Γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έκανε stage κινηματογράφου δίπλα στον ιδρυτή της Γαλλικής Ταινιοθήκης Ανρί Λανγκλουά. Κινηματογράφησε και συμμετείχε σε ταινίες ντοκυμαντέρ. Υπήρξε κριτικός κινηματογράφου σε περιοδικά, εφημερίδες, στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση («Κινηματογραφική λέσχη» της ΕΡΤ).

Μεγάλωσα στο κέντρο της Αθήνας, στην οδό Θεμιστοκλέους, ανάμεσα στην πλατεία Κάνιγγος και στα Εξάρχεια. Ο πατέρας μου ήταν οδοντίατρος και η κατοικία μας, σε πολυκατοικία, συστεγαζόταν με το ιατρείο του. Ηταν τρυφερός άνθρωπος και καλλιτέχνης στην ψυχή – είχε μάλιστα σπουδάσει ηθοποιός μαζί με τον Ροντήρη! Η μητέρα μου, που προερχόταν από παλιό κοτζαμπάσικο σόι, ήταν αντίθετα ισχυρός χαρακτήρας με αμετακίνητες απόψεις. Και οι δύο είχαν ήθος και μπέσα, που πιστεύω πως μου μετέδωσαν. Τέχνη και ορθολογισμός συνδυάστηκαν στην προσωπικότητά μου.

Η γενιά μου έζησε δύσκολα παιδικά χρόνια. Πόλεμος, Κατοχή, πείνα του ’41, αδελφοκτόνο κίνημα του Δεκέμβρη του ’44. Την παιδική μου ηλικία συνοδεύουν εικόνες τρομερές και άγρια βιώματα. Θυμάμαι τη μητέρα μου να με τραβάει για να μη δω κάποιον που, πρησμένος από την πείνα, ψυχορραγούσε στη Σταδίου, τους νεκρούς στοιβαγμένους στο χειραμάξιο του δήμου, τον άγγλο στρατιώτη με χυμένα μυαλά να αργοσαλεύουν, ακριβώς κάτω από το παράθυρό μας. Οπως βλέπουμε στο σινεμά, τα παιδιά τότε ζούσαμε «φυσιολογικά», ανάμεσα σε ασύλληπτους κινδύνους.

Θυμάμαι όταν ήμουν τεσσάρων ετών με είχαν πάρει τα μεγαλύτερα ξαδέλφια μου, κρυφά, σε θερινό σινεμά στην Αιδηψό, ενώ έπρεπε να κοιμάμαι. Η ταινία που προβαλλόταν ήταν «Οι λογχοφόροι της Βεγγάλης», του Χάθαγουεϊ, με τον Γκάρι Κούπερ – εξωτική περιπέτεια στις Ινδίες, Χόλιγουντ. Ο μύθος είναι ένας από τους μαστούς του σινεμά. Οι άλλοι, ο ερωτισμός ως σχεδόν απτή πραγματικότητα και ως άπιαστο όνειρο μαζί, η κατάδυση στον εαυτό μας, η υπαρξιακή αυτογνωσία, η συνείδηση του άλλου, του κόσμου, της Ιστορίας.

Στο Παρίσι δεν σπούδασα κυριολεκτικά. Διατρέχοντας τυπικά τη Νομική, βυθίστηκα στο σύμπαν του κινηματογράφου και πήγα «προπονημένος» στο Παρίσι. Οπως είπε η Λότε Αϊσνερ στον Ανρί Λανγκλουά: «Αυτός ο νεαρός έχει μελετήσει τα πάντα χωρίς να έχει δει τις ταινίες». Η πρακτική που έκανα δίπλα σε αυτό το «ιερό τέρας» με βύθισε μέσα στον ωκεανό των προβολών και των εξημμένων συζητήσεων. Το Παρίσι τότε έσφυζε από πνευματική ζωή. Κινηματογραφικές λέσχες παντού και πλήθος από μικρές αίθουσες ρεπερτορίου διαμόρφωναν ένα νέο κοινό σινεφίλ, που απαιτούσε έναν κινηματογράφο πιο ελεύθερο και αντικομφορμιστικό, τόσο κοινωνικά όσο και αισθητικά. Η νουβέλ βαγκ συνυπήρχε με το περιοδικό «Cahiers du Cinema». Και γύρω λειτουργούσε εναυσματικά η λογοτεχνία, στο θέατρο θριάμβευαν ο Ζενέ, ο Μπέκετ, ο Ιονέσκο και η σκέψη πραγματοποιούσε τα άλματα που μας τρέφουν ακόμη: Μπαρτ, Φουκό, Λακάν, Ντεριντά.

Ο παράγοντας τύχη σίγουρα υπάρχει, αλλά δεν μπόρεσα ποτέ να διακρίνω τις «καλές» ή «κακές» επιλογές της, και έτσι δεν στηρίχτηκα ποτέ πάνω της. Δεν ξέρω να παίζω χαρτιά, ρουλέτα ή Προ-Πο, δεν αγοράζω λαχεία.

Το καλό φιλμ είναι ζωντανό, σαν ένας άνθρωπος. Ας μην ξεχνάμε πως είναι φτιαγμένο από όνειρο και πραγματικότητα. Και – τι παράξενο – από πραγματικότητα που μοιάζει με όνειρο και από όνειρο που μοιάζει απόλυτα πραγματικό.

Ημουν πάντα κινητικός και παρορμητικός, συχνά αψίκορος. Εχω ασκηθεί και εξαντληθεί σε λεκτικές κοκορομαχίες – πνευματικές, πολιτικές, ερωτικές. Με το πέρασμα των χρόνων όμως κάποια ωρίμανση αλλά και η έκπτωση της ηλικίας με οδήγησαν σε πιο συγκρατημένη και μακροσκοπική θεώρηση των πραγμάτων.

Αυτό που εκτιμώ περισσότερο στους ανθρώπους είναι ίσως η αριστοτέλεια «μεσότητα», το μέτρο ανάμεσα στις ακραίες αντιθέσεις, ορμές και εντάσεις, που χαρακτηρίζουν το αντιφατικό πλάσμα άνθρωπος.

Οι ρόλοι που υιοθετούμε στη ζωήτου πατέρα, του παππού, του εραστή ή του συζύγουδεν μαθαίνονται ποτέ όσο απαιτείται. Ολα αλλάζουν συνεχώς και ο συντονισμός είναι πολύ δύσκολος. Μόνη γραμμή πλεύσης η συνεχής προσπάθεια κατανόησης, με οδηγό την αγάπη.

Εκτός από το σινεμά, μεγάλη αγάπη μου υπήρξε το ταξίδι, με όλες τις συνισταμένες του: η διαδρομή, η ανακάλυψη, το φυσικό και το οικιστικό περιβάλλον, οι άνθρωποι, «τα μνημεία» της τέχνης.

Μέσα στο υπέροχο και τρομερό ρεύμα του ποταμού της ζωής παλεύουμε συνεχώς να κρατήσουμε αβύθιστο το φτωχό μας πλοιάριο. Καταφεύγουμε σε λύσεις εκ των ενόντων, πραγματοποιούμε κινήσεις με ελπίδα ή απελπισία, εύστοχες στο όριο του αστόχου. `Η, αλλιώς, ανοίγουμε διαδοχικά παράθυρα, αναπνέουμε το δροσερό αεράκι της εξοχής και το φως και πάλι βρισκόμαστε έγκλειστοι στον κύβο-δωμάτιο και ούτω καθεξής. Μας διασώζουν η απροσδιοριστία και η τρέλα της γλώσσας, των εικόνων – και του σινεμά – της τελικά αινιγματικής ύπαρξής μας.

Η ζωή μου είναι ήδη μακρά και ποικίλη και τη διέτρεξα υγιής. Εμαθα να μην αγωνιώ για την ευμάρεια και το χρήμα – έχω περάσει ημέρες πενίας, χωρίς δυστυχία. Μότο μου υπήρξε πάντα: «Τα πιο ωραία πράγματα στη ζωή είναι δωρεάν». Κατά κάποιον τρόπο, αισθάνομαι «γεμάτος» από τη ζωή. Ο άνθρωπος όμως είναι ατελής και απόλυτος. Αθελά του τα ζητάει όλα.

Δημοσιεύτηκε στο BHMAMEN, τεύχος 56, σελ. 114-115, Νοέμβριος 2010.