν’ απαλλαγούν από το αίτιο που τον προκαλεί.
Εκείνο όμως που κάνει τον τρόμο αυτόν ακόμη τρομερότερο είναι το γεγονός ότι η μορφή του είναι καλλιεπής. Ο τρόμος είναι όμορφος, όπως και ο κίνδυνος που κρύβει· αυτή είναι η σατανικότητά του: διαθέτει όλα τα όπλα που κάνουν την ομορφιά ακαταμάχητη, κατ’ εξοχήν έκφραση τού τρομερού, και όχι μία οποιαδήποτε ομορφιά αλλά εκείνην που καμία άλλη δεν την φτάνει, την τέλεια ομορφιά, την θεία.
Ο τρόμος είναι η θεία ομορφιά, και η έλξη προς αυτήν δεν έχει άλλον αγωγό από τον έρωτα.
Η έλξη τού έρωτα και το έλκος τού θανάτου. Και αντιστρόφως: το έλκος τού έρωτα και η έλξη τού θανάτου.
Διότι, προς την Ελένη ωθούν δυνάμεις ακατάβλητες, αστάθμητες, κανείς δεν μπορεί να τής αντισταθεί, τίποτε δεν είναι ικανό να περιστείλει την παρόρμηση αυτή προς το κάλλος της, ούτε και η γνώση που υποτίθεται πως προέκυψε απ’ τον όλεθρο στον οποίο οδήγησε η παρόρμηση προς αυτό το κάλλος. Δεν πρόκειται μόνο για την προσωπική αδυναμία τού καθενός, ούτε μόνο γι’ αυτό που γενικώς ονομάζουμε «ανθρώπινες αδυναμίες», και με αυτό εννοούμε τις μειωμένες αντιστάσεις των ανθρώπων μπροστά σε κάτι που κεντρίζει τον πόθο και διεγείρει το ένστικτο.
Μολονότι οι πάσχοντες είναι συγκεκριμένοι άνθρωποι, κατονομασμένοι, μερικοί μάλιστα οι πιο γνωστοί, οι πιο επιφανείς, κάτοχοι μεγάλης δύναμης υλικής και πνευματικής, εντούτοις το πρόβλημα έχει να κάνει με μία βαθύτερη αδυναμία, που μπορούμε να την ονομάσουμε και προδιάθεση, την οποία φέρουν όλοι, δυνατοί και αδύνατοι, μεγάλοι και μικροί, βασιλείς και στρατιώτες. Ολοι φέρονται προς την Ελένη είτε με πόθο είτε με τρόμο, χωρίς να μπορούν οι πρώτοι να την παρακάμψουν, χωρίς να μπορούν οι δεύτεροι να την ξεχάσουν –η αδιαφορία δεν προσιδιάζει στην Ελένη.
Πάσχοντες όλοι απ’ αυτήν, άγονται και φέρονται, ούτως ή άλλως, θέλοντας και μη, απ’ αυτήν, αδυνατώντας να φερθούν οι ίδιοι με τον ίδιο τρόπο προς το αντικείμενο τού πάθους τους και τής παθήσεώς τους. Το άγος τής Ελένης βαραίνει εξίσου όλους. Μπροστά της είναι όλοι ίσοι –ακριβώς όπως μπροστά στον θάνατο, ή όπως υπό την κατοχήν τού έρωτα. Το πρόσωπο τού έρωτα και το πρόσωπο τού θανάτου είναι το ίδιο πρόσωπο, η σχέση τους όμως δεν τελειώνει σ’ αυτήν την ομοιότητα· ο έρωτας συμπράττει με τον θάνατο για να θριαμβεύσει ο δεύτερος· ο έρωτας γίνεται μέσον τού θανάτου, όργανό του, δικός του μηχανισμός για την παγίδευση των θυμάτων του, παραπλανητικό τέχνασμα που καταλήγει, από δέλεαρ τής ευδαιμονίας, σε δόλωμα για τον εγκλωβισμό των ανθρώπινων εντόμων στην στεγανή σαρκοφάγο ενός εξευτελιστικού ολοκαυτώματος με οικουμενικές διαστάσεις.
Τα θύματα τού έρωτα και τού θανάτου είναι τα ίδια θύματα.
Διότι, το βασικότερο χαρακτηριστικό τής νόσου τής Ελένης δεν είναι μόνον οι συνέπειες τις οποίες επιφέρει στους οργανισμούς που έχει πλήξει ο ιός της· το βασικότερο χαρακτηριστικό της, αυτό που την κάνει να είναι αυτή που είναι, συνίσταται στο ότι κανείς, ούτε πριν ούτε μετά, δεν μπορεί να επέμβει δραστικά στους συνεχείς μετασχηματισμούς της, να συλλάβει σε μία τελική μορφή του τον ιό της, και σ’ αυτήν την μορφή να τον εξουδετερώσει.
Κάθε φορά που ο ιός «Ελένη» εντοπίζεται σε κάποια μορφή (πολλαπλές σκηνές αναγνωρίσεως σε παραλλαγές, ως εργαστηριακές έρευνες εξακριβώσεως και επαληθεύσεως), αμέσως μετά, με τρόπο όμως ανεπαίσθητο, με μία ολίσθηση που περνά απαρατήρητη, με έναν μαλακό ελιγμό που θα μπορούσε να ανήκει στο ερωτικό παιχνίδι αλλά που ωφελεί μόνον εκείνον που ελίσσεται και διαφεύγει, δηλαδή τον ιό, η μορφή του αυτή δεν είναι πια η ίδια, έχει μετασχηματιστεί σε μία άλλη, έτοιμη κι αυτή όπως κι η προηγούμενη να συνεχίσει και να ολοκληρώσει το νοσογόνο έργο της, στον ίδιο ή σε άλλον οργανισμό. Οι μεταμορφώσεις τού ιού γίνονται ακόμη ευκολότερες και αποτελεσματικότερες απ’ το γεγονός επίσης ότι εκ των προτέρων υπάρχει ανισομέρεια δυνάμεων: οι δύο πλευρές, η νόσος και οι πάσχοντες απ’ αυτήν, δεν είναι ισοδύναμοι· ο καταμερισμός δυνάμεων είναι ανισοσκελής· οι δύο αντίπαλοι δεν είναι εξίσου οπλισμένοι· οι μέλλοντες ασθενείς είναι εξ αρχής ευπαθείς, ανοχύρωτοι, προορισμένοι να πολιορκηθούν και να πέσουν στα χέρια τού πολιορκητή τους.
Η ίδια η Ελένη ως Ελένη, δηλαδή ως κάλλος και ως έρωτας, είναι που τους κάνει τόσο ευάλωτους και προετοιμάζει το έδαφος για την επικείμενη προσβολή τους απ’ την νόσο: οι δυνάμεις αντιστάσεως σ’ αυτήν καταρρέουν πολύ γρήγορα με την τελεσφόρα μεσολάβηση τού έρωτα.
Αυτό δείχνει πως καμία, τελικώς, αλλά και αρχικώς, προφύλαξη, πρόνοια, αυτοπροστασία, αλλά ούτε και φρόνηση, περίσκεψη, νηφαλιότητα, δεν είναι ικανές να προλάβουν την μόλυνση. Ολοι, κάποια στιγμή, γνωρίζουν περί τίνος πρόκειται, όλοι κινδυνεύουν αν δεν προσέξουν, όμως εκείνο που τους κάνει όλους να μην μπορούν να την αποφύγουν, είναι απλώς αυτό: ότι απλώς δεν μπορούν να την αποφύγουν, διότι η αποφυγή τού κινδύνου υπονομεύεται από έναν μηχανισμό ισχυρότερο ο οποίος ακριβώς ελκύει προς τον κίνδυνο με τρόπο ακαταμάχητο.
Είναι λοιπόν τέτοια η οικουμενικότητα τού ιού αυτού, τέτοια η καθολικότητά του, τόσο ευρεία η ισχύς του, η παντοδυναμία του, ώστε δεν μπορεί κανείς να αποφύγει την σκέψη ότι η Ελένη –ένα μίασμα με μορφή σαγήνης –κρίνει την ανθρώπινη υπόσταση στην πιο ευάλωτη πλευρά της, στην πιο κρίσιμη: στο εάν ο άνθρωπος διαθέτει την ικανότητα, έμφυτη ή επίκτητη, να αντιμετωπίσει έναν κίνδυνο τον οποίο γνωρίζει κι έχει επανειλημμένως γνωρίσει τις συνέπειές του, και ο οποίος απειλεί την ίδια του την επιβίωση. Τίθεται δηλαδή ένα ζήτημα εσχατολογικής τάξεως.
Αν οι άνθρωποι δεν μπορούν, εκ φύσεως, να ελέγξουν κάτι που εν γνώσει τους συνιστά πρωταρχικόν παράγοντα ολέθρου· αν η Ελένη βρίσκεται κυρίως μέσα στον άνθρωπο αλλά συγχρόνως και έξω απ’ αυτόν ώστε να μπορεί έτσι να παίζει μαζί του και να τον παραπλανά, να τον δελεάζει και να τον παγιδεύει· αν η Ελένη είναι μία ανθρώπινη προδιάθεση αναφαίρετη και ασύλληπτη η οποία μετατρέπει κατά βούλησιν το έξω σε μέσα και το μέσα σε έξω· αν η Ελένη συνιστά μία «μοίρα» –με όποια έννοια και αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε αυτήν την λέξη –η οποία «μοίρα» ανακυκλώνεται με τις συνεχείς μεταλλαγές της που την καθιστούν εξόχως φευγαλέα και εξόχως επίφοβη αλλά παρ’ όλα αυτά και εξόχως επιθυμητή, ερωτεύσιμη, ακόμη και εξαιτίας όλων αυτών των δαιμόνιων ελιγμών της· αν, επομένως, η νόσος τής Ελένης είναι όντως ανίατη και υπερβαίνει έτσι την περιοχή τής κλινικής περιπτώσεως και τής παθολογίας για να περάσει κυριαρχικά και νικηφόρα στον χώρο τής οντολογίας, τότε η Ελένη είναι ο ίδιος ο άνθρωπος, είναι αυτό που κάνει τον άνθρωπο να είναι άνθρωπος.
Με τα όπλα τής περιώνυμης ομορφιάς της –και εν αγνοία της, διότι τίποτε από όσα περιγράψαμε δεν θέλει η Ελένη να γίνεται, τίποτε από αυτά δεν γίνεται επειδή το θέλει αυτή, πράγμα που, κατά κάποιον τρόπο, συναριθμεί και την ίδια στην κατηγορία τού θύματος, μία Ελένη που πάσχει αλλιώς από «Ελένη» και δεν μπορεί να απαλλαγεί ούτε κι αυτή απ’ αυτήν –ασκεί μία εξουσία που κανείς δεν την κράτησε ποτέ στα χέρια του, και ούτε φαίνεται πως θα μπορέσει ποτέ να την κρατήσει. Η εξουσία αυτή έχει πράγματι κάτι το θείο. Είναι μία εξουσία ιερή αφού είναι απαραβίαστη, απρόσιτη και μυστηριώδης. Συγκεντρώνει όλα τα συστατικά τού μυθικού.
