Το Skyfall κάνει πρεμιέρα σήμερα και όσοι την έχουν δει την θεωρούν την καλύτερη ταινία με τον Bond που έχει γυριστεί ποτέ. Μπορεί αυτό να σημαίνει ότι ο Ντάνιελ Κρεγκ είναι ο καλύτερος 007 που έχουμε δει ή ο Σον Κόνερι εξακολουθεί να ορίζει το ρόλο; Ο Θοδωρής Δημητρόπουλος (του FLIX, του Oneman και του US TV, διαφωνεί με τον Βάιο Παπανάγνου.

O Θοδωρής Δημητρόπουλος διαλέγει τον Σον Κόνερι

Μεγάλωσα σε μια εποχή που είχε θεωρήσει τον Μποντ ξοφλημένο, σε εκείνο το νεκρό διάστημα ανάμεσα στον Τίμοθι Ντάλτον και τον Πιρς Μπρόσναν, οπότε ίσως γι’αυτό τις περιπέτειες του 007 να τις έβλεπα πάντα από μια απόσταση που δε με άφηνε να ταυτιστώ. Οι αρχές των ‘90s ήταν η εποχή που δεν είχε ανάγκη τους ήρωες, μη το ξεχνάμε αυτό. Σημειωτέον, τις ταινίες τις είδα λίγο ως πολύ με χρονολογική σειρά, περισσότερο σαν μια σινεφιλική curiosité περασμένων δεκαετιών παρά σαν κάτι με άμεση συνέπεια στο (κινηματογραφικό και μη) λαϊφστάιλ του τότε. Οι αφελείς, γοητευτικές, ειρωνικές-αλλά-όχι-σαχλές περιπέτειες του σχεδόν proto-hipster 007 του Σον Κόνερι με κέρδισαν εξαρχής κάνοντάς το πολύ δύσκολο γι’αυτό που ακολούθησε. Με εκπαίδευσε στην προσμονή μιας περιπέτειας όπου μεγαλύτερο ρόλο έπαιζε η έξυπνη χρήση του γκάτζετ και η uber-cool στιχομυθία με έναν συναρπαστικά over-the-top κακό, παρά η οποιαδήποτε καταδίωξη ή έντονη σκηνή δράσης. (Υποσημείωση: Βαριέμαι του θανατά τις καταδιώξεις. Εκτός αν τις σκηνοθετεί ο Πολ Γκρίνγκρας.) Από και ύστερα όλοι μου έμοιαζαν χλωμά κακέκτυπα. Ο Ρότζερ Μουρ όχι, αλλά από την άλλη μου ήταν αδύνατο να τον πάρω στα σοβαρά. Ο 007 του Κόνερι ζούσε δύο φορές κι είχε Bond girls καλυμμένα από χρυσό, και εκείνος του Μουρ έκανε καταδιώξεις σε γραφικά σοκάκια της Κέρκυρας και κυνηγούσε τον Σαγόνια στο διάστημα. Καταλαβαίνεις.

Λόγω της υποκειμενική οπτικής με την οποία είδα τη σειρά των ταινιών, το “πριν” και το “μετά” που σχηματίζονται είναι εντελώς σαφή, κι όχι μόνο επειδή ανάμεσα στις ταινίες του Ντάλτον και του Μπρόσναν μεσολάβησαν 6 χρόνια και η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Οι ταινίες με τον Μπρόσναν ήταν αμήχανες, σα να ήθελαν να διατηρήσουν τα ίδια ψυχροπολεμικά μοτίβα με το ζόρι αλλά μέσως ενός Μποντ που έφερνε περισσότερο σε Χολιγουντιανό ήρωα. Το πρόβλημα ήταν φυσικά πως ο Μποντ δεν ήταν ποτέ του κι ούτε θα γίνει Χολιγουντιανός ήρωας. Είναι τόσο αβάσταχτα Εγγλέζος που αυτό το πράγμα αναπόφευκτα κατέρρευσε κι οδήγησε στο κάτι-σαν-reboot με τον Κρεγκ.

Ένα από τα πιο Αγγλικά στοιχεία του Μποντ είναι κι οι μετενσαρκώσεις του. Παίζει εντελώς διαφορετικά από τη λογική του Χόλιγουντ που ζητά αυστηρό continuity (και άρα νέα ιστορία κάθε φορά που αλλάζει ο ηθοποιός, όπως με το τελευταίο Σπάιντερμαν), είναι πιο κοντά στην ‘άσε μας που θα κάτσω και να σκάσω κιόλας’ νοοτροπία του επίσης Αγγλικού “Doctor Who”: Όταν αλλάξει ο ηθοποιός, μπράβο, δε μας επηρεάζει σε τίποτα. Αυτό το αέναο continuity σημαίνει πως ο χαρακτήρας δεν περιορίζεται στην πραγματικότητα από απολύτως τίποτα, πέραν του ηθοποιού που τον ενσαρκώνει, γι’αυτό και οι διάφοροι Μποντ είναι σε ίσα μέρη παιδιά της εποχής τους, αλλά και πλασμένοι από το πλευρό του εκάστοτε πρωταγωνιστή τους. Οι περιφερειακοί χαρκατήρες αλλάζουν, οι κακοί αλλάζουν, τα σκηνικά αλλάζουν, σκηνοθέτες και σεναριογράφοι αλλάζουν, η μόνη σταθερά στην κάθε Εποχή, είναι ο Μποντ. Κι είναι η χαρισματικότητα κι οι γοητεία του που κουβαλάνε και καθορίζουν την Εποχή, ακόμα περισσότερο κι από τις ίδιες τις ταινίες. Ο Κρεγκ μοιάζει πιο κοντά στο σήμερα γιατί ζει στο σήμερα, αλλά ταυτόχρονα έχει παίξει και σε μια από τις 3 χειρότερες ταινίες Μποντ όλων των εποχών. Δεν υπάρχει καμία ταινία του Κόνερι τόσο χαμηλά στη λίστα, για την ακρίβεια καμία ταινία του Κόνερι δε μπορείς να την πεις καν κακή. Γιατί; Γιατί ήταν ταινίες με τον Μποντ του Σον Κόνερι.

Δεν έχω το παραμικρό ενδιαφέρον να δω έναν κινηματογραφικό ήρωα στα όρια του μύθου να πέφτει αρκετά χαμηλά ώστε να αγγίξει εμάς. Είναι ο Τζέιμς Μποντ – ο ρεαλισμός μου είναι αδιάφορος. Είναι φαντάζομαι το γνωστό δίλημμα του “Dark Knight”: Θες να δεις έναν υπερήρωα να ζει στον πραγματικό κόσμο; Έχει ένα κάποιο ενδιαφέρον σαν πρόταση, αλλά τελικά δε με αφορά. Ο ρεαλισμός, εκτός από τον ίδιο τον αληθινό κόσμο γύρω μου, απαντάται και σε ένα σωρό άλλους σύγχρονους μύθους που γέννησε η δική μας εποχή, όπως αντίστοιχα η κάθε μία είχε τους δικούς της. Ο Τζέισον Μπορν είναι ένας πράκτορας των ‘00s, ο Τζακ Μπάουερ το ίδιο. Το να προσπαθούμε να καλουπώσουμε ήρωες-αρχέτυπα μέσα στις επιταγές του σήμερα είναι κάπως παρόμοια λανθασμένο με την Μπρουςγουιλοποίηση του 007 επί Μπρόσναν: Μοιραία, θα ξεπεραστεί.

Φυσικά δε γίνεται μια ιστορία να περνά δίχως να έχει επαφή με την εποχή της (μάλλον, γίνεται, το τι θέλουμε εμείς να βλέπουμε είναι άλλο ζήτημα), όμως κάπου θα πρέπει να υπάρχει μια ισορροπία. Να το πω αλλιώς: Όπως οι υπερήρωες έχουν κάτι το εγγενώς σαχλό που στραβώνω όταν κάποιος προσπαθεί να το κρύψει κάτω από στρώματα σοβαρότητας και σκοταδιού (βάλτε λίγο χρώμα, πείτε κανένα αστείο, αλλιώς το μόνο αστείο θα είναι η στολή νυχτερίδας), έτσι κι ο Τζέιμς Μποντ θέλει την Άστον Μάρτιν με τα πυραυλάκια, το στυλό που εκρήγνυται, τον πολύχρωμο κακό, τους διαλόγους που πρέπει να διαβάζονται με διαρκές ψιλο-ειρωνικό χαμογελάκι.

Ο συναρπαστικός Μποντ του Κρεγκ είναι πιο ώριμος και σκοτεινός, είναι ένα νέο κεφάλαιο για τον 007, και σε μια ιδανική περίπτωση όπως το φανταστικό “Skyfall” είναι εξίσου απόγονος του πρωτότυπου 007 και των κυνικών κατασκόπων των ‘00s. Δεν πρέπει να συγκρίνεται με τον Κόνερι, αλλά με τον Ματ Ντέιμον και τον Κίφερ Σάδερλαντ. Ο Μποντ του Κόνερι, δηλαδή ο Μποντ, είναι για πάντα. Μόνο αυτός.

Ο Βάιος Παπανάγνου διαλέγει τον Ντάνιελ Κρεγκ

Οταν ήμουν μικρός ο Τζέιμς Μποντ ήταν ο Ρότζερ Μουρ και σε εκείνη την ηλικία μου ήταν δύσκολο να φανταστώ ότι θα μπορούσε να είναι κάποιος άλλος. Είδα όλες τις ταινίες του Μποντ μαζεμένες στην προεφηβεία μου, μαζευόμασταν μια παρέα από αγοράκια σε ένα σπίτι και κάναμε μαραθώνιους με τις βιντεοταινίες του. Είδα πρώτα τον Μουρ και μετά τον Κόνερι και παρόλο που ακόμα και τότε καταλάβαινα ότι αυτός θεωρούνταν καλύτερος, μου φαινόταν αταίριαστος, κάπως γέρος, και οι ταινίες του 60 παλιακές πια, με λιγότερη δράση από ότι θα ήθελα. Η δράση ήταν τότε το ζητούμενο, όσο πιο γρήγορη και εντυπωσιακή γινόταν, εκρήξεις, κυνηγητά, ελικόπτερα και τρένα. Οταν εμφανίζονταν τα Bond girls με τα εσώρουχα κοιταζόμασταν μεταξύ μας έτσι λίγο πονηρά και συνωμοτικά, λέγαμε και κάτι σαν κι αυτά που πιστεύαμε ότι θα έλεγαν τα πιο μεγάλα αγόρια, αλλά μέχρι εκεί. Πιστολίδια και κυνηγητά με αμάξια ονειρευόμασταν.

Ο Μποντ είναι για τα αγόρια, ορίζει την κυρίαρχη αντρική φαντασίωση κάθε εποχής, και επειδή είναι ένα τόσο παλιό ποπ σύμβολο, έχει σχέση με την ενηλικίωση. Αναγκαστικά κάθε φορά ο τελευταίος είναι ο καλύτερος. Δε γίνεται αλλιώς, για αυτό φτιάχνεται, ο Μποντ μεγαλώνει μαζί μας. Μέχρι τον Κρεγκ, δεν γινόταν να υπάρχει καλύτερος Μποντ από τον Κόνερι, γιατί όλοι οι άλλοι ήταν παραλλαγές του. Η δημιουργία του συνέπεσε με το ξεκίνημα της μοντέρνας εποχής, και όπως τα περισσότερα που φτιάχτηκαν τότε επηρέασαν τα πάντα μέχρι τώρα, ο πρωταρχικός Μποντ δεν μπορούσε να μην είναι διαχρονικό αντρικό πρότυπο. Φαντάζομαι τον Ντον Ντρέιπερ στη δεκαετία του 60 να πηγαίνει στο σινεμά για να βλέπει τον Μποντ του Κόνερι και να βγαίνει με ιδέες για το πώς πρέπει να είναι ο μοντέρνος άντρας, τι θα φοράει και πώς θα αποδεικνύει την επιτυχία του.

Ο Κόνερι τα κάνει όλα να φαίνονται εύκολα και έχει την εμφάνιση, την ιδιοσυγκρασία, και τη συμπεριφορά για να στηρίξει αυτή την sprezzatura. Ατσαλάκωτος, αποστασιοποιημένος και ειρωνικός, είναι σαν να τον απασχολεί περισσότερο αν το μαρτίνι είναι χτυπημένο, από τους τρόπους με τους οποίους θα νικήσει τον κακό και θα ρίξει το κορίτσι. Όλα συμβαίνουν χωρίς προσπάθεια και αυτό, περισσότερο από τις σκηνοθετικές ελλείψεις της εποχής, είναι η γνήσια απεικόνιση του προτύπου της εποχής. Το ιδανικό είναι όλα να μοιάζουν με παιχνίδι, περνάμε μέσα από την ζωή φορώντας τα καλά μας και γοητεύοντας την τύχη μας. Οποιος το καταφέρει καλύτερα, τα έχει όλα. Οι καλύτερες γυναίκες, τα πιο γρήγορα αυτοκίνητα, ο κόσμος στα πόδια σου. Δεν υπάρχει καλύτερη φαντασίωση. Κράτησε μέχρι να την πάει στα όρια της παρωδίας ο Πιρς Μπρόσναν, κανείς δεν πίστευε ότι αυτά τα πράγματα είναι για τους σοβαρούς άντρες πια.

Ο Μποντ είναι ο ηθοποιός που τον παίζει περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο κινηματογραφικό χαρακτήρα, αλλά προφανώς το σύμπαν που ζει έχει και αυτό σημασία. Ο Ντάνιελ Κρεγκ είναι ο καλύτερος Μποντ, γιατί οι ταινίες αυτές είναι οι καλύτερες αυτού του franchise. Την δεκαετία που μας πέρασε το είδος της «κατασκοπικής» περιπέτειας άλλαξε δύο φορές. Ο Τζακ Μπάουερ έβαλε τον υπερπράκτορα στον πραγματικό κόσμο, και μας έκανε να ανησυχούμε στα αλήθεια για το αν θα σκοτωνόταν. Η τριλογία του Μπορν ήταν το ίδιο ρεαλιστική, για θεατές που μπορούσαν να βλέπουν τις παλιές περιπέτειες του Μελβίλ αλλά και του Τόνι Σοπράνο. Ο Ντέιμον είχε συναισθήματα και συμπεριφορά κανονικού ανθρώπου, ζούσε στον ίδιο κόσμο με εμάς, αυτόν που πηδάς από τα τρία μέτρα και παθαίνεις διάστρεμμα, παρά την εξαιρετική ικανότητά του για επιβίωση. Ηταν παρών στην ζωή του και την κυνηγούσε, όπως κάνουμε όλοι οι ενήλικοι.

Αυτό είναι και ο Κρεγκ, παρών. Δεν είναι μόνο ότι ιδρώνει, ανησυχεί, ματώνει, αμφιβάλλει, ότι καταβάλλει προσπάθεια που φαίνεται στο πρόσωπό του, για να στηρίξει τις αποφάσεις που αυτοσχεδιάζει. Είναι ότι οι επιλογές του έχουν επιπτώσεις πάνω του, τον κατατρέχουν και τον αλλάζουν, έχει επιτυχίες και έχει απώλειες που επηρεάζουν τις επιλογές του, ακόμα κι αν τα κοστούμια και τα αυτοκίνητα είναι τα καλύτερα. Οι σχέσεις του είναι περίπλοκες, έχει γκόμενες, αλλά είναι ικανός για βαθύτερο συναίσθημα, και παρόλο που κρύβει αυτά που αισθάνεται με τη σκληρή έκφραση, καλύτερα κρυβόταν ο Κόνερι με τα μεγάλα χαμόγελα. Ο Κρεγκ είναι ο Μποντ του ενήλικου άντρα, όταν καταλαβαίνει ότι η ζωή σαν παιχνίδι δεν τραβάει για πάντα και ότι δεν μπορείς να ζεις αλώβητος.