Σε δραματική μείωση των μέσων αμοιβών των εργαζομένων κατά 4,4% και επιστροφή στα επίπεδα του 2004 με έκρηξη της ανεργίας, η οποία θα φθάσει στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 50 ετών, οδηγεί η οικονομική κρίση τους έλληνες εργαζομένους, ενώ με την εφαρμογή του μνημονίου αποδομούνται οι εργασιακές σχέσεις που «χτίστηκαν» σταδιακά τη μεταπολεμική και μεταπολιτευτική περίοδο και ανατρέπεται το κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα.

Πρόκειται για τα βασικά συμπεράσματα της έκθεσης του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για την «ελληνική οικονομία και την απασχόληση», η οποία θα παρουσιασθεί σήμερα από τους επιστημονικούς συνεργάτες και τη συνδικαλιστική ηγεσία της οργάνωσης. Οπως αναφέρεται, από το 2009 οι άνεργοι αυξήθηκαν κατά 175.000 άτομα ενώ το ποσοστό της πραγματικής ανεργίας θα υπερβεί το 20% (ένα εκατομμύριο άτομα), φθάνοντας στα υψηλότερα επίπεδα της πεντηκονταετίας.

Οι μέσες πραγματικές αποδοχές των Ελλήνων θα πέσουν από το 82,5% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ενωσης των 15 κρατών-μελών στο 78%. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι θα οπισθοχωρήσουν κατά μία πενταετία και θα φθάσουν στο επίπεδο των ετών 2004-2007. Στην έκθεση υπογραμμίζεται ότι «το επίπεδο σύγκλισης της ελληνικής οικονομίας με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης στις τιμές καταναλωτή είναι 94% (ακριβή χώρα), η παραγωγικότητα της εργασίας είναι 92% (χώρα πολλών ωρών και έντασης εργασίας) και οι μισθοί είναι 82%, το επίπεδο των οποίων συμπαρασύρει και το επίπεδο των συντάξεων».

Η επίσημη ανεργία προβλέπεται να φθάσει το 2011 στο 14,3% (ΟΟΣΑ), ενώ το Ινστιτούτο εκτιμά ότι η πραγματική ανεργία θα υπερβεί το 20% και οι άνεργοι το ένα εκατομμύριο άτομα, το οποίο αποτελεί ρεκόρ πεντηκονταετίας.

Αναλυτικά τα κυριότερα σημεία της έρευνας του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ είναι τα εξής:

1 Τα κύρια χαρακτηριστικά της οικονομικής κρίσης και ύφεσης στην Ελλάδα δεν είναι μόνο το δημόσιο έλλειμμα, το δημόσιο χρέος και το εξωτερικό έλλειμμα. Επιπλέον είναι η έντονη ανισοκατανομή του εισοδήματος, η υψηλή ανεργία, η τεχνολογική και καινοτομική υποβάθμιση της παραγωγικής βάσης της χώρας και η απαξίωση των γνώσεων και των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού.

2 Η πολιτική συρρίκνωσης της οικονομικής δραστηριότητας, των εισοδηματικών και κοινωνικών δικαιωμάτων που απορρέει από το μνημόνιο (κυβέρνηση, ΔΝΤ, ΕΚΤ, Ευρωπαϊκή Επιτροπή) για την ενεργοποίηση του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας παρατείνει την ύφεση και δεν προβλέπεται να έχει αποτρεπτικά αποτελέσματα σε σχέση με τη διαχείριση του δημόσιου χρέους, ενώ η εφαρμοζόμενη πολιτική για τη δημοσιονομική προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας έχει εισέλθει σε τροχιά αυτοϋπονόμευσης.

3 Το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας απαιτείται να αξιολογηθεί με όρους αναδιανεμητικούς, ως αναπτυξιακό και κοινωνικό, με την έννοια της κατάρρευσης του υπάρχοντος αναπτυξιακού μοντέλου.

4 Η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και η αποτροπή της όξυνσης της κρίσης δανεισμού, χρέους και ανεργίας προϋποθέτουν τον ριζικό αναπροσανατολισμό της αναπτυξιακής και οικονομικής πολιτικής.

5 Το ποσοστό ανεργίας θα αυξηθεί, ο πληθωρισμός στις περισσότερες χώρες κινείται σε χαμηλά επίπεδα, τα δημόσια ελλείμματα θα μειωθούν δύσκολα και θα ευνοούν τα υψηλά επιτόκια, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου δεν θα έχουν κανέναν λόγο να αυξηθούν, η συνολική ζήτηση θα συνεχίσει την πτωτική της πορεία, οι επιχειρήσεις θα επιδιώκουν τη μείωση των ονομαστικών αποδοχών, η οποία θα επηρεάσει πτωτικά τη ζήτηση, και θα υποβαθμίζεται σταδιακά το παραγωγικό σύστημα και το εργατικό δυναμικό.