Οντας συγχρόνως εσωτερική και εξωτερική στον άνθρωπο, έχει τις διαστάσεις τού αρχέτυπου, και επιβεβαιώνει, μ’ αυτόν τον τρόπο, την, αμφισβητούμενη κατά καιρούς, πεποίθηση, που έχει αμβλυνθεί απ’ την κακή της χρήση, ότι υπάρχουν μέσα στον άνθρωπο δυνάμεις οι οποίες υπερβαίνουν τις δυνατότητές του να τις ελέγξει και να τις χαλιναγωγήσει. Διότι, και η μάθηση που απορρέει απ’ την οδυνηρή και αποκαλυπτική και αενάως επαναλαμβανόμενη εμπειρία, δεν είναι καθόλου αρκετή για να ενισχύσει την θέση τού ανθρώπου απέναντι σε αυτόν τον πρωτεϊκό εχθρό, εφόσον αυτός ο ίδιος ο εχθρός μπαίνει στην θέση τού ανθρώπου όταν ο άνθρωπος επιχειρεί να τον αιχμαλωτίσει και να τον πλήξει, και τότε η εχθρική κίνηση τού ανθρώπου στρέφεται προς τον ίδιο τον εαυτό του: με την έννοια αυτή, ο Τρωικός πόλεμος είναι το θέατρο (όπως λέμε «το θέατρο τού πολέμου») μίας συλλογικής αυτοκαταστροφής αφού, στην πραγματικότητα, οι αληθινοί αντίπαλοι δεν είναι, δεν θα έπρεπε να είναι, οι Ελληνες και οι Τρώες οι οποίοι αλληλοσκοτώνονται με την Ελένη ανάμεσά τους να τους «ανάβει» γι’ αυτήν την αλληλοσφαγή, αλλά είναι, θα έπρεπε να είναι, απ’ την μία πλευρά Ελληνες και Τρώες και απ’ την άλλη ο μόνος εχθρός και των δύο, η Ελένη· αυτό όμως δεν γίνεται ποτέ αντιληπτό από κανέναν· οι μάχες διαδέχονται τις μάχες σε μάκρος ετών, και τα όπλα, αντί να στρέφονται εναντίον τού μοναδικού υπαίτιου αυτής τής αλληλοεξόντωσης, στρέφονται εναντίον των ίδιων των θυμάτων της από τα χέρια αυτών των ίδιων των θυμάτων. Και είναι τέτοια η τύφλωση ως προς το βαθύτερο αίτιο τής, στην ουσία αδελφοκτόνας, σύρραξης, ώστε μόνο με την ολοκλήρωση τού ολέθρου –ολοκλήρωση που δεν είναι παρά προσωρινή –επέρχεται ο κατευνασμός –και αυτός προσωρινός –τού κακού και κλείνει, για την ώρα, ο κύκλος τού θανάτου· τότε όμως γίνεται κάτι που θα έπρεπε να είχε γίνει στην αρχή: διαπιστώνεται, με όψιμη νηφαλιότητα, η λανθασμένη συμπεριφορά, και συλλέγεται, από αυτήν την όψιμη νηφαλιότητα, μία γνώση η οποία ενδέχεται να χρησιμεύσει στο μέλλον ώστε να μην επαναληφθεί αυτό που έχει ήδη γίνει, για να αποτραπεί, με αυτήν την γνώση, η επανάληψη τού σφάλματος. Ομως, το σφάλμα και η γνώση, όπως η νόσος και η θεραπεία της, εάν υπάρχει, μοιάζουν να είναι πράγματα ασυμβίβαστα μεταξύ τους, ασύμβατες οντότητες που δεν υπάρχει ελπίδα να συναντηθούν ποτέ και πουθενά, ίσως μόνον τόσο λίγο όσο χρειάζεται για να διαψευστεί η ελπίδα και να επαληθευτεί το χάσμα που την χωρίζει από την επιβεβαίωσή της.
Διότι, μερικές φορές, αυτή η θεραπεία δίνει η ίδια την εντύπωση ότι έχει βρεθεί, δίνεται δηλαδή από την ίδια την ασθένεια η εντύπωση στους ανθρώπους ότι έχουν καταλάβει την φύση της, ότι την έχουν επιτέλους εντοπίσει, γι’ αυτό και συσπειρώνουν τις δυνάμεις τους γύρω της και την πολιορκούν με όλα όσα έχουν μάθει γι’ αυτήν, επιπλέον ενισχυμένοι και απ’ την γνώση των δικών τους σφαλμάτων, παραλήψεων και υπαναχωρήσεων· την στιγμή όμως όπου η βεβαιότητα αυτή μοιάζει πλήρως εδραιωμένη, την στιγμή όπου όλα δείχνουν ότι την φορά αυτήν θα γίνει η σωστή ενέργεια κι η σωστή επέμβαση και ότι θα πληγεί ο στόχος καίρια και τελειωτικά, την στιγμή ακριβώς αυτήν ο στόχος δεν είναι πια αυτό που ήταν λίγο πριν, δεν είναι πια ο ίδιος, μάλλον: είναι ο ίδιος αλλά μετασχηματισμένος σε κάτι άλλο· είναι ο ίδιος ως άλλος, κι αυτός ο αιφνίδιος μετασχηματισμός του ανατρέπει όλη την συγκεντρωμένη γνώση· επανέρχεται τότε η άγνοια, η απορία, η αμηχανία, η αβεβαιότητα, η απογοήτευση, και μαζί μ’ αυτές το άγνωστο, το μυστήριο, το σκοτάδι, και μαζί με αυτά ο τρόμος ξανά μπροστά στην ασύλληπτη φύση του, μπροστά στην ασύλληπτη ικανότητά του να μεταστρέφεται, να υπεκφεύγει, να αίρεται πάνω από οποιαδήποτε απόπειρα σταθεροποίησής του, ακινητοποίησής του, παγίωσής του, οριστικοποίησης των αλλεπάλληλων εφήμερων μορφών του, αλλά και ο τρόμος μπροστά στην απεριόριστη προοπτική ότι ο τελικός εντοπισμός του θα είναι ανέφικτος εφόσον οι μεταμορφώσεις του θα είναι πάντα πέρα από κάθε πρόβλεψη και κάθε έλεγχο.
