«Ο
άνθρωπος είναι το ζώο που έχει επίγνωση του θανάτου του»: αν η ρήση αυτή (την οποία χρωστάμε στον George Bataille) λέει κάτι βαρύνον για την ιδιαιτερότητα της ανθρώπινης κατάστασης, πρέπει να δεχθούμε ότι ο θάνατος είναι η απόλυτη προϋπόθεση της αυτοσυνειδησίας, ο γενέθλιος τόπος της συνείδησης ως τέτοιας. Μπορούμε κιόλας να φανταστούμε μια ορδή ανθρωποειδών, κατάπληκτων και με το τρίχωμα ανορθωμένο από μια πρωτόγνωρη φρίκη, συναγμένων γύρω από το πρώτο πτώμα του ομοίου τους, που στα ομιχλώδη βάθη τής, ακόμη αδιερεύνητης, συνείδησής τους γεννά ένα βουβό, αδιόρατο ερώτημα, στο οποίο λείπουν ακόμη οι λέξεις για να αρθρωθεί. Ο άνθρωπος είναι το μοναδικό ζώο που γνωρίζει ότι πεθαίνει ­ και αυτό είναι βέβαιο, αφού είναι το μοναδικό ζώο που θάβει τους νεκρούς του. Οσο είναι σωστό, λοιπόν, να λέμε ότι ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται από την έναρθρη γλώσσα και από τη χρήση εργαλείων, άλλο τόσο γίνεται απαραίτητο να προσθέτουμε: είναι, επίσης, το ζώο που αναπτύσσει τελετουργία. Και η πρώτη τελετουργία της οποίας διαθέτουμε παλαιοντολογικά ευρήματα, μαζί με ορισμένες κυνηγετικές τελετές που βλέπουμε να είναι αποτυπωμένες στις προϊστορικές τοιχογραφίες, είναι ακριβώς η ταφή των νεκρών.