6 Η ελληνική οικονομία, μετά την επιβράδυνση της τετραετίας 2005-2008 και την υποχώρηση του ΑΕΠ κατά 4% το 2009, βρίσκεται πλέον σε βαθιά ύφεση.

7 Ο ρυθμός μεταβολής των εγχώριων τιμών σε μέση ετήσια βάση ανήλθε το 2009 σε 1% έναντι 3,5% το 2008. Κατά τη διάρκεια του 2010 αναμένεται να αυξηθεί και να ανέλθει σε 3% για το σύνολο του έτους.

8 Η συρρίκνωση του όγκου της ιδιωτικής κατανάλωσης αναμένεται να συνεχιστεί το 2011 κατά 2,4%.

9 Οι μέσες πραγματικές αποδοχές ανά απασχολούμενο στην Ελλάδα αναμένεται να μειωθούν κατά 4,4% το 2010 μετά την αύξηση 4,2% το 2009 και 1,1% το 2008. Η σωρευτική αύξηση των μέσων πραγματικών αποδοχών επί σειρά ετών είχε οδηγήσει την αγοραστική δύναμη των μέσων αποδοχών σε επίπεδα 20% περίπου, ανώτερα σε σύγκριση με το έτος 1999. Το ένα τέταρτο αυτής της προόδου που είχε συντελεσθεί κατά τη διάρκεια μιας δεκαετίας εκτιμάται ότι θα αναιρεθεί εντός της διετίας 2010-2011.

10 Η αύξηση των μέσων πραγματικών αποδοχών ανά απασχολούμενο ως το 2009 είχε ως αποτέλεσμα τη σύγκλιση των αμοιβών στην Ελλάδα έναντι του αντίστοιχου μέσου όρου της ΕΕ των «15» κατά 0,7% ετησίως. Ετσι, από 70% τη δεκαετία του 1990 έφθασε στο 82,5% το 2009. Τη διετία 2010-2011 η ανοδική πορεία της σύγκλισης των αποδοχών θα ανακοπεί και ο δείκτης αναμένεται να μειωθεί από το 82,5% του μέσου όρου της ΕΕ των «15» στο 78%, οπισθοχωρώντας κατά μία πενταετία και φθάνοντας στο επίπεδο των ετών 2004-2007.

11 Ο κατώτατος μηνιαίος μισθός σε ευρώ στην Ελλάδα συνεχίζει να υστερεί έναντι των κατώτατων μισθών των πλουσιότερων χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης (στις οποίες ισχύει ο κατώτατος μισθός σε εθνικό επίπεδο) και ανέρχεται περίπου στο 60% του αντίστοιχου κατώτατου μισθού της πρώτης κατηγορίας χωρών (Αγγλία, Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Ιρλανδία και Λουξεμβούργο), ενώ βρίσκεται σε ευνοϊκότερη θέση έναντι του αντίστοιχου κατώτατου μισθού των χωρών της δεύτερης κατηγορίας χωρών (Πορτογαλία, Σλοβενία, Μάλτα, Ισπανία). 12 Το 2009 το ποσοστό ανεργίας διαμορφώθηκε από 7,6% (2008) σε 9,4% του εργατικού δυναμικού της χώρας και οι άνεργοι ανέρχονταν σε 442.000 άτομα, ενώ η αντίστοιχη αύξηση στην Ευρωπαϊκή Ενωση διαμορφώθηκε από 7,1% (2008) στο 8,9% (2009). Το ποσοστό ανεργίας προβλέπεται (Ευρωπαϊκή Επιτροπή) να αυξηθεί σε 12% το 2010 και σε 13,2% το 2011. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΟΟΣΑ, το ποσοστό ανεργίας θα αυξηθεί σε 12,1% το 2010 και σε 14,3% το 2011. Η αύξηση της ανεργίας το 2009 προήλθε από τη μείωση της απασχόλησης κατά 1,2% αλλά και από την αύξηση κατά 0,8% του εργατικού δυναμικού της χώρας. Ετσι, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, την τριετία 2009-2011 θα έχουν χαθεί σωρευτικά 175.000 θέσεις εργασίας και ο αριθμός των απασχολουμένων θα έχει υποχωρήσει κατά μία πενταετία, δηλαδή θα έχει επανέλθει στα επίπεδα του 2006.