Μίλησα στην προηγούμενη επιφυλλίδα μου (17 Μαΐου 2009) για τις προϋποθέσεις και σήμερα θα ήθελα να εξετάσω τα θετικά και τα αρνητικά της αξιολόγησης. Μία από τις θετικές επενέργειες της αξιολόγησης είναι το ότι αναγκάζει τις εκπαιδευτικές μονάδες ή τα πανεπιστημιακά τμήματα να λειτουργούν συλλογικά και να προβάλλουν ένα πρόσωπο συντονισμένης διδακτικής δράσης και ερευνητικής δραστηριότητας. Αυτό είναι πολύ σημαντικό για το ελληνικό πανεπιστημιακό σύστημα που είναι κατ΄ εξοχήν ατομοκεντρικό. Σε μια σωστή αξιολόγηση δεν κρίνονται άτομα αλλά σύνολα.

Δεν αρκεί δηλαδή ένα τμήμα να έχει κάποιους διαπρεπείς επιστήμονες, αλλά αν και κατά πόσο αυτοί συμβάλλουν στο συλλογικό προφίλ του τμήματος και σε ένα οργανωμένο πρόγραμμα ερευνητικής στρατηγικής του. Η αποτυχία ενός συναδέλφου να προαχθεί ή να έχει αξιόλογο ερευνητικό έργο συνήθως εισπράττεται στην Ελλάδα ως προσωπικό πρόβλημα αλλά σε μια αξιολόγηση θα έχει αντίκτυπο σε όλη την εικόνα του τμήματος. Για τούτο μια αξιολόγηση κρίνεται πετυχημένη όταν αναγκάζει τους πανεπιστημιακούς και τους τομείς τους να λειτουργούν περισσότερο συλλογικά.

Το επιχείρημα που προβάλλουν αρκετοί ότι οι περισσότεροι πανεπιστημιακοί υφίστανται έτσι κι αλλιώς αξιολόγηση λόγω της συμμετοχής τους σε ευρωπαϊκά προγράμματα ή όταν κρίνονται για προαγωγή δείχνει το πόσο στρεβλά αντιμετωπίζεται η αξιολόγηση στην Ελλάδα. Ενα τέτοιο σκεπτικό παραβλέπει ότι σε μια αξιολόγηση δεν κρίνονται ατομικές επιδόσεις αλλά τμήματα. Με αυτή τη λογική σε κανένα ξένο πανεπιστήμιο δεν θα έπρεπε να γίνεται αξιολόγηση γιατί και οι καθηγητές αυτών των ιδρυμάτων υποβάλλουν αιτήσεις για ευρωπαϊκά προγράμματα ή προαγωγή.

Μια αποτελεσματική αξιολόγηση προϋποθέτει επίσης καλή γραμματειακή υποστήριξη γιατί απαιτούνται στατιστικές επίδοσης των φοιτητών ανά μάθημα και ανά τμήμα σε βάθος χρόνου για να επισημανθούν και να ερευνηθούν υψηλά ποσοστά επιτυχίας ή αποτυχίας. Απαιτούνται επίσης εκθέσεις προόδου για κάθε μεταπτυχιακό φοιτητή ανά εξάμηνο κτλ. Θεωρητικά λοιπόν μια αξιολόγηση μπορεί να οδηγήσει στην καλύτερη μηχανοργάνωση των εκπαιδευτικών μονάδων αλλά το κόστος της μηχανοργάνωσης μπορεί να απορροφήσει πόρους οι οποίοι ενδεχομένως να κατευθύνονταν στη διδασκαλία ή και στην έρευνα.

