Στην εποχή του Οθωνα, οι διατρέχοντες την αφιλόξενη και ρημαγμένη τότε ελληνική επικράτεια Βαυαροί δεν άντεχαν χωρίς την μπίρα τους. Τις εκστρατείες του βασιλέως συνόδευε πάντα ειδικευμένος ζυθοποιός. Κατά σύμπτωση έφερε το όνομα Fix.


Για τις καλές υπηρεσίες που προσέφερε στον Οθωνα αποζημιώθηκε δεόντως. Εξασφάλισε το προνόμιο της αποκλειστικής παραγωγής και διάθεσης μπίρας στην Ελλάδα.


Ετσι οι Ελληνες με αυτή την επωνυμία, με την επωνυμία Fix, γνώρισαν την μπίρα.


Με τον καιρό μπίρα και Fix έγιναν ένα πράγμα, ταυτόσημα αγαθά. Αργότερα η εν λόγω οικογένεια προσέφερε και άλλα σήματα, όπως την μπίρα Alfa και σταδιακά κατέκτησε την αγορά των αναψυκτικών, του πάγου και άλλων συγγενών δραστηριοτήτων.


* Το μονοπώλιο


Το προνόμιο του μονοπωλίου διατηρήθηκε για την οικογένεια Φιξ ως το 1963. Με την άρση του προνομίου της αποκλειστικής παραγωγής και διάθεσης και την απελευθέρωση της αγοράς ιδρύεται η Αθηναϊκή Ζυθοποιία. Ενας έλληνας επενδυτής από το Σουδάν συνεργάζεται με την ολλανδική οικογένεια Χάινεκεν και αποκτά δικαιώματα παραγωγής και διάθεσης της μπίρας Amstel (από το όνομα του ποταμού που διασχίζει το Αμστερνταμ). Δημιουργεί στη συνέχεια ένα μικρό ζυθοποιείο στη λεωφόρο Κηφισού και προσπαθεί να εισέλθει στην αγορά.


Συναντά πάμπολλα εμπόδια, η οικογένεια Φιξ αντιστέκεται με όλα τα μέσα. Κινητοποιεί την πολιτική, χρησιμοποιεί τεχνάσματα, ασκεί πιέσεις, επιβάλλει ακόμη και απαγορεύσεις. Οι παλαιότεροι των κοινοβουλευτικών συντακτών θυμούνται στα μέσα του 1964 τον Κάρολο Φιξ περιφερόμενο στο Περιστύλιο να διακινεί μεταξύ των βουλευτών υλικό για τα λιποβαρή μπουκάλια της Amstel και να απαιτεί την απαγόρευση της κυκλοφορίας της. Θα το επιτύχει για λίγους μήνες και η συγκεκριμένη μπίρα δεν θα καταφέρνει για χρόνια να κερδίσει μερίδιο στην αγορά.


Στη διάρκεια της χούντας οι συνταγματάρχες, στην προσπάθειά τους να φέρουν επενδύσεις, προσφέρουν ισχυρά κίνητρα και έτσι αρχές του 1970 ιδρύεται η Henninger Hellas, η οποία κατασκευάζει τρία ζυθοποιία, στο Ηράκλειο Κρήτης, στην Αταλάντη και στη Θεσσαλονίκη.


Παράγει την ομώνυμη μπίρα της Φραγκφούρτης και την Keiser, σαρώνοντας στην κυριολεξία την αγορά, με αποτέλεσμα να πιέζονται αφόρητα, πρώτα απ’ όλα η μπίρα Fix και δευτερευόντως η Amstel, η οποία δεν έχει ακόμη καταφέρει να κερδίσει σημαντικό μερίδιο στην αναπτυσσόμενη ελληνική αγορά.


* Η άφιξη Κουμάνταρου


Με τη μεταπολίτευση ο ομογενής εξ Αμερικής Κουμάνταρος κατασκευάζει στην Πάτρα το μεγαλύτερο ζυθοποιείο των Βαλκανίων με τη Lowenbrau Μονάχου. Καταφέρνει εντυπωσιακή διείσδυση στην αγορά, δαπανά αστρονομικά ποσά για τη δημιουργία δικτύου διανομής και είναι αυτός που συγκροτεί τον υπάρχοντα σήμερα μηχανισμό διακίνησης μπίρας και αναψυκτικών στην ελληνική επικράτεια. Ταυτόχρονα δημιουργεί και την Aloucanco, μια μονάδα παραγωγής αλουμινένιων κουτιών. Σχεδόν ταυτόχρονα η εξ Αφρικής ομογενειακή οικογένεια Κατσιάπη χτίζει στην Αταλάντη νέο ζυθοποιείο συνεργαζόμενη με τη δανέζικη Karlsberg.


Συνέπεσε εκείνη η έκρηξη επενδύσεων στον τομέα της μπίρας με τη δεύτερη πετρελαϊκή κρίση και με την έναρξη της διαδικασίας προβληματικοποίησης των ελληνικών επιχειρήσεων. Κοντά στο 1980, λίγο πριν από την άνοδο του ΠαΣοΚ στην εξουσία, οι απεργίες δίνουν και παίρνουν, ο δανεισμός με ρήτρες συναλλάγματος εξουθενώνει τις επιχειρήσεις, όσοι δεν είναι σε θέση να ελέγξουν βασικά στοιχεία κόστους οδεύουν στην πτώχευση.