Στο μεταξύ, οι άνθρωποι δεν παύουν, παρ’ όλα αυτά, να έλκονται, ακριβώς όπως παλιά, ακριβώς όπως πάντα, απ’ αυτήν την περικαλλή, την αγλαόμορφη, την θεοειδή νόσο· δεν μπορούν να μην έλκονται, είναι στην φύση τους να μην μπορούν.
Ετσι, μαζί με την προσπάθεια που καταβάλλεται για να καταπολεμηθεί η ασθένεια, συνεχίζεται αμείωτη και η ανυπέρβλητη παρόρμηση συνεχούς τροφοδότησής της με συνεχώς καινούργιους λάτρεις της που τους είναι φύσει αδύνατον να αντισταθούν στα θέλγητρά της, ακόμη και όταν ξέρουν –και τώρα πια ξέρουν –ότι αυτά τα θέλγητρα αποτελούν συστατικό στοιχείο τής ίδιας τής νόσου η οποία τα χρησιμοποιεί για να προσελκύσει και έπειτα να εξοντώσει τους αμετανόητους λάτρεις τής απειρόμορφης καλλονής της.
Η Ελένη, πέρα από την θεία και την ανθρώπινη υπόστασή της, πέρα από τις ιδιότητες τής κόρης, τής συζύγου, τής μητέρας, τής αδελφής, της ερωμένης, πέρα και από την ενσάρκωση μιας εκπάγλου ωραιότητας η οποία έχει εμπλέξει σε τραγικές περιπέτειες και την ίδια και πάρα πολλούς άλλους, πέρα ακόμη και από την μυθική και ποιητική της διάσταση η οποία έχει δωρίσει αναρίθμητες ενσαρκώσεις της και πολυποίκιλες χρήσεις αυτών των ενσαρκώσεων σε όλες τις τέχνες ανάγοντάς την στην σφαίρα ενός συγχρόνως λαϊκού και υπερβατικού συμβόλου με διαστάσεις αξεπέραστης εγκυρότητας και ζωτικότητας –ένας παγκόσμιος μύθος -, πέρα από όλα αυτά η Ελένη, όπως την παρακολουθούμε να ανελίσσεται στην «Ελένη», είναι –τώρα μπορούμε να το πούμε και έτσι –το οριακό σημείο των ανθρώπινων δυνατοτήτων· είναι ο δείκτης που σηματοδοτεί το τέρμα τής ανθρώπινης επέμβασης πάνω στην ανθρώπινη ζωή, και την απαρχή τής αχανούς ερήμου τής αυταπάτης, την απαραμείωτη αδυναμία τού ανθρώπου να κατανοήσει κάτι θεμελιώδες για την μοίρα του· κάτι που η μη κατανόησή του γίνεται θεμελιώδες μέλος τής μοίρας του, καθιστώντας την αυτήν την ίδια ακατανόητη, ασύλληπτη, απρόβλεπτη και ανεξέλεγκτη· κάτι που προσδιορίζει την ανθρώπινη ζωή και ως ζωή και ως ανθρώπινη, και είναι προφανώς αυτό, καθώς και κάποιες άλλες εξίσου θεμελιώδεις σταθερές, που κάνουν την ανθρώπινη ζωή να είναι αυτό που είναι.
