Η γυναίκα που νίκησε τον Αττίλα





Είχαν βάλει τα άσπρα τους και ξάφνιασαν πολλούς τρέχοντας στους ολοπράσινους κάμπους στην περιοχή των Λυμπιών, γεμάτες ενθουσιασμό και με το όνειρο ότι ο τουρκικός στρατός δεν θα σταματούσε μια ομάδα άοπλων γυναικών, που το μόνο που επεδίωκαν ήταν να περπατήσουν ειρηνικά πίσω στα σπίτια τους στην κατεχόμενη Κύπρο. Ηταν 19 Μαρτίου του 1989, ημέρα που μια καθαρά γυναικεία οργάνωση ­ «Οι Γυναίκες Επιστρέφουν» ­ έβαλαν, για δεύτερη φορά μέσα σ’ ένα χρόνο, στην πάντα τους άνδρες, τα όπλα και την πολιτική και πορεύθηκαν προς την κατεχόμενη γη τους. Μια ομάδα απ’ αυτές κατάφερε να σπάσει τον κλοιό των τούρκων στρατιωτών και τουρκοκυπρίων «αστυνομικών» και μπήκε στη νεκρή ζώνη, λίγα μόνο μέτρα από τα κατεχόμενα. Και εκεί το όνειρο τέλειωσε. Συνελήφθησαν, για να αφεθούν ελεύθερες λίγες ώρες αργότερα μέσω της δύναμης των κυανοκράνων που επιτηρούν το status quo στο νησί.


Για μία απ’ αυτές τις γυναίκες το όνειρο μπορεί να τέλειωνε κάπου στη νεκρή ζώνη των Λυμπιών, αλλά ο αγώνας της μόλις τότε ξεκινούσε. Η Τιτίνα Λοϊζίδου, μια λεπτοκαμωμένη ξεναγός από την Κερύνεια, με ντροπαλό ύφος και μειλίχια φωνή, δεν είναι αυτό που λέμε «επαναστάτρια», αλλά το ‘λεγε η ψυχή της. «Ορκίστηκα ότι θα τους εκδικηθώ για όλα τα εγκλήματα εναντίον των Ελληνοκυπρίων», θα πει αργότερα.


Λίγο καιρό μετά, η Τιτίνα βρισκόταν στο δικηγορικό γραφείο του δημάρχου Λευκωσίας Λέλλου Δημητριάδη, όπου εργάζεται ο ανιψιός της Αχιλλέας Δημητριάδης. Ενα χρόνο προηγουμένως ο 27χρονος τότε δικηγορός είχε ολοκληρώσει μια υποτροφία του Συμβουλίου της Ευρώπης στο Στρασβούργο για το άρθρο 25 της σύμβασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων περί του δικαιώματος της ατομικής προσφυγής και είχε αρχίσει να μελετά τρόπους κατάρριψης των γεωγραφικών περιορισμών που είχε θέσει η Τουρκία ώστε να μη θεωρείται υπεύθυνη για το τι συμβαίνει στην Κύπρο από την εισβολή στις 20 Ιουλίου του 1974.


«Γιατί δεν κάνεις αυτή την προσφυγή κατά της Τουρκίας», ρώτησε ο Αχιλλέας Δημητριάδης την Τιτίνα, η οποία στην αρχή ήταν σκεπτική και χρειάστηκε κάποιο «σκούντημα» για να προχωρήσει. Οπως είπε η ίδια αργότερα, ήθελε να δοθεί η ευκαιρία, «ήταν μια συνέχεια της όλης ανάγκης μου να εκφράσω τη στέρηση της Κερύνειας, ήταν ένας αξιοπρεπής τρόπος να πω ότι δεν είχαν κανένα δικαίωμα να μας στερούν τον τόπο μας. Για μένα περιουσία είναι ο τόπος μου». Στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα ότι κάποτε το δίκαιο θα θριαμβεύσει. Εννέα χρόνια αργότερα, ο 36χρονος σήμερα δικηγόρος εκφράζει την ευγνωμοσύνη του στην Τιτίνα Λοϊζίδου, η οποία «ήταν ο άνθρωπος που έδειξε εμπιστοσύνη σ’ ένα νεαρό δικηγόρο να χειριστεί αυτή την υπόθεση».


