Σήμερα το βράδυ, θα είναι η έβδομη κατά σειρά νύχτα όπου οι 380.000 κάτοικοι της Καουλούν, της γειτονιάς του κεντρικού Χονγκ Κονγκ, θα μπορέσουν να κοιμηθούν με ηρεμία. Και αύριο το πρωί, όταν θα ξυπνήσουν, θα παραξενευθούν από την ασυνήθιστη ησυχία και τα τζάμια που δεν θα τρίζουν, καθώς αεροσκάφη δεν θα προσγειωθούν στο πιο «διαβόητο» αεροδρόμιο του κόσμου.
Γιατί πριν από μια εβδομάδα, ακριβώς, η «καρδιά» του Χονγκ Κονγκ μετακόμισε από τα ανατολικά στα δυτικά, καθώς έκλεισε το παλαιό αεροδρόμιο Κάι Τακ και άνοιξε το νέο, φουτουριστικό, Τσεκ Λαπ Κοκ. Οχι, όμως, χωρίς προβλήματα. Ιοί στο σύστημα των υπολογιστών προκάλεσαν καθυστερήσεις στις πτήσεις, χάος στις αποσκευές, σύγχυση στη διεκπεραίωση των φορτίων των φορτηγών αεροπλάνων και σφοδρή κριτική από τις τοπικές εφημερίδες που αποκάλεσαν το υπερσύγχρονο αεροδρόμιο «πανάκριβο αντικείμενο γέλωτος».
Τα προβλήματα περιορίζονταν, καθώς η εβδομάδα κυλούσε και οι αρχές του αεροδρομίου ελπίζουν ότι πολύ σύντομα, ίσως και από αύριο, η κατάσταση θα είναι πολύ καλύτερη. Αλλωστε, προσθέτουν, εφόσον το τεράστιο έργο της μετακόμισης από το ένα αεροδρόμιο στο άλλο ολοκληρώθηκε, τα υπόλοιπα είναι απλώς θέμα χρόνου. Αν για τους επιβάτες η κατάσταση βελτιώνεται, για τα εμπορεύματα δεν συμβαίνει το ίδιο. Λόγω των προβλημάτων, η κυριότερη εταιρεία, Hong Kong Air Cargo Terminals, ανακοίνωσε την Παρασκευή ότι διακόπτει σχεδόν όλες τις εργασίες της για οκτώ ημέρες.
Μετά εννέα χρόνια σχεδιασμού, οι 13 τελευταίες ώρες προτού πραγματοποιηθεί η πρώτη πτήση από το Τσεκ Λαπ Κοκ ήταν οι κρισιμότερες. Η κυβέρνηση είχε ονομάσει την όλη επιχείρηση «Η νύχτα» και την είχε επανειλημμένως παρομοιάσει με την απόβαση των Συμμάχων στη Νορμανδία. Και, πραγματικά, ήταν η πιο μεγάλη επιχείρηση μεταφοράς υλικού εν καιρώ ειρήνης. Σαράντα χιλιάδες άτομα και 1.300 φορτηγά επιστρατεύθηκαν για να μεταφέρουν από κυλιόμενες σκάλες περί τα 70.000 σερβίτσια της υπηρεσίας catering. Τα βαρύτερα αντικείμενα φορτώθηκαν σε 16 φορτηγίδες, ενώ 31 αεροπλάνα απογειώθηκαν χωρίς επιβάτες για να προσγειωθούν 30 χιλιόμετρα μακρύτερα.
Οι τελευταίες πτήσεις στο παλαιό αεροδρόμιο ήταν γεμάτες συμβολισμούς: η τελευταία απογείωση ήταν της Cathay Pacific για τη Βρετανία (την πρώην αποικιακή αρχή του Χονγκ Κονγκ), ενώ η τελευταία προσγείωση ήταν της Dragon Air από την Κίνα (στην κυριαρχία της οποίας περιήλθε το Χονγκ Κονγκ πριν από ένα χρόνο). Ο πιλότος της πρώτης, μάλιστα, ο 51χρονος Κιμ Σάρμαν, πραγματοποιούσε την τελευταία πτήση του γιατί μόλις έφθασε στο Λονδίνο βγήκε στη σύνταξη. «Ηταν ένας θαυμάσιος τρόπος για να τελειώσω την καριέρα μου» δήλωσε ο πιλότος αυτός, που υπολογίζει να έχει προσγειωθεί στο Κάι Τακ περίπου 4.000 φορές.
Ενα διόλου ευκαταφρόνητο επίτευγμα, αν σκεφθεί κανείς ότι η Διεθνής Ομοσπονδία Πιλότων αξιολόγησε πρόσφατα το εν λόγω αεροδρόμιο ως «επικίνδυνα ελλιπές». Το Κάι Τακ όμως ήταν ένα «αεροδρόμιο πιλότων», θρυλικό για τις προκλήσεις που παρουσίαζε, ιδιαίτερα όταν ο καιρός ήταν άσχημος. «Πάντα, χαιρόμαστε να προσγειωνόμαστε εκεί, γιατί ήταν μια ευκαιρία να χρησιμοποιήσουμε τις ικανότητές μας», είπε ο Λάρι Ουόλτερς, ο πιλότος που προσγείωσε το τελευταίο αεροπλάνο της United Airlines στο παλαιό αεροδρόμιο. Γιατί η προσέγγιση του Κάι Τακ ήταν από τις λίγες που απαιτούσαν ειδική εκπαίδευση του κυβερνήτη, ο οποίος αποσυνέδεε τον αυτόματο πιλότο και καθοδηγούσε το αεροπλάνο με τα χέρια του.
Σήμερα, το «Μανχάταν της Ασίας» έχει ένα νέο αεροδρόμιο γεμάτο υπερθετικά το μεγαλύτερο του κόσμου και το πιο ακριβό μετά το Κανσάι της Ιαπωνίας , ενώ δεν έλλειψαν και οι συμβολισμοί στο πρώτο αεροπλάνο που προσγειώθηκε σ’ αυτό: ήταν η πτήση Νέα-Υόρκη – Χονγκ Κονγκ της Cathay Pacific, διάρκειας 15 ωρών και 35 λεπτών, η μεγαλύτερη δηλαδή συνεχής εμπορική πτήση στην ιστορία. Αντικατοπτρίζοντας ίσως τις οικονομικές δυσχέρειες της Ασίας, το Boeing 747 ή
ταν μισοάδειο.
Λόγω της κρίσης που πλήττει την Ασία, οι περισσότερες αεροπορικές εταιρείες της περιοχής, έχουν ζημίες, και πολλές αγγίζουν τα όρια της χρεοκοπίας. Το Χονγκ Κονγκ, ειδικότερα, έχει νιώσει την κρίση για τα καλά: ο αριθμός των τουριστών μειώθηκε δραματικά, κυρίως από την Ιαπωνία που ήταν η μεγαλύτερη αγορά του κρατιδίου, και η ελάττωση των αφίξεων κατά 24%, το πρώτο τετράμηνο του 1998, έγινε ιδιαιτέρως αισθητή από τον εθνικό αερομεταφορέα, την Cathay Pacific.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις, προτού προκύψει η κρίση, ο συνολικός αριθμός των επιβατών από και προς το Χονγκ Κονγκ, που έφθανε τα 29 εκατομμύρια ετησίως το 1996, αναμενόταν να φθάσει τα 32 εκατομμύρια τον ερχόμενο χρόνο. Λόγω της κρίσης, όμως, οι αριθμοί όχι μόνο δεν αυξήθηκαν αλλά αναμένεται και ελαφρά πτώση το 1999.
Σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, το κτίσιμο του νέου αεροδρομίου και τα φιλόδοξα έργα υποδομής που το συνόδευσαν προκάλεσαν αύξηση του πληθωρισμού στο Χονγκ Κονγκ, γεγονός που το κατέστησε πιο ακριβό στους τουρίστες. Επιπλέον, το Τσεκ Λαπ Κοκ χρεώνει διογκωμένες τιμές στις αεροπορικές εταιρείες (ως και 60% άνοδο για τα Boeing 747) και είναι το δεύτερο ακριβότερο αεροδρόμιο στον κόσμο, μετά την Ιαπωνία, από απόψεως κόστους για τα αεροπλάνα. Ετσι, ίσως πολλές αερογραμμές προτιμήσουν τα ανταγωνιστικά αεροδρόμια της Μπανγκόκ στην Ταϊλάνδη, της Σινγκαπούρης και της Κουάλα Λουμπούρ στη Μαλαισία.
Η Κουάλα Λουμπούρ άνοιξε το νέο αεροδρόμιό της το οποίο παρεμπιπτόντως παρουσιάζει πολύ σοβαρότερα λειτουργικά προβλήματα από το Τσεκ Λαπ Κοκ μόλις μια εβδομάδα πριν από το Χονγκ Κονγκ, εγείροντας ερωτήματα για τη σκοπιμότητα τόσων νέων αεροδρομίων σε μία περιοχή που πλήττεται από οικονομική κρίση. Αλλά οι αναλυτές των αερομεταφορών ισχυρίζονται ότι οι σύγχρονες αεροπορικές εγκαταστάσεις είναι απαραίτητες για την ανάπτυξη της ηπείρου.
«Τα νέα αεροδρόμια είναι καλοδεχούμενα», είπε ο Τιμ Γκουντγίαρ, από την έδρα της Διεθνούς Ενωσης Αερομεταφορών (ΙΑΤΑ) στη Γενεύη. «Οι αερομεταφορές είναι κρίσιμες για το μέλλον της Ασίας».
Οι περισσότεροι ειδικοί απορρίπτουν τις επικρίσεις ότι τα νέα αεροδρόμια, που αποσκοπούν στο να καταστούν συγκοινωνιακοί κόμβοι της περιοχής, ήταν απερίσκεπτη κίνηση. Οι αερομεταφορές, λένε, είναι πολύ πιο σημαντικές για το εμπόριο στην Ασία απ’ όσο στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, λόγω των μεγάλων αποστάσεων. Αλλωστε, ο μισός πληθυσμός της Γης ζει σε απόσταση το πολύ πέντε ωρών με το αεροπλάνο από το Χονγκ Κονγκ, ενώ το παλαιό αεροδρόμιο ήταν αναγκασμένο να αρνείται 100 περίπου αιτήσεις για προσγείωση-απογείωση την εβδομάδα, λόγω υπερφόρτωσης των αεροδιαδρόμων του.
Παρ’ όλα αυτά, 31 αεροσκάφη την ώρα προσγειώνονταν στο Κάι Τακ και οι κάτοικοι της περιοχής, είχαν συνηθίσει να διακόπτονται οι συζητήσεις τους από τα διερχόμενα αεροπλάνα και είχαν «εθισθεί» στη μυρωδιά της κηροζίνης. Δεκάδες χιλιάδες νοσταλγικοί συγκεντρώθηκαν στις ταράτσες των γύρω σπιτιών για να απαθανατίσουν σε βίντεο, ή φωτογραφίες, κατά την πάγια συνήθεια της Απω Ανατολής, τα τελευταία αεροπλάνα που θα τους ενοχλούσαν. Ορισμένοι μάλιστα «αγόρασαν» τα ειδικά ταξίδια των επιτήδειων πρακτόρων του κρατιδίου, που προσέφεραν αναχώρηση από το Κάι Τακ και επιστροφή μέσω Τσεκ Λαπ Κοκ.
Καθώς διανύεται όμως η δεύτερη εβδομάδα λειτουργίας του νέου αεροδρομίου, το Χονγκ Κονγκ κοιτάει προς το μέλλον: ήδη υπάρχουν σχέδια για την οικιστική αξιοποίηση του χώρου που καταλάμβανε το Κάι Τακ, ενώ οι αναλυτές είναι αισιόδοξοι ότι «το Τσεκ Λαπ Κοκ θα μπορέσει να αντεπεξέλθει σε κάθε πρόβλημα από τη μείωση των επιβατών». Μια πολιτεία χτισμένη πάνω από τη θάλασσα
Ο συνωστισμός, το «φολκλόρ» και ο τρόμος έδωσαν τη θέση τους στην αίγλη, την τεχνολογία και τη λειτουργικότητα το βράδυ της Κυριακής 5 Ιουλίου προς Δευτέρα, καθώς το Χονγκ Κονγκ μετέφερε το διεθνές αεροδρόμιό του 30 χιλιόμετρα μακριά.
Οι επιβάτες των αεροπλάνων, που είχαν προσγειωθεί λίγο νωρίτερα στο παλαιό αεροδρόμιο Κάι Τακ, ήταν οι τελευταίοι που βίωσαν την τρομακτική εμπειρία της προσγείωσης στο κέντρο μιας πόλης. Σε κάθε προσγείωση επί 73 χρόνια, τα δύο λεπτά προτού οι ρόδες ακουμπήσουν με ασφάλεια στον αεροδιάδρομο ήταν, κατά γενική ομολογία, μία τρομακτική εμπειρία: το αεροπλάνο άγγιζε σχεδόν τους ουρανοξύστες και έπαιρνε μια κλειστή δεξιά στροφή που έκοβε την ανάσα των αμύητων. Και μόλις ο πιλότος πατούσε φρένο, ήταν πάντα έκδηλο το αίσθημα της ανακούφισης για το «θαύμα» που είχε συντελεσθεί.
Η προσγείωση στο νέο αεροδρόμιο Τσεκ Λαπ Κοκ, διά χειρός του Βρετανού αρχιτέκτονα Σερ Νόρμαν Φόστερ, είναι μια εντελώς διαφορετική εμπειρία. Από τον αέρα, το κτίριο του αεροδρομίου, που έχει περίπου το σχήμα του γράμματος Υ, μοιάζει με γιγαντιαίο αεροπλάνο «προσγειωμένο» δίπλα στη θάλασσα. Καθώς το αεροσκάφος πλησιάζει, αποκαλύπτεται σταδιακά η θολωτή μεταλλική οροφή με τη διπλή σειρά από τρύπες στην κορυφή κάθε καμπύλης, προκειμένου το φως του ηλίου να εισχωρεί στο εσωτερικό του κτιρίου.
Και τι κτίριο! Μεγάλο σαν πόλη, με δυνατότητα εξυπηρέτησης 35 εκατομμυρίων επιβατών το χρόνο σε πρώτη φάση, ενώ το 2004, όταν λειτουργήσει και το δεύτερο κτίριο, σχήματος Χ, θα μπορεί να εξυπηρετεί 89 εκατομμύρια ταξιδιώτες, ετησίως. Ωστόσο, παρά το μέγεθός του (η αίθουσα αναχωρήσεων είναι μεγαλύτερη από το Στάδιο Ουέμπλεϊ), το κτίριο αυτό των 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων δίνει την εντύπωση ότι είναι έτοιμο να απογειωθεί.
«Οι χώροι είναι ηρωικών διαστάσεων», λέει ο Φόστερ, παρομοιάζοντας το σύνολο με «οριζόντιο καθεδρικό ναό».
Ο Φόστερ εκτέλεσε το έργο με τέτοιο τρόπο ώστε να μην καταπιέζει τους επιβάτες. Πιλότος και ο ίδιος, ήθελε πάση θυσία να αποφύγει την αίσθηση του «κενού χρόνου» που δίνουν τα περισσότερα αεροδρόμια, λόγω της έλλειψης επικοινωνίας με το περιβάλλον. Εν αντιθέσει με το στενόχωρο, χωρίς παράθυρα Κάι Τακ, το νέο Τσεκ Λαπ Κοκ είναι ένας ύμνος προς τον ουρανό, το φως και τον αέρα.
«Σε πολλά αεροδρόμια, η μοναδική αίσθηση πετάγματος στους επιβάτες δημιουργείται από την κλεφτή ματιά που ρίχνουν στο αεροσκάφος καθώς βγαίνουν από τη φυσούνα για να επιβασθούν», λέει ο Φόστερ. «Πρόκειται για μεστή εμπειρία πτήσης».
Τα πελώρια παράθυρα του αεροδρομίου προσφέρουν θέα στη θάλασσα, στα βουνά και στα αεροπλάνα, καθοδηγώντας τους επιβάτες με φυσικό τρόπο προς την έξοδο επιβίβασής τους. «Για να γνωρίζει κανείς πού πηγαίνει, δεν έχει παρά να παρακολουθεί το ταβάνι», λέει ο Φόστερ. «Αν παρακολουθεί τις γραμμές στην αψιδωτή κατασκευή, θα ξέρει πάντοτε πού βρίσκεται παρ’ ότι θα διασχίζει πολλούς διαφορετικούς χώρους».
Ακόμη και τα μαγαζιά, έχει προβλεφθεί να μεταφερθούν στο δυτικό και ανατολικό άκρο για να μην εμποδίζουν τη θέα. Γιατί όταν σχεδίαζε το κτίριο, ο Φόστερ, είχε κατά νου, όπως δήλωσε στη βρετανική εφημερίδα «Independent», «την εμπειρία της χαράς του ταξιδεύειν». Στο Τσεκ Λαπ Κοκ, προσθέτει, οι επιβάτες έχουν διαλλεκτική σχέση με τον εξωτερικό χώρο: καταλαβαίνουν ότι βρίσκονται στο Χονγκ Κονγκ και όχι σε ένα αεροδρόμιο που θα μπορούσε να ήταν οπουδήποτε στον κόσμο.
Το Τσεκ Λαπ Κοκ έχει οκτώ ορόφους, από τους οποίους οι τρεις είναι ανοιχτοί στους επιβάτες. Στο επάνω επίπεδο, γίνεται το τσεκ-ιν και ο έλεγχος διαβατηρίων, στο μεσαίο υπάρχουν τα καταστήματα αφορολογήτων ειδών και οι έξοδοι επιβίβασης και το κάτω είναι χώρος για τις αφίξεις και τις αποσκευές. Η πρόσοψη του αεροδρομίου έχει μήκος 800 μέτρα, ένα «εσωτερικό τρένο» πηγαινοέρχεται στην 1.800 μέτρων «ραχοκοκαλιά» του και, το κυριότερο, πουθενά δεν υπάρχουν διαχωριστικά, ή τοίχοι, για να μην εμποδίζουν τη θέα στα αεροπλάνα.
Παραδόξως, ο Φόστερ εμπνεύσθηκε το σχέδιο του Τσεκ Λαπ Κοκ από μια παλαιά αεροφωτογραφία του σφηνοειδούς αεροδρομίου της Ατλάντα. Οπως είπε, προσπάθησε απλώς να συλλάβει την απλότητα του αεροδρομίου αυτού του 1930 και να επιτύχει «την ίδια απλότητα σε ένα διεθνές αεροδρόμιο».
Για να κτίσει το Τσεκ Λαπ Κοκ, ο Φόστερ μετακίνησε, στην κυριολεξία, βουνά. Πριν από έξι χρόνια, όταν πρωτοπήγε να επιθεωρήσει τον χώρο, το ελικόπτερό του προσγειώθηκε σε ένα λόφο που προεξείχε 115 μέτρα πάνω από τη θάλασσα. Σήμερα, ο λόφος αυτός δεν υπάρχει, ούτε ο διπλανός του. Και οι δύο ισοπεδώθηκαν με τη «βοήθεια» 56.000 τόνων εκρηκτικών , ενώ έγιναν και προσχώσεις στη θάλασσα για την κατασκευή των δύο αεροδιαδρόμων.
Το αεροδρόμιο όμως είναι και ένα επίτευγμα της Μηχανικής, εκτός της Αρχιτεκτονικής. Αποτελεί μέρος εννέα τεράστιων έργων υποδομής που περιλαμβάνουν μια κρεμαστή γέφυρα 1.363 μέτρων, έναν αυτοκινητόδρομο ταχείας κυκλοφορίας και ένα σιδηρόδρομο που, με 130 χιλιόμετρα την ώρα, θα συνδέει εντός 23 λεπτών το αεροδρόμιο με δύο σταθμούς στην πόλη; τον έναν στο κέντρο και τον άλλο στο Καουλούν, όπου θα υπάρχει και η δυνατότητα για τσεκ-ιν των επιβατών.
Το έργο του αρχιτέκτονα έχει πλέον ολοκληρωθεί. Από εδώ και στο εξής αναλαμβάνει το Χονγκ Κονγκ. Εβδομήντα χιλιάδες άτομα θα εργάζονται στο Τσεκ Λαπ Κοκ, κάποιες εκατοντάδες στην παραλαβή, τη μεταφορά και παράδοση των αποσκευών. Γιατί ένα από τα «αξιοθέατα» του αεροδρομίου είναι το τεράστιο από τα μεγαλύτερα στον κόσμο σύστημα ιμάντων για τις βαλίτσες. Οι αρχές του αεροδρομίου υπόσχονται ότι κάθε επιβάτης θα έχει στα χέρια του τα μπαγκάζια του εντός 15 λεπτών (είναι ο χρόνος που έχει υπολογισθεί ότι χρειάζεται κάθε επιβάτης για να περάσει από τον έλεγχο διαβατηρίων και να φθάσει στον χώρο παραλαβής αποσκευών).
Το αρχικό σχέδιο ήταν να χρησιμοποιηθεί το ελεγχόμενο από υπολογιστές σύστημα διεκπεραίωσης αποσκευών που εφαρμόζεται στο νέο αεροδρόμιο του Ντένβερ. Αλλά η ομάδα ειδικών που πήγε στις ΗΠΑ για να μελετήσει το εν λόγω σύστημα αποφάσισε να μη χρησιμοποιηθεί ο αυτοματισμός προτού δοκιμασθεί και σε άλλα διεθνή αεροδρόμια. Αντ’ αυτού, προσελήφθη ένας «στρατός» από αχθοφόρους, αρκετά μεγάλος ώστε να ξεφορτώνει 20.000 βαλίτσες την ώρα και να τις δρομολογεί στα 14,5 χιλιόμετρα των ιμάντων.
Η σύλληψη της ιδέας του αεροδρομίου χρεώνεται στις βρετανικές αρχές του Χονγκ Κονγκ, οι οποίες αναζητούσαν έναν τρόπο για να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας στο κρατίδιο μετά τη μαζική μετανάστευση από την Κίνα που ακολούθησε τα γεγονότα της Πλατείας Τιανανμέν το 1989. Το Πεκίνο αντιτάχθηκε στο σχέδιο, θεωρώντας το ως τέχνασμα των Βρετανών για να στραγγίξουν τα χρηματοκιβώτια του Χονγκ Κονγκ προτού το παραδώσουν στην Κίνα το 1997. Σήμερα, ωστόσο, το Τσεκ Λαπ Κοκ θεωρείται σύμβολο της ενότητας της Κίνας, και ορισμένοι παρομοιάζουν τη διαφάνεια του κτιρίου με τη στάση που τηρεί το Πεκίνο απέναντι στη νεοαποκτηθείσα επαρχία του.