Τρομακτικές δοκιμασίες


Η πρώτη μορφή τελετουργίας, η ταφή των νεκρών, είναι εκείνη που εγγράφει τη συνείδηση του θανάτου μέσα στη θρησκεία. Δεν ξέρουμε ποια ακριβώς σημασία είχε η ταφή των νεκρών μαζί με τα προσωπικά τους αντικείμενα. Μπορεί για μεγάλο διάστημα να ήθελε απλώς να προφυλάξει τους ζωντανούς από τη μιασματικότητα του θανάτου, η οποία κατά κάποιον τρόπο μεταγγιζόταν σε όλα τα αντικείμενα του νεκρού. Η επιστροφή, όμως, του νεκρού μέσα στα όνειρα και στις αναμνήσεις των ζωντανών, μαζί με κάποιες εκστατικές εμπειρίες τις οποίες οι ίδιοι οι ζωντανοί δοκίμαζαν σε σαμανικά ταξίδια και σε μυητικά μαρτύρια, που τους έδιναν την εντύπωση ενός προσωρινού ταξιδιού στον κόσμο των νεκρών, των ψυχών και των πνευμάτων, όλα αυτά δημιούργησαν σταδιακά την ιδέα μιας μεταθανάτιας περιπλάνησης της ψυχής, η οποία τους φαινόταν όλο και λιγότερο πιθανόν ότι πεθαίνει ταυτόχρονα με το σώμα. Ο σαμανισμός, στοιχειακή θρησκευτική δομή από τις πιο αρχέγονες και οικουμενικά διαδεδομένες, καλλιέργησε συστηματικά, μέσα από εκστατικές τεχνικές που περιελάμβαναν τη μουσική, τον εξαντλητικό χορό και τη χρήση παραισθησιογόνων φυτών, την ιδέα των παράλληλων κόσμων που δεν είναι προσιτοί στην εμπειρική συνείδηση, καθώς και αυτή μιας ψυχής η οποία μπορεί να ταξιδέψει σε τέτοιους παράλληλους κόσμους εγκαταλείποντας το σώμα. Μόνο σε ορισμένους μεγάλους πολιτισμούς της αρχαιότητας, όμως, όπως οι υψηλοί πολιτισμοί της Μεσοαμερικής (οι Μάγια και νοτιότερα οι Ινκας και οι μυστηριώδεις πολιτισμοί που προηγήθηκαν στις Ανδεις), κατ’ εξοχήν όμως οι αρχαίοι Αιγύπτιοι, αναπτύχθηκαν εκτεταμένες αφηγήσεις γύρω από τις μεταθανάτιες περιπέτειες της ψυχής που είχαν περισσότερο ή λιγότερο τη μορφή της ψυχοστασίας. Αυτό σημαίνει μια διαδικασία κρίσης της ψυχής στο δικαστήριο του Κάτω Κόσμου, όπου η σωτηρία ή η καταδίκη της εξαρτάται από το αν θα περάσει με επιτυχία ορισμένες τρομακτικές δοκιμασίες. Το μοτίβο αυτό θα αποκτήσει μεγάλη σπουδαιότητα στα χρόνια του μέσου αιγυπτιακού βασιλείου (περ. 2130-1570) με την εμφάνιση του Οσίριδος ως θεού των νεκρών και με την εκλαΐκευση παρόμοιων αντιλήψεων. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, στην ιδέα της μεταθανάτιας κρίσης αρχίζει να υπεισέρχεται σταδιακά και ένα ηθικό μοτίβο: η καταδίκη ή η σωτηρία της ψυχής ανάλογα με τα πεπραγμένα της σε αυτόν εδώ τον κόσμο. Η ιδέα αυτή διαμορφώνεται σε περίτεχνο εσχατολογικό σύστημα για πρώτη φορά με τη θρησκευτική μεταρρύθμιση του Ζωροάστρη στο Ιράν (περ. 6ος αι. μ.Χ.), όπου περιλαμβάνεται ένα αυστηρό όραμα εσχατολογικής τιμωρίας και ανταμοιβής, καθώς και η ιδέα ενός μελλοντικού σωτήρα που θα καταστρέψει την Κόλαση και θα εγκαινιάσει τη βασιλεία του Θεού του Καλού. Εύκολα καταλαβαίνει κανείς πόσα έχει αντλήσει ο χριστιανισμός από αυτή την τελευταία παράδοση, την οποία κληρονόμησε ο ιουδαϊκός κόσμος μετά τη βαβυλωνιακή αιχμαλωσία και την επαφή του με τον μεσοποταμιακό πολιτισμό.


Πανάρχαια μυστήρια


Στην αρχαία Ελλάδα εμφανίζεται ήδη από τους κλασικούς χρόνους, πιθανόν και νωρίτερα, κυρίως μέσα από τις τελετουργίες των μεγάλων μυστηρίων (Ελευσίνια, Καβείρια, Ορφικά), επίσης μια ιδέα μεταθανάτιων δοκιμασιών της ψυχής. Πολλοί ερευνητές μάλιστα αποδίδουν αυτή την επιρροή σε εξωτερικές επαφές με τον αιγυπτιακό και τον ιρανικό κόσμο. Ωστόσο υπάρχει και μια άλλη, αυτόχθονη παράδοση στην Ελλάδα, αλλά και σε όλη την Εγγύς Ανατολή, η οποία φαίνεται ότι προετοίμασε το έδαφος για κάτι τέτοιο. Είναι η πανάρχαια λατρεία του θεού της βλάστησης και της γονιμότητας (που στην Ελλάδα ταυτίστηκε με τον Βάκχο), για τον οποίον ο μύθος έλεγε ότι πεθαίνει και ανασταίνεται την άνοιξη, μιμούμενος την ίδια τη φυτική ζωή, και αυτή του την ανάσταση γιόρταζαν με εαρινές τελετές και γονιμικά όργια. Με την πάροδο του χρόνου, και ιδίως κατά την ελληνιστική εποχή, οπότε η θρησκευτική λατρεία είχε σε μεγάλο βαθμό αστικοποιηθεί και εξατομικευθεί, ο βακχικός μύθος ερμηνεύθηκε «εσωτερικά», ως αλληγορία των περιπετειών της ατομικής ψυχής, ενώ η λατρεία του μετασχηματίστηκε σε μυστηριακή τελετουργία που είχε σκοπό τη σωτηρία της ψυχής και την απόκτηση της αθανασίας.