Εκείνες τις χρονιές η οικογένεια Φιξ θα βγει εκτός παιχνιδιού και αργότερα θα πτωχεύσει. Σχεδόν ταυτοχρόνως η Lowenbrau του Κουμάνταρου θα βρεθεί αντιμέτωπη με τον απεργιακό παραλογισμό και κάτω από συνθήκες κρίσης και αφόρητης πίεσης θα πουλήσει το εργοστάσιο της Πάτρας στην Αθηναϊκή Ζυθοποιία.


* Η αρχή της ηγεμονίας


Σε εκείνη τη συγκυρία, του μεγάλου ανοίγματος αλλά και της προβληματικοποίησης της αγοράς, η Αθηναϊκή Ζυθοποιία της ολλανδικής οικογενείας Χάινεκεν θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ηγεμονίας στην ελληνική αγορά μπίρας.


Το 1981, ταυτόχρονα με τη νίκη του ΠαΣοΚ, διατηρώντας το σήμα της Amstel λανσάρει ευφυώς την «πράσινη» μπίρα Heineken, χρησιμοποιώντας το επώνυμο των ολλανδών ιδιοκτητών. Είναι άγνωστο αν η πολιτική αλλαγή επέβαλε την κυκλοφορία της «πράσινης» Heineken στην ελληνική αγορά, σε κάθε περίπτωση όμως εκείνη η επιλογή απεδείχθη εμπορικά επιτυχής.


Σχεδόν ταυτόχρονα, ίσως λίγο μετά, η Lowenbrau Μονάχου έχοντας χάσει το εργοστάσιο των Πατρών και θέλοντας να διατηρηθεί στην αγορά αγοράζει το εργοστάσιο Κατσιάπη στην Αταλάντη, διακόπτοντας την παραγωγή της δανέζικης μπίρας Karlsberg.


Εν τω μεταξύ η Αθηναϊκή Ζυθοποιία κερδίζει συνεχώς έδαφος, πιέζοντας αφόρητα τους ανταγωνιστές της. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες η Henninger κλείνει τα εργοστάσιά της στην Αταλάντη και στο Ηράκλειο της Κρήτης και καταλήγει, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, έπειτα από απίθανες απεργιακές κινητοποιήσεις σε καλοκαιρινές περιόδους σε άθλια οικονομική κατάσταση, στα χέρια του Κωνσταντίνου Μπουτάρη, παράγοντας μπίρα με τα σήματα Henninger, Keiser και Kronenburg. Η οικονομική θέση όμως της Henninger Hellas δεν θα βελτιωθεί ούτε και μετά την εξέλιξη αυτή. Θα βρίσκεται σε συνεχή πίεση και κάποια στιγμή θα χρειασθεί την ενίσχυση της Clobal Finace. Υπό συγκεκριμένες συνθήκες, τις οποίες θα περιγράψουμε λεπτομερώς παρακάτω, θα θέσει σε κυκλοφορία την μπίρα Mythos και αργότερα θα εξαγορασθεί από την Scotish & Newcastle.


Εν τω μεταξύ στα μέσα της δεκαετίας του ’90 το μόνο ζυθοποιείο της Lowenbrau στην Αταλάντη δέχεται επίθεση από τη 17Ν με δύο ρουκέτες. Χάνει από εκείνη την επίθεση δύο δεξαμενές ζύμωσης, δηλαδή δύο από τις δέκα μονάδες παραγωγής μπίρας που διέθετε, η θέση της κλονίζεται ακόμη περισσότερο και λίγο μετά παραδίδεται στην Αθηναϊκή Ζυθοποιία, αρχίζοντας να παράγει για λογαριασμό της, κάτι που συνεχίζει να κάνει και σήμερα.


* Ολλανδική κυριαρχία


Είναι η εποχή της απόλυτης κυριαρχίας της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας και της οικογενείας Heineken στην ελληνική αγορά της μπίρας. Από τα βασιλικά προνόμια της οικογένειας Φιξ φθάσαμε στο μονοπώλιο των Ολλανδών. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 οι Ολλανδοί ορίζουν στον μέγιστο βαθμό την αγορά της μπίρας στην Ελλάδα, είναι παραγωγοί, εισαγωγείς και απόλυτοι κυρίαρχοι του δικτύου διανομής.


Κατέχουν πάνω από το 90% της αγοράς, η Ελλάδα είναι το αστέρι τους. Ο τζίρος το 2005 ξεπέρασε τα 376 εκατ. ευρώ και τα προ φόρων κέρδη έφθασαν τα 81 εκατ. ευρώ. Τα καθαρά κέρδη ξεπέρασαν το 2005 τα 60 εκατ. ευρώ, ήταν περίπου 12 εκατ. ευρώ υψηλότερα από τα αντίστοιχα του 2004, παρ’ ότι ο τζίρος υπερέβη μόλις κατά 2 εκατ. ευρώ τον αντίστοιχο του ολυμπιακού έτους.


Στην Ελλάδα πραγματοποιούν το 3,42% των πωλήσεών τους και το 7,94% των κερδών τους!!! Εμφανής η αναντιστοιχία υπέρ των κερδών, ίσως η ισχυρότερη ένδειξη ότι η Heineken πουλάει ακριβά στην Ελλάδα.


Πουθενά αλλού στον κόσμο η οικογένεια Heineken δεν κατέχει αναλογικά τέτοια θέση στην αγορά, ούτε βεβαίως στην Ολλανδία, όπου το μερίδιό της κινείται στα όρια του 50% και συνεχώς αντιμετωπίζει κατηγορίες ότι κινείται σε αγορά με ολιγοπωλιακή συγκρότηση.


Εδώ ζει και βασιλεύει, υπερκερδοφορεί, αξιοποιώντας την απολύτως δεσπόζουσα θέση που κατέχει, χωρίς κανείς να την ενοχλεί.