Οι αξιολογήσεις ωστόσο μπορεί να έχουν και αρνητικές επιπτώσεις γιατί ενίοτε δίνουν έμφαση σε ιεραρχήσεις, αριθμούς, στατιστικές και όχι στην ουσία. Και αυτό δεν αφορά μόνο την εκπαίδευση αλλά και την Υγεία. Σε κάποια βρετανικά νοσοκομεία η προσπάθεια της διοίκησής τους να βελτιώσει τους στατιστικούς δείκτες έφερε τα αντίθετα αποτελέσματα και οδήγησε σε υποβάθμιση της περίθαλψης των ασθενών, ενώ οι αριθμοί ευημερούσαν. Οι αξιολογήσεις δηλαδή μπορεί να προκαλέσουν στατιστική ιδεοληψία ή άγονο ανταγωνισμό εις βάρος της ποιότητας. Επίσης τα ερωτηματολόγια τα οποία καλούνται να συμπληρώσουν οι φοιτητές μπορεί να οδηγήσουν είτε σε φαινόμενα συναλλαγής είτε σε εικονικά αποτελέσματα και για τούτο είναι καλύτερα η ομάδα αξιολόγησης να συνομιλεί και απευθείας με τους φοιτητές, ελέγχοντας την αξιοπιστία των απόψεών τους αλλά και θέτοντάς τους διερευνητικά ερωτήματα.

Ορισμένοι πανηγύρισαν πέρυσι το γεγονός ότι το Πανεπιστήμιο Αθηνών κατετάγη στη διακοσιοστή θέση των πανεπιστημίων όλου του κόσμου. Δεν πρόσεξαν όμως ότι από τα έξι κριτήρια εκείνο που ανέβασε το Πανεπιστήμιο Αθηνών στον πίνακα ήταν η βαθμολογία των ξένων φοιτητών (Ιnternational Students Score), η οποία ήταν 92, σημαντικά υψηλότερη από τα δύο πρώτα πανεπιστήμια στη λίστα (Ηarvard 81 και Υale 71). Ενώ στο Ιnternational Staff Score το Πανεπιστήμιο Αθηνών δεν έχει βαθμολογία, από τους ξένους φοιτητές παίρνει σχεδόν άριστα. Κρίνοντας, όμως, από τις απόψεις ευρωπαίων φοιτητών που σπουδάζουν στην Αθήνα με το πρόγραμμα «Ερασμος» και των οποίων οι απόψεις δημοσιεύονται κατά καιρούς στον Τύπο, τέτοιο υψηλό σκορ μάλλον δεν δικαιολογείται. Αν αυτή η διεθνής αξιολόγηση προκαλεί αμφιβολίες, η δημιουργία της ευρωπαϊκής λίστας των έγκριτων περιοδικών για τις ανθρωπιστικές επιστήμες (Εuropean Reference Ιndex for the Ηumanities) θα δημιουργήσει άλλου είδους προβλήματα.

Σε αυτόν τον Ιndex συμπεριλαμβάνονται λίγα ελληνικά περιοδικά και επομένως όποια επιστημονική εργασία δημοσιεύεται σε περιοδικό που δεν καταγράφεται σε αυτόν τον κατάλογο ως έγκριτο δεν θα λαμβάνεται υπόψη σε διεθνείς αξιολογήσεις. Τα περιοδικά επίσης χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες (Α, Β και C) ανάλογα με τη διεθνή τους απήχηση και το επιστημονικό τους κύρος. Στον Ιndex, για παράδειγμα, δεν είδα να αναφέρεται καμιά επιστημονική επετηρίδα ελληνικού Πανεπιστημίου, οπότε όποια μελέτη δημοσιεύεται σε επετηρίδα, ακόμη και σε ξένη γλώσσα, δεν θα λαμβάνεται υπόψη. Αν και ο Ιndex προκάλεσε πολλές αντιδράσεις και συζητήσεις, δείχνει προς τα πού οδεύει η αξιολόγηση σε διεθνές επίπεδο και πώς οι πρακτικές των θετικών επιστημών επηρεάζουν τις ανθρωπιστικές. Ολα τα παραπάνω πιστεύω να δείχνουν το πόσο περίπλοκη είναι η υπόθεση της αξιολόγησης. Η Ελλάδα, εισερχόμενη στη διαδικασία της αξιολόγησης καθυστερημένα, μπορεί να επωφεληθεί από την εμπειρία άλλων χωρών, απαιτούνται όμως συγκεκριμένοι στόχοι και σοβαρός προγραμματισμός για να αποδώσει η όποια αξιολόγηση. Αλλιώς θα γίνεται λόγος γενικά για αξιολογήσεις χωρίς κάποια θετικά αποτελέσματα ή βήματα βελτίωσης.

Ο κ. Δημήτρης Τζιόβας είναι καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Βirmingham της Αγγλίας.