Τον Μάιο του 2007, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), το μέσο σταθερό επιτόκιο στεγαστικών δανείων στην Ελλάδα ήταν 4,30% και το μέσο κυμαινόμενο 4,46%. Την ίδια εποχή το μέσο σταθερό επιτόκιο στεγαστικών δανείων στη ζώνη του ευρώ ήταν 4,80% και το μέσο κυμαινόμενο 4,88%.
Εναν χρόνο αργότερα, τον Μάιο του 2008 (τελευταία διαθέσιμα στοιχεία), το μέσο σταθερό επιτόκιο στεγαστικών δανείων στην Ελλάδα ήταν 4,30% και το μέσο κυμαινόμενο 4,94%, ενώ στη ζώνη του ευρώ τα αντίστοιχα επιτόκια ήταν 4,96% και 5,33%.
Δηλαδή, παρά την κρίση, οι ελληνικές τράπεζες είχαν κρατήσει αμετάβλητα τα σταθερά επιτόκια και είχαν αυξήσει κατά 0,48 της μονάδας τα κυμαινόμενα, ενώ στη ζώνη του ευρώ τα σταθερά αυξήθηκαν κατά 0,16 της μονάδας και τα κυμαινόμενα κατά 0,45 της μονάδας.
Το ίδιο χρονικό διάστημα, όμως, οι ελληνικές τράπεζες έχουν αυξήσει σημαντικά τα επιτόκια καταθέσεων. Από 3,74% τον Μάιο του 2007, το μέσο επιτόκιο αυξήθηκε κατά μία μονάδα τον Μάιο του 2008 σε 4,74%. Αντίστοιχα το μέσο επιτόκιο καταθέσεων στη ζώνη του ευρώ αυξήθηκε μόνο κατά 0,70 της μονάδας, από 3,62% σε 4,32%.
Στα στεγαστικά δάνεια, λοιπόν, ο ανταγωνισμός των ελλήνων τραπεζιτών τούς ανάγκασε να αυξήσουν λιγότερο τα επιτόκια απ΄ ό,τι οι συνάδελφοί τους στην ευρωζώνη, ενώ την ίδια στιγμή προσφέρουν υψηλότερα επιτόκια στις καταθέσεις εξαιτίας της δυσκολότερης (κυρίως λόγω μεγέθους) πρόσβασης στις αγορές χρήματος σε σχέση με τους ευρωπαίους τραπεζίτες.
Η στρέβλωση αυτή στη στεγαστική πίστη εκτιμάται ότι δεν μπορεί να συνεχιστεί. Οσο η διεθνής πιστωτική κρίση βαθαίνει οι ελληνικές τράπεζες εκ των πραγμάτων θα αναγκαστούν να εξορθολογίσουν την τιμολογιακή πολιτική τους.
Για παράδειγμα, η Citibank πήρε μήνυμα από τα κεντρικά να κάνει πίσω στα στεγαστικά και σταμάτησε την επιθετική πολιτική. Δεν έχει νόημα μια τράπεζα να πληρώνει 4,74% για να αντλήσει καταθέσεις και να χορηγεί στεγαστικά δάνεια με 4,30% σταθερό ή 4,94% κυμαινόμενο επιτόκιο, προσδοκώντας ότι σε βάθος χρόνου (τα στεγαστικά είναι μια μακροχρόνια σχέση του πελάτη με την τράπεζα) θα έχει κέρδος. Βεβαίως οι τράπεζες βγάζουν χρήματα από τα καταναλωτικά, τις πιστωτικές κάρτες και άλλες εργασίες, στις οποίες η διαφορά μεταξύ επιτοκίων χορηγήσεων και καταθέσεων είναι 3,4 ή περισσότερες μονάδες.
Οι τραπεζίτες, όμως, ενδιαφέρονται πρώτα απ΄ όλα για τους μετόχους τους. Δεν μπορούν να αιμορραγούν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ετσι, ήδη στα στεγαστικά έχουν αρχίσει να αυξάνουν τα περιθώρια με τα οποία επιβαρύνονται τα βασικά επιτόκια, να επαναφέρουν διάφορα έξοδα που είχε καταργήσει ο ανταγωνισμός και παράλληλα να κάνουν αυστηρότερα τα κριτήρια δανεισμού (π.χ., χαμηλότερη σχέση δανείου προς αξία ακινήτου κ.ά.) Ολα αυτά μοιραία θα οδηγήσουν στην αναθεώρηση των φιλόδοξων business plans και στην επιβράδυνση των υψηλών ρυθμών αύξησης της κερδοφορίας, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να είναι σημαντική.