Τον Ιούλιο του 1989, όταν καταχωρίσαμε την προσφυγή στην Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, θυμάται ο κ. Δημητριάδης, «δεν ξέραμε ότι η Τουρκία, το 1990, θα υπέγραφε το άρθρο 46 για την υποχρεωτική δικαιοδοσία του δικαστηρίου και προσφύγαμε για το θέμα της σύλληψης αλλά και για τη συνεχιζόμενη παραβίαση του δικαιώματος να απολαύσει την περιουσία της. Προσπαθήσαμε να καλύψουμε και τα δύο ταμπλό και ελπίζαμε».


Η κατάθεση της προσφυγής προσέλκυσε το ενδιαφέρον των Μέσων, αλλά παρά την προβολή, λίγοι, πολύ λίγοι, πίστευαν ότι αυτή θα οδηγούσε κάπου. Και οι πιο αισιόδοξοι δεν προσδοκούσαν κάτι περισσότερο από μία ακόμη ηθική νίκη κατά της Τουρκίας. Η Τιτίνα Λοϊζίδου έχει τη δική της εξήγηση για τη στάση αυτή: «Ο κόσμος ήταν πάντοτε θετικός και η αμφισβήτηση που υπήρχε πήγαζε από την απογοήτευση ότι μετά τόσα χρόνια τίποτε δεν μπορεί να γίνει».


Οπως αναμενόταν, ένας φιλικός διακανονισμός μεταξύ των διαδίκων, που αποτελεί την πρώτη ενέργεια στην οποία προβαίνει η Επιτροπή, δεν κατέστη δυνατός λόγω της άρνησης της Τουρκίας. Τον Ιανουάριο του 1991 η Επιτροπή άκουσε τις απόψεις των διαδίκων και αποφάσισε να δεχτεί να ακούσει την αίτηση της κ. Λοϊζίδου, απορρίπτοντας τους γεωγραφικούς περιορισμούς που είχε καταχωρίσει η Τουρκία αποδεχόμενη το δικαίωμα της ατομικής προσφυγής για να αποκλείσει το ενδεχόμενο προσφυγών από Κυπρίους.


Πόσο αποτελεσματικός ήταν ο αμερικανός μεσολαβητής θα παραμείνει άγνωστο, αλλά η τελική τοποθέτηση, το 1993, της Επιτροπής, η οποία δεν αποτελείται μόνο από δικαστικούς, κάθε άλλο παρά ενθαρρυντική ήταν για τους μοναχικούς, ως τότε, κύπριους καβαλάρηδες. Η Επιτροπή, αν και αναγνώρισε ότι τα τουρκικά στρατεύματα εμποδίζουν την κυρία Λοϊζίδου να έχει πρόσβαση στην περιουσία της, απέρριψε όλες τις καταγγελίες της για παραβιάσεις των δικαιωμάτων της.


Στη Λευκωσία, νομικοί αλλά και διπλωματικοί κύκλοι, οι οποίοι από την αρχή είδαν με επιφύλαξη αυτή την ιδιωτική πρωτοβουλία, μετέτρεψαν τα μουρμουρητά που συνόδευσαν την κατάθεση της προσφυγής σε ανοικτές πλέον επικρίσεις, επισημαίνοντας τους κινδύνους στη γενικότερη υπόθεση της Κύπρου. «Φοβήθηκα ότι θα χάναμε σημαντικά ερείσματα διεθνώς από αυτή την υπόθεση», παραδέχτηκε σε μία κατ’ ιδίαν συνομιλία ανώτερος κύπριος διπλωμάτης. Η αρνητική στάση της Επιτροπής δεν άφηνε άλλα περιθώρια στην ατομική προσφυγή της Τιτίνας Λοϊζίδου να προχωρήσει. Χρειαζόταν πλέον η παρέμβαση του κράτους, εφόσον μόνο αυτό εδικαιούτο να παραπέμψει την υπόθεση στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ο τότε γενικός εισαγγελέας Μιχαλάκης Τριανταφυλλίδης πείστηκε ότι η υπόθεση ήταν σοβαρή και είχε καλές πιθανότητες. Αναψε λοιπόν το πράσινο φως.


Η Τουρκία υπέβαλε αμέσως προκαταρτική ένσταση. Η ζωή του Αχιλλέα Δημητριάδη, αλλά και της ομάδας νομικών της Γενικής Εισαγγελίας, άρχισε να αλλάζει. Ο όγκος εργασίας, η τεράστια γραφειοκρατία και οι τόνοι χάρτου που άλλαζαν χέρια ήταν απίστευτα. Επιπλέον, στην έκβαση της όλης υπόθεσης στηρίζονταν πλέον πολλά, πάρα πολλά για την περαιτέρω πορεία του κυπριακού προβλήματος.


«Σκεφτήκατε ποτέ ότι θα μπορούσατε να εγκαταλείψετε αυτή τη μάχη», ερωτάται η κ. Λοϊζίδου. «Ακόμη κι αν μου έλεγαν ότι αύριο μπορεί να λυθεί το Κυπριακό, αρκεί να αποσύρεις την προσφυγή, θα βρισκόμουν σε πολύ δύσκολη θέση, θα ήταν κάτι που θα με κυνηγούσε», απαντά.


Με τα λόγια του κ. Μαυρομμάτη η Κύπρος κατήγαγε τελικά «μεγάλη νίκη» και το χαμόγελο ήταν ευδιάκριτο όχι μόνο στα πρόσωπα της κ. Λοϊζίδου και του κ. Δημητριάδη, αλλά και του νέου γενικού εισαγγελέα Αλέκου Μαρκίδη και της ενισχυμένης ομάδας, κυπρίων και ξένων νομικών που αφιέρωσαν αμέτρητες ώρες στην υπόθεση αυτή. Με την απόρριψη των τουρκικών ενστάσεων, ο αγώνας έξι ετών είχε φτάσει στα τελευταία του στάδια· στην εκδίκαση της ουσίας πλέον της υπόθεσης και αναλόγως της απόφασης, στη «θεραπεία». Ο φάκελος (για την ακρίβεια δεκάδες φακέλοι) «Τιτίνα Λοϊζίδου» είχε πλέον ξεφύγει από την αρχική σταυροφορία μιας γενναίας ξεναγού και ενός νεαρού δικηγόρου και εξελίχθηκε σε μια άνευ προηγουμένου νομική μάχη, που προκαλούσε μεγάλους πονοκεφάλους στην Αγκυρα, αλλά σίγουρα και κάποιες ανησυχίες στη Λευκωσία, διότι η ως τώρα πορεία ήταν θετική, αλλά υπήρχε ακόμη σημαντική απόσταση να καλυφθεί.


Τον Δεκέμβριο του 1996, ο Αγιος Βασίλης ήρθε πιο νωρίς για τους εμπλεκομένους στην όλη υπόθεση. Μία εβδομάδα πριν από τα Χριστούγεννα το δικαστήριο εξέδωσε τη θετική για την Τιτίνα Λοϊζίδου απόφαση. Στα γραφεία του γενικού εισαγγελέα και του Αχιλλέα Δημητριάδη τα τηλέφωνα δεν έλεγαν να πάψουν να χτυπούν, τα συγχαρητήρια έδιναν και έπαιρναν. Το απόγευμα, σε μια ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα της Γενικής Εισαγγελίας, οι πρωταγωνιστές της μεγάλης δίκης εξηγούσαν τη σημασία της απόφασης: η Τουρκία βρέθηκε ένοχη για την παραβίαση του δικαιώματος της κ. Λοϊζίδου να απολαύσει την ιδιοκτησία της στην κατεχόμενη Κύπρο, της οποίας εξακολουθεί να είναι η νόμιμη ιδιοκτήτρια, ενώ κρίθηκε ότι απόλυτα υπεύθυνη για όσα συμβαίνουν στην τουρκοκρατούμενη περιοχή της νήσου είναι η Τουρκία και όχι το ψευδοκράτος της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου». Από την αίθουσα της δημοσιογραφικής διάσκεψης απουσίαζε η Τιτίνα Λοϊζίδου. Πιστή στους χαμηλούς τόνους που της επιβάλλει η εκ φύσεως ντροπαλότητά της, αφιέρωσε τη νίκη στους συμπολίτες της Κερυνιώτες, ευχαρίστησε τους νομικούς και αποσύρθηκε. «Επειδή είναι τόσο σοβαρή υπόθεση, εγώ δεν έχω δικαίωμα να τη χρησιμοποιήσω για δικούς μου λόγους», λέει η ίδια εξηγώντας τους λόγους που άφησε σε άλλους, πιο ειδικούς να αναλύσουν τη σημασία της νομικής αυτής νίκης.


Υπήρχε ένα ακόμη στάδιο, το τελευταίο: τι θα αποφάσιζε ως θεραπεία το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Νομικοί που εμπλέκοντο στην υπόθεση δεν έκρυβαν την ανησυχία τους ότι ενδεχομένως το δικαστήριο να περιοριστεί σε μια συμβολική χρηματική αποζημίωση, εφόσον είχε ικανοποιήσει την κυπριακή πλευρά επί της ουσίας. Φόβοι που δεν εδράζοντο τόσο σε πληροφορίες για τις προθέσεις των δικαστών όσο στο ότι η πραγματικότητα είχε αρχίσει να ξεπερνά και τις πιο φιλόδοξες προσδοκίες. Ηταν το φαινόμενο του «είναι πολύ ωραίο για να είναι αληθινό» που προκαλούσε τις ανησυχίες. Προχθές αποδείχτηκε και πολύ ωραίο, αλλά και πολύ αληθινό. Το δικαστήριο κάλεσε την Τουρκία να καταβάλει αποζημιώσεις 300.000 κυπριακών λιρών για την παραβίαση του δικαιώματος απόλαυσης της ιδιοκτησίας από το 1990 ως σήμερα· συν 20.000 λίρες για ηθική βλάβη και 137.000 λίρες δικηγορικά έξοδα. Εννέα χρόνια και μία εβδομάδα μετά την κατάθεση της προσφυγής, μια άγνωστη ξεναγός από την Κερύνεια κατάφερε ένα μοναδικό πλήγμα στην Τουρκία, καταστώντας μετρήσιμο πλέον το κόστος της κατοχής.


Πότε θα φανεί το τέλος του δρόμου


Η απόφαση βρήκε τον Αχιλλέα Δημητριάδη να παραθερίζει στη Χαλκιδική και να ψάχνει εναγωνίως τηλέφωνο για να συμμεριστεί τη μεγάλη χαρά με την Τιτίνα και τους άλλους στη Λευκωσία. Ο συνήθως συγκρατημένος δικηγόρος έκανε σαν μικρό παιδί. Ο Αλέκος Μαρκίδης περιέγραψε τις τεράστιες επιπτώσεις της απόφασης: Ακόμη και μετά τη λύση του Κυπριακού, όσοι τυχόν απολέσουν την περιουσία τους θα μπορούν να καταχωρίσουν προσφυγές με βάση την απόφαση για την Τιτίνα Λοϊζίδου. Για την Τιτίνα Λοϊζίδου όμως το κλείσιμο του φακέλου της πιο γνωστής δικαστικής υπόθεσης στην Κύπρο δεν είναι το τέλος του δρόμου. «Η αφαίρεση του δικαιώματος πρόσβασης και χρήσης της περιουσίας στην πόλη όπου μεγάλωσα και το δικαίωμα να απολαμβάνω, να κινούμαι και να ζω ελεύθερα με την οικογένειά μου και τους συμπολίτες μου Κερυνιώτες δεν μπορεί να μετρηθεί με κρύους αριθμούς και με αποζημιώσεις», ανέφερε σε μια απλή γραπτή δήλωση η Τιτίνα Λοϊζίδου. Το τέλος του δρόμου θα φανεί, λέει ο Αχ. Δημητριάδης, όταν η Τουρκία αφήσει την πελάτιδά του να χαρεί το σπίτι και την πόλη στην οποία μεγάλωσε.


Ο κ. Ανδρέας Χατζηκυριάκου είναι δημοσιογράφος της κυπριακής εφημερίδας «Φιλελεύθερος»