Η Ελένη είναι το πεπερασμένο τού ανθρώπου, το μη περαιτέρω τού ανθρώπινου δύναμαι, αυτό που ο ίδιος προσπαθεί να φτάσει και να πιάσει, και που τον περιπαίζει γι’ αυτήν την προσπάθεια, προετοιμάζει την αποτυχία του κάνοντάς τον να πιστεύει ως την τελευταία στιγμή στην επιτυχία του, εμπλέκοντάς τον σε αποφάσεις και ενέργειες που οι συνέπειές τους είναι πάντα πολύνεκρες και που τον ρίχνουν στην απόγνωση για το ίδιο του το μέλλον, το οποίο δεν μοιάζει να αναστέλλεται από το τόσο χυμένο αίμα· δίνοντάς του την εντύπωση ότι έχει καταλάβει περί τίνος πρόκειται για να τον γκρεμίσει αμέσως μετά στην μεγαλύτερη διάψευση και σε μία σχεδόν άχρηστη, στο πρακτικό επίπεδο, αυτογνωσία αφού ό,τι έχει μάθει ως τώρα, δεν τον αποτρέπει από το να επαναλάβει εκείνο που τον οδήγησε, και θα τον οδηγήσει και πάλι, στην αποτυχία και στην διάψευση.
Η Ελένη είναι ο ίδιος ο άνθρωπος στην σχέση του με τον εαυτό του τον ίδιο, στην ασύμπτωτη σχέση του μαζί του, την αιωνίως ανασχετική. Και όση γνώση κι αν συσσωρεύσει, θα παραμένει άοπλος από γνώση ενώπιόν της.
Καμία μάθηση δεν είναι αρκετή για να είναι εκείνη η μάθηση η οποία θα κάνει τον άνθρωπο άτρωτο απέναντι στην πάθηση, και θα κάνει την μάθηση ισχυρότερη από την πάθηση.
Ετσι, η τέλεια μορφή είναι η ατέλεια τού ανθρώπου· η εντελής όψη είναι η προσωποποίηση τού συνεχώς επαναλαμβανόμενου τέλους του· η απόλυτη ομορφιά είναι το προσωπείο τής απόλυτης αμορφίας· είναι η εύτακτη πρόσοψη που κρύβει την πρωτοβάθμια αταξία, το πρωταρχικό χάος. Πίσω από την εύπλαστη, θεόμορφη εικόνα, δρα με ρυθμούς κοσμικής νομοτέλειας η αιώνια επανάληψη τού τρομερού που είναι πάντα το ίδιο και που είναι πάντα κάτι άλλο· διότι το άλλο είναι η ατελεύτητη επαναφορά τού ίδιου και ξανά τού ίδιου, μέχρι το ατελείωτο τέλος.
(…)
Ο κύκλος πάει να κλείσει, είναι έτοιμος, ως ουροβόρος, να δαγκώσει την άλλη άκρη του, στο κέντρο του όμως παραμένει πάντα, κεντρικότερη παρά ποτέ, η Ελένη, κι αυτό, για όσους τώρα ξέρουν, είναι μοιραίο για τον κύκλο, για τα πρόσωπα και τα γεγονότα που συνωστίζονται στην πάσχουσα περιφέρειά του, για ολόκληρη την διαταραγμένη κυκλική Ιστορία.
Αυτός ο κύκλος είναι μόνον κατ’ όνομα κύκλος: ποτέ δεν ολοκληρώνεται, ποτέ δεν κυκλοποιείται· την στιγμή όπου δεν χρειάζεται παρά ένα τίποτε για να κλείσει, ανοίγει πάλι. Είναι ένας κύκλος φαύλος.
(…)
Η τραγωδία μπορεί να έχει, προς στιγμήν, εξοριστεί εκτός θεατρικής σκηνής, εκδιπλώνεται κι εξαπλώνεται όμως πλέον στο πεδίο εκείνο που δεν ορίζεται από τίποτε άλλο εκτός απ’ την ίδια την τραγωδία: σ’ ολόκληρον τον κόσμο.
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2014
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