Βλέπουμε λοιπόν ότι η ιδέα της αθανασίας της ψυχής, της μεταθανάτιας κρίσης της σε ανταπόδοση των πεπραγμένων της, το εσχατολογικό δόγμα της Δευτέρας Παρουσίας και της ανάστασης των νεκρών, με τα οποία είμαστε σήμερα εξοικειωμένοι μέσα από τον χριστιανισμό, είναι όλα ιδέες που αναπτύχθηκαν ταυτόχρονα και ανεξάρτητα σε πολλές και διαφορετικές θρησκευτικές παραδόσεις αλλά μόνο σε μια ορισμένη εποχή, η οποία συμπίπτει με τη μεγάλη κρίση του αρχαίου κόσμου, και μπόρεσαν να συγκλίνουν και να συνδυαστούν ώστε να γεννηθεί η μεγαλοπρεπής εσχατολογία που σήμερα έχει καταστεί αναπόσπαστο στοιχείο της χριστιανικής πίστης. Πράγματι η ιδέα του θανάτου και της Ανάστασης του Ιησού, στην οποία λαμβάνουν μέρος μέσω μιας πράξης μυστικής συμμετοχής όλοι οι πιστοί του, μοιάζει να ακολουθεί λεπτομερώς τον μύθο του θανάτου και της αναγέννησης του Διονύσου, του Οσίριδος ή του Αττιδος, οι οποίοι μπορούσαν να εξασφαλίσουν την αθανασία της ψυχής στους αφοσιωμένους λάτρεις τους. Εξάλλου η ιδέα της τιμωρίας ή της ανταμοιβής της ψυχής του χριστιανισμού στο Καθαρτήριο ή στον Παράδεισο, καθώς και η επικείμενη επάνοδος του Ιησού ως βασιλέως για να καταργήσει διά παντός το βασίλειο του θανάτου, μοιάζουν να προέρχονται απευθείας από τον ζωροαστρισμό (μαζί και όλη η περίτεχνη αγγελολογία που συνοδεύει τη χριστιανική θρησκεία, όπως άλλωστε και τον όψιμο ιουδαϊσμό και το Ισλάμ). Εν πάση περιπτώσει, εκείνο που προσέθεσε ο χριστιανισμός σε αυτές τις αρχαίες δοξασίες είναι ένα ιδιαίτερα αγωνιώδες (και αγωνιστικό) βίωμα αναμέτρησης του ανθρώπου με τον θάνατο, την ιδέα, δηλαδή, ότι ο θάνατος εκπροσωπεί έναν φοβερό εχθρό (και οι αμαρτίες της ψυχής και της σάρκας είναι όλες μορφές και όψεις του θανάτου) που πρέπει πάση θυσία να νικηθεί. Αυτή η διδασκαλία σφραγίζει ολόκληρο το κήρυγμα του Παύλου και κλιμακώνεται ακόμη πιο δραματικά στους λόγους του Ιερού Αυγουστίνου.


Μια φοβερή αναμέτρηση


Αν αυτή η αγωνιώδης αντίληψη της φοβερής αναμέτρησης του ανθρώπου με τον θάνατο σφράγισε μέσω του χριστιανισμού ολόκληρο τον δυτικό κόσμο και σήμερα τη συναντούμε ως συλλογικό βίωμα του δυτικού ανθρώπου, ακόμη και όταν αυτός έχει παραιτηθεί από τη θρησκευτική πίστη, οι παραδοσιακοί πολιτισμοί της Ανατολής καλλιέργησαν μια διαφορετική, πολύ πιο συμφιλιωτική αντίληψη του θανάτου. Ο θάνατος γινόταν κατανοητός ως μέρος μιας αδιάσπαστης αλυσίδας κυκλικών μεταμορφώσεων που έδενε την ατομική ζωή στον μεγάλο φυσικό κύκλο. Ολα επέστρεφαν κυκλικά και τίποτε δεν τελείωνε ποτέ πραγματικά. