Το Μάτσου Πίτσου, η συναρπαστική «Χαμένη Πόλη των Ινκας» στο Περού, ανακαλύφθηκε σαν εφέτος πριν από ακριβώς εκατό χρόνια. Ο όρος «ανακάλυψη» χρησιμοποιείται καταχρηστικά διότι κανένας γηγενής στην αμερικανική ήπειρο δεν δέχεται ότι τον «ανακάλυψε» ο Κολόμβος. Γι΄ αυτό και οι περουβιανές Αρχές χρησιμοποιούν επισήμως τον πολιτικώς ορθό όρο «επιστημονική ανακάλυψη του 1911». Η επετειακή δημοσιότητα του σημαντικότερου ίσως μνημείου της Λατινικής Αμερικής αναδεικνύει ένα τεράστιο πρόβλημα: σήμερα το Μάτσου Πίτσου κινδυνεύει περισσότερο από ποτέ, πρωτίστως από τους αρχαιοκάπηλους, αλλά και από τις ορδές των εκατομμυρίων τουριστών, καθώς και από την κλιματική αλλαγή, ιδίως τις πλημμύρες. Στο πάμπτωχο Περού ανθούν συμμορίες ιερόσυλων, γνωστών ως «γουακέρος»- από τα «γουάκας», κτίσματα που θυμίζουν πυραμίδες-, οι οποίοι ξεπουλάνε όσο όσο την πολιτιστική κληρονομιά αιώνων σε ξένους μεσάζοντες, πάμπλουτους συλλέκτες και αδίστακτα μουσεία.

«O 21ος αιώνας άρχισε δυσοίωνα με την καταστροφή των αγαλμάτων του Βούδα στο Μπαμιγιάν του Αφγανιστάν μέσα σε ένα απόγευμα με τη χρήση εκρηκτικών.Σήμερα τα πιο ιερά και αρχαία μνημεία μας- το Μάτσου Πίτσου, το Ανγκόρ,η Πέτρα- κατακλύζονται από τον μαζικό τουρισμό καθώς εκατομμύρια άνθρωποι περπατούν πάνω σε ευαίσθητα αρχαία ερείπια. Για πόσο ακόμη θα συνεχίσουν να υπάρχουν αυτά τα αναντικατάστατα μνημεία;» αναρωτιέται έκθεση του Global Ηeritage Fund, οργάνωσης με έδρα τις ΗΠΑ που ασχολείται με τη διάσωση μνημείων στον αναπτυσσόμενο κόσμο.

Η έκθεση, που έχει τίτλο «Διασώζοντας την υπό εξαφάνιση κληρονομιά μας», κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για το Μάτσου Πίτσου που- θύμα της ίδιας του της επιτυχίας- κοντεύει να βουλιάξει από τον αριθμό των τουριστών που το επισκέπτονται: από 300.000 τον χρόνο το 2000 έχουν ξεπεράσει τα δύο εκατομμύρια σήμερα.

Η καταστροφή των μνημείων παρομοιάζεται με την περιβαλλοντική καταστροφή. Πολλοί μιλούν για μια «σιωπηρή κρίση» που κλιμακώνεται μακριά από τον δυτικό κόσμο, στις αναπτυσσόμενες χώρες. Αλλοι δανείζονται την περιβαλλοντική ορολογία και αποκαλούν «είδη υπό εξαφάνιση» τα ιστορικά και πολιτιστικά μνημεία των οποίων η ύπαρξη απειλείται λόγω του τουρισμού, της ανεξέλεγκτης ανάπτυξης, της αρχαιοκαπηλίας, της κακοδιαχείρισης και των πολέμων.

Πριν από λίγους μήνες η UΝΕSCΟ έβαλε το Μάτσου Πίτσου σε έναν κατάλογο με 10 μνημεία παγκόσμιας εμβέλειας που προκαλούν «σοβαρή ανησυχία» και παρουσιάζουν «επείγοντα προβλήματα».

Το Μάτσου Πίτσου συμπεριλήφθηκε στην πολυπόθητη λίστα της UΝΕSCΟ με τα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς το 1983. Εκτοτε η φήμη του όλο και μεγαλώνει- και μαζί της μεγαλώνει η καταστροφή στο ίδιο το μνημείο των Ινκας αλλά και στη γύρω περιοχή η οποία αναπτύσσεται τουριστικά, άναρχα και ανεξέλεγκτα. Περίφημο έχει μείνει περσινό άρθρο του «Νewsweek» που αναρωτιέται «Να μπει κανείς ή να μη μπει;» (στη λίστα της UΝΕSCΟ) αν, μαζί με τα θετικά, πρόκειται να πάρει και τα αρνητικά. Ούτε το Κούσκο, η παλαιότερη αδιάλειπτα κατοικημένη πόλη στην αμερικανική ήπειρο, 80 χλμ. μακριά από το Μάτσου Πίτσου, έχει γλιτώσει.

Ξενοδοχεία και άλλες τουριστικές υπηρεσίες χτίζονται ακόμη και πάνω στα θεμέλια κτιρίων των Ινκας, οι οποίοι ήταν εξαίρετοι αρχιτέκτονες και είχαν αναπτύξει μια μοναδική τεχνική χτισίματος με λαξεμένες πέτρες που εφάρμοζαν τόσο τέλεια μεταξύ τους ώστε να μη χρειάζεται κονίαμα!

Με αυτή την τεχνική, πολύ ανθεκτική και αντισεισμική, είναι χτισμένο το Μάτσου Πίτσου.

Οταν ψηφίστηκε ένα από τα «Επτά νέα θαύματα του κόσμου» στην παγκόσμια ιντερνετική ψηφοφορία το 2007, ο αριθμός των επισκεπτών του διπλασιάστηκε φθάνοντας τους 5.000 την ημέρα. Σύμφωνα με την UΝΕSCΟ, για να επιβιώσει το μνημείο, οι επισκέπτες δεν πρέπει να ξεπερνούν τους 800 την ημέρα, μέχρι στιγμής όμως η Λίμα αγνοεί τις συστάσεις αυτές.

Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Αρχαιολογικών Ερευνών του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, 100.000 τάφοι έχουν λεηλατηθεί στο Περού, περισσότεροι από τους μισούς της χώρας.

Οι περισσότεροι αρχαιοκάπηλοι είναι φτωχοί ντόπιοι αγρότες οι οποίοι δεν θέλουν ή δεν μπορούν να καταλάβουν τη σημασία των προκολομβιανών πολιτισμών, απλώς λεηλατούν τους τάφους στους οποίους οι πρόγονοί τους συνήθιζαν να τοποθετούν σημαντικότατα καλλιτεχνήματα ως κτερίσματα.

Βρήκε τη «χαμένη πόλη» που… δεν είχε χαθεί ποτέ

Ο Χάιραμ Μπίνγκχαμ, ο αμερικανός ιστορικός,ερασιτέχνης αρχαιολόγος και μετέπειτα βουλευτής των Ρεπουμπλικανών που «ανακάλυψε» το Μάτσου Πίτσου στις 24 Ιουλίου 1911,ενέπνευσε τον κινηματογραφικό χαρακτήρα του Ιντιάνα Τζόουνς.Ηταν η απάντηση των ΗΠΑ στους βρετανούς εξερευνητές που κυριαρχούσαν ως τότε παγκοσμίως.Το όνομά του έχει ο δρόμος που απολήγει στο Μάτσου Πίτσου από την κοντινή κωμόπολη Αγουας Καλιέντες και στο πολυτελές τρένο που οδηγεί εκεί από το Κούσκο,τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Περού.Σήμερα ο Μπίνγκχαμ αποκαθηλώνεται καθώς γίνεται όλο και πιο εμφανές ότι η «χαμένη πόλη» δεν είχε χαθεί ποτέ.Οχι μόνο βρήκε δύο οικογένειες αγροτών να ζουν μέσα στα ερείπια,αλλά και εμφανίστηκαν άλλοι (ένας βρετανός ιεραπόστολος και ένας γερμανός αρχιτέκτονας) που ισχυρίστηκαν ότι είχαν εντοπίσει πρώτοι το Μάτσου Πίτσου.Πρόσφατα κυκλοφόρησε η θεωρία ότι ένας γερμανός τυχοδιώκτης είχε «ανακαλύψει» και λεηλατήσει τη «χαμένη πόλη» δεκαετίες πριν από τον Μπίνγκχαμ.

«Το πρωινό της 24ης Ιουλίου είχε ένα κρύο ψιλόβροχο» έγραψε ο Μπίνγκχαμ, καθηγητής στο Γέιλ το οποίο,μαζί με το «Νational Geographic»,χρηματοδότησε την αποστολή του.O Μελχιόρ Αρτεάγα,ο ντόπιος αγρότης που θα τον οδηγούσε στη «χαμένη πόλη των Ινκας»,«κρύωνε και ήθελε να μείνει στην καλύβα του.Του είπα ότι θα τον πλήρωνα καλά αν μου έδειχνε τα ερείπια.

Δίστασε και απάντησε ότι η ανάβαση θα ήταν υπερβολικά δύσκολη μια τόσο υγρή μέρα.Οταν όμως έμαθε πόσα θα του έδινα,συμφώνησε να έρθει.Κανένας δεν υπέθετε ότι τα ερείπια αυτά είχαν κάποιο ενδιαφέρον και κανένας δεν ενδιαφερόταν να με συνοδεύσει».

Μέσα στη βλάστηση που είχε «πνίξει» το Μάτσου Πίτσου ο Μπίνγκχαμ εντόπισε λευκούς γρανιτένιους τοίχους.Αμέσως κατάλαβε ότι ήταν το καλύτερο δείγμα τοιχοποιίας που είχε δει στη ζωή του.

Τις δύο φορές που επέστρεψε ο Μπίνγκχαμ στο Μάτσου Πίτσου,το 1912 και το 1914-15,πήρε κεραμικά βάζα,ασημένια αγάλματα,πολύτιμα κοσμήματα και ανθρώπινα οστά και τα πήγε στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ στις ΗΠΑ.Η αρχική συμφωνία ήταν ότι θα τα κρατούσε επί 18 μήνες«για να μελετηθούν». Το Γέιλ όμως τα έχει στην κατοχή του ως σήμερα και τα σημαντικότερα εκτίθενται στο Μουσείο Πιμπόντι του πανεπιστημίου με τη γνωστή δικαιολογία: ότι το Περού δεν διαθέτει την κατάλληλη υποδομή για να τα φροντίσει.Πρόκειται για 40.000 κομμάτια,αλλά «μόνο» τα 350 από αυτά είναι κατάλληλα για να εκτεθούν σε μουσείο. Τα τελευταία χρόνια,σε μια προσπάθεια να αποκτήσει μεγαλύτερο έλεγχο της ιστορικής κληρονομιάς του,το Περού ξεκίνησε δικαστικό αγώνα για να τα πάρει πίσω με το βάσιμο επιχείρημα ότι ήταν δανεισμένα.Τον περασμένο Νοέμβριο το αμερικανικό πανεπιστήμιο συμφώνησε «επί της αρχής» να τα επιστρέψει εφέτος για τους εορτασμούς των 100 χρόνων από την «αποκάλυψη» του Μάτσου Πίτσου.

Οι Ινκας στην παλέτα του Πικάσο και του Μπρακ

Τα γεωμετρικά σχέδια, οι γωνίες και οι γραμμικές αναπαραστάσεις των Ινκας επηρέασαν τους κυβιστές και τους ντανταϊστές των αρχών του 20ού αιώνα. Κορυφαίοι ζωγράφοι, όπως ο Πάμπλο Πικάσο και ο Ζορζ Μπρακ (πίνακας κάτω δεξιά), έβαλαν στην παλέτα τους τα χρώματα των Ινκας και μετά τα άπλωσαν σε πολλούς πίνακές τους, γεμίζοντας με αυτά σχέδια εμπνευσμένα από τους κατοίκους των Ανδεων.

«Δεν είναι μακριά η ημέρα που συλλογές οι οποίες προέρχονται από μακρινούς τόπους θα εγκαταλείψουν τα εθνογραφικά μουσεία για να καταλάβουν τη θέση που τους αρμόζει στα μουσεία τέχνης» είπε προφητικά ο γάλλος κοινωνικός ανθρωπολόγος Κλοντ Λεβί-Στρος. Η φυλή Τσαβίν, που άνθησε από το 1000 ως το 300 π.Χ. στο σημερινό Δυτικό Περού, η φυλή Παράκας στα νότια της χώρας, οι φυλές Νάσκα, Μότσε, Τσαβίν, Τσιμού και ασφαλώς, τον καιρό των ισπανών κονκισταδόρες, η φυλή των Ινκας συνθέτουν την περίφημη προκολομβιανή πολιτιστική κληρονομιά του Περού.

«Camino Inca»: Η τριήμερη πεζοπορία

Ο καλύτερος τρόπος για να επισκεφθεί κανείς το Μάτσου Πίτσου είναι μέσω τριήμερης πεζοπορίας από το Μονοπάτι των Ινκας (Camino Ιnca).Το μονοπάτι διασχίζει ποικίλα τοπία των Ανδεων,από τροπικό δάσος ως αλπική τούντρα,και περνάει από καταυλισμούς και ερείπια των Ινκας προτού καταλήξει στην Πύλη του Ηλιου στο Μάτσου Πίτσου.Ο συνωστισμός από πεζοπόρους και η απειλή που αποτελούσαν για το αρχαίο μονοπάτι οδήγησαν τις περουβιανές Αρχές στο να ορίσουν σε 500 τον ανώτατο αριθμό των ατόμων,συμπεριλαμβανομένων οδηγών και βαστάζων, που επιτρέπεται να ξεκινούν καθημερινά τη διαδρομή.Το μονοπάτι αυτό αποτελεί το πιο διάσημο τμήμα του εκτεταμένου οδικού δικτύου των Ινκας το οποίο κάλυπτε 40.000
χλμ.,από το Εκουαδόρ ως την Αργεντινή. Επειδή οι Ινκας δεν είχαν ανακαλύψει τον τροχό,ούτε είχαν άλογα,τα μονοπάτια τα χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά άνθρωποι και λάμα.Σήμερα σώζεται μόνο το 25% του δικτύου.Το υπόλοιπο καταστράφηκε είτε από τα πέταλα των αλόγων των κονκισταδόρες είτε από τη σύγχρονη «ανάπτυξη».

«Ο ιερόσυλος τζίρος φθάνει τα 800 εκατ. ευρώ το χρόνο»

ΤΟ ΠΕΡΟΥ έχει τόσα ιστορικά μνημεία όσα και η Ιταλία. «Η Ιταλία όμως διαθέτει δεκάδες αναγνωρισμένα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την UΝΕSCΟ, ενώ το Περού ελάχιστα» λέει στο «Βήμα» ο Αμερικανός Τζεφ Μόργκαν, διευθυντής του Global Ηeritage Fund (GΗF), μιας οργάνωσης με έδρα το Σαν Φρανσίσκο που ασχολείται με τη διάσωση ιστορικών μνημείων.


«Η μέση αξία των λεηλατημένων καλλιτεχνημάτων που εξάγονται φθάνει τα 800 εκατ. δολάρια τον χρόνο» τονίζει ο κ. Μόργκαν. Και εξηγεί ότι οι λόγοι είναι κυρίως δύο. Πρώτον, «οι πολιτισμοί που ζούσαν στη χώρα αυτή χρησιμοποιούσαν πολύ τον χρυσό. Στο Περού υπάρχει φτώχεια,συνεπώς ένας φτωχός αγρότης θεωρεί την αρχαιοκαπηλία έναν καλό τρόπο για να βγάλει χρήματα». Δεύτερον, «το Περού είναι “Αγρια Δύση” από άποψη νομοθεσίας,ενώ έχει και πολλές απομακρυσμένες περιοχές».


Μερικά από τα λεηλατημένα καλλιτεχνήματα καταλήγουν να αγοράζονται από τα μεγαλύτερα μουσεία, όπως το Γκετί ή το Μητροπολιτικό της Νέας Υόρκης. «Οι Ελβετοί και οι Ιταλοί έχουν ειδικευθεί στην πλαστογράφηση των εγγράφων που συνοδεύουν τα κλεμμένα εκθέματα. Ενα μουσείο μπορεί να ισχυριστεί ότι υπήρχαν στις αποθήκες του επί χρόνια ή, αν αποδειχθεί ότι αποτελούν προϊόντα αρχαιοκαπηλίας,να προφασιστεί ότι δεν γνώριζε τίποτε» συνεχίζει.

Φέρνει το παράδειγμα του Βόρειου Περού, εκεί όπου άνθησε ο πολιτισμός των Μότσε, ένας από τους αρχαιότερους στη Λατινική Αμερική, όπου «το τοπίο μοιάζει σεληνιακό από τα αυλάκια που έχουν σκάψει οι αρχαιοκάπηλοι- ντόπιοι αγρότες οι περισσότεροι- για να συλήσουν τους αρχαίους τάφους».


Το GΗF εργάζεται μόνο σε αναπτυσσόμενες χώρες «που έχουν μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα χαμηλότερο των δύο δολαρίων την ημέρα». Επειδή τα ιστορικά μνημεία μπορούν να αποτελέσουν τεράστια πηγή εισοδήματος, η οργάνωση προσπαθεί να αναδείξει τα δεύτερα ή τρίτα σε σπουδαιότητα μνημεία των χωρών αυτών.

«Οταν οι πλημμύρες έκλεισαν πέρυσι το Μάτσου Πίτσου,υπήρξε σχεδόν ολοκληρωτική ακύρωση των τουριστικών κρατήσεων στο Περού» λέει ο κ. Μόργκαν. «Ωστόσο η χώρα διαθέτει 15.000 μνημεία, τα 100 από αυτά τόσο σημαντικά όσο το Μάτσου Πίτσου, το οποίο κοντεύει να καταστραφεί από τον υπερβολικό αριθμό επισκεπτών». Το GΗF βοηθάει αναπτυσσόμενες χώρες να εντάξουν μνημεία τους στη λίστα με τα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UΝΕSCΟ, την οποία θεωρεί μάλλον «δυτική» λίστα κατηρτισμένη κυρίως από Ευρωπαίους, προκειμένου να λαμβάνουν καλύτερη χρηματοδότηση για τη συντήρησή τους.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