Οι Ελληνες και οι Αρμένιοι παρουσιάζουν χαρακτηριστικό κοινό: ένα από τα σύμβολα της ίδιας, ουσιαστικώς, της ύπαρξής τους δεν τους ανήκει πια. Τούτο γίνεται αντιληπτό, αν αναλογιστεί κανείς ότι η Αγία Σοφία είναι σήμερα μουσείο τουρκικό καθώς και ότι το Μέγα Αραράτ, το ιερό βουνό όπου σταμάτησε η κιβωτός του Νώε, διαχρονικό αντικείμενο των οραματισμών και πόθων του αρμενικού λαού, βρίσκεται έξω από τα όρια της σύγχρονης Αρμενίας.


Το Αραράτ είναι σβησμένο ηφαίστειο, πάνω από 5.000 μέτρα ψηλό, με κορυφή κωνική, συνεχώς σκεπασμένη από χιόνια. Στα πόδια του απλώνεται πεδιάδα επιβλητική, σχεδόν άγρια· μικρές αρμενικές εκκλησίες, με κωνικούς τρούλους, τονίζουν την αυστηρότητα του τοπίου. Στην άκρη σχεδόν της πεδιάδας απλώνεται το Ερεβάν, η τωρινή πρωτεύουσα του αρμενικού κράτους. Το βουνό δεσπόζει στον ορίζοντα της πόλης: κατά τις παραδόσεις της Ανατολής είναι σκάλα απλωμένη από τον Θεό, για να τραβήξει τον άνθρωπο στους ουρανούς. Οι Αρμένιοι το κοιτάζουν με αγάπη, με δέος ­ με πόνο: σήμερα το Αραράτ αποτελεί τουρκικό έδαφος.


Η Αρμενία δεν θυμίζει Ελλάδα, μα οι Αρμένιοι είναι σε πολλά όμοιοι με τους συμπατριώτες μας. Στάσεις του σώματος, εκφράσεις του προσώπου, όψεις της οικογενειακής ζωής αποτελούν κρίκους νοητής αλυσίδας που σφυρηλάτησε η ιστορία και λανθανόντως αλλά σταθερώς συνδέει τους δύο λαούς. Η μεγάλη διαφορά έγκειται στη νοοτροπία που σήμερα κυριαρχεί στις δύο χώρες. Σε αντίθεση, πράγματι, με την κραυγαλέα ανεμελιά η οποία δίνει τον τόνο στη γελαστή μας πατρίδα, στην Αρμενία επικρατεί περίσκεψη σχεδόν καταθλιπτική. Η Αρμενία έγινε ανεξάρτητη με τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης αλλά η ανεξαρτησία συνοδεύτηκε από πολεμικές συρράξεις ο απόηχος των οποίων συνεχίζεται. Ο Καύκασος, άλλοτε έρεισμα της ύπαρξης των ελεύθερων Αρμενίων και εγγύηση της ασφάλειάς τους, σήμερα ουσιαστικώς τους χωρίζει από τους Ρώσους, τους οποίους οι πρώτοι εξακολουθούν να βλέπουν ως προστάτες. Στα νοτιοδυτικά της μικρής χώρας απλώνεται η Τουρκία· οι τραγικές μνήμες παραμένουν ζωντανές. Στα ανατολικά αναδεύονται άλλοι μουσουλμανικοί λαοί, ενώ στα βόρεια οι Γεωργιανοί, υποδείγματα παλαιότερα της χριστιανικής ορθοδοξίας στην ευρύτερη περιοχή, σήμερα αποτελούν αίνιγμα. Τι θα γίνει αν οι Τούρκοι κινηθούν ξανά; Ποιος θα βοηθήσει τους Αρμενίους; Οι Ρώσοι θα είναι σε θέση να κατεβούν; Οι Ελληνες είναι πολύ συμπαθείς αλλά πολύ μακρινοί και απρόβλεπτοι… Το μέλλον λοιπόν εγκυμονεί κινδύνους και η φτώχεια που μαστίζει το παρόν το κάνει να φαίνεται ακόμη πιο μαύρο. Το παρελθόν, αντίθετα, εμφανίζεται φορτωμένο πορφύρα και χρυσάφι.


Η Αρμενία, πράγματι, είναι η πρώτη χώρα όπου ο χριστιανισμός έγινε θρησκεία του κράτους. Επιπλέον, προτού αποβάλει η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία την ειδωλολατρία, στις νότιες υπώρειες του Καυκάσου έβρισκαν καταφύγιο χριστιανοί και χριστιανές που διώκονταν· κάποιοι από αυτούς ανακηρύχθηκαν στη συνέχεια άγιοι της Αρμενικής Εκκλησίας. Μετά, ως γνωστόν, η ρωμαϊκή επικράτεια εκχριστιανίστηκε και το ανατολικό της τμήμα έγινε τελείως ελληνικό. Μεταξύ Ελλήνων και Αρμενίων άρχισε από τότε συμβίωση σχεδόν υποχρεωτική, που η ίδια η Ιστορία υπαγόρευε και η οποία βέβαια δεν ήταν απαλλαγμένη από τριβές και συγκρούσεις. Γεγονός οπωσδήποτε παραμένει ότι κύματα Αρμενίων ειλικρινώς εξελληνίστηκαν, πιστά υπηρέτησαν τη μεσαιωνική μας αυτοκρατορία και ορισμένοι έφτασαν να ανεβούν στις κορυφές της ιεραρχίας της. Στη συνέχεια βέβαια τα πάντα βυθίστηκαν στην παραζάλη που προκάλεσε η πλήρης πολιτική κατάρρευση του χριστιανισμού της Εγγύς Ανατολής.


Παραδόξως αλλά σαφώς οι Οθωμανοί κατέληξαν να θεωρούν τους Αρμενίους πιο επικίνδυνους από τους Ελληνες. Η άποψη αυτή είχε τρομερές συνέπειες: από το τέλος του 19ου αιώνα οι αρμενικοί πληθυσμοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπήρξαν αντικείμενο κλιμακωμένης επιχείρησης εξόντωσης, η οποία κορυφώθηκε στα γνωστά γεγονότα του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου. Αφορμή αυτών των τελευταίων υπήρξε η αίσθηση οθωμανών ιθυνόντων πως οι Αρμένιοι έμελλε να αντιμετωπίσουν θετικώς και ενεργώς την είσοδο ρωσικών στρατευμάτων στο τουρκικό έδαφος. Η πραγματική αιτία του δράματος όμως υπήρξε οπωσδήποτε βαθύτερη και περισσότερο πολύπλοκη. Οπως και να είναι πάντως, φαίνεται πως οι Αρμένιοι, καθώς και όλοι ουσιαστικώς οι χριστιανικοί λαοί της καθ’ ημάς Ανατολής, δεν θα έμεναν απαθείς στο ενδεχόμενο τής χάρη στους Ρώσους αποτίναξης της οθωμανικής κυριαρχίας σε περιοχές καθιερωμένες στη λαϊκή μνήμη ως κοιτίδα της Εκκλησίας. Τις τραγικές συνέπειες που είχε, μαζί με άλλους βαθύτερους παράγοντες βέβαια, αυτή η «ψυχολογική προδιάθεση» σιωπηρά αλλά εύγλωττα urbi et orbi διακηρύσσει μνημείο στημένο στις παρυφές του Ερεβάν.


Σήμερα το άμεσο πρόβλημα της μικρής χώρας είναι η φτώχεια. Και βέβαια, όταν γίνεται λόγος για φτώχεια, δεν πρέπει να έχει κανείς στον νου του την ελληνική δυσπραγία της δεκαετίας του ’50 και των αρχών εκείνης του ’60. Πρόκειται για κάτι τελείως διαφορετικό, για είδος παραζάλης συγκεκριμένα, στην οποία έχει ρίξει τους ανθρώπους η θέαση του πλούτου των άλλων και η συναίσθηση της δικής τους αδυναμίας. Η παραζάλη αυτή, που δημιουργεί ατμόσφαιρα και κατάσταση εξαθλίωσης απίθανης, δεν παρατηρείται μόνο στην Αρμενία μα και σε μεγάλες ζώνες της παλαιάς Σοβιετικής Ενωσης, καθώς και της Ανατολικής Ευρώπης. Το χρήμα σπανίζει ­ και ειδικά οι Αρμένιοι, αν και έχουν βαφτίσει το εθνικό τους νόμισμα «δραχμή» (ντραμ), μένουν ακόμη πολύ μακριά από κάποια, υποτυπώδη έστω, ευημερία.


Ποιος φταίει για τη γενικευμένη φτώχεια; Σίγουρα το παλαιό κομμουνιστικό σύστημα από καιρό είχε ανοίξει τον δρόμο προς αυτήν, αλλά και ο σημερινός κόσμος που την ανέχεται δεν είναι τελείως ανεύθυνος. Αποτελεί τραγωδία η κατάσταση που επικρατεί στις μέρες μας σε περιοχές του πλανήτη γεμάτες ιστορικές μνήμες, διότι τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα από όσο ήταν δεκαετίες ή και αιώνες πριν: οι παραδοσιακές κοινωνικές δομές έχουν καταστραφεί και στη θέση τους έχουν εμφανιστεί, σαν δηλητηριώδη μανιτάρια, κακότεχνες και ατελέσφορες απομιμήσεις ενός «δυτικού» τρόπου ζωής που, προς το παρόν τουλάχιστον, μόνο δυστυχία επιφέρει.


Μόλις βραδιάσει το Ερεβάν γίνεται κατασκότεινο, επειδή για λόγους οικονομίας κόβεται ο φωτισμός στους δρόμους: η πόλη σαν να τυλίγεται σε απελπισία χειροπιαστή. Ετσι ώσπου να φέξει οι ώρες κυλούν αργά. Ο ήλιος ανατέλλει δύσκολα, σχεδόν βαρύθυμα. Οι άνθρωποι βγαίνουν στους δρόμους και ενστικτωδώς ρίχνουν ματιά στο Μέγα Αραράτ. Ανέκαθεν το έβλεπαν με σεβασμό και στοργή· ειδικά σήμερα το περιβάλλουν και με ελπίδα.


Ο κ. Δημήτρης Μιχαλόπουλος είναι διευθυντής του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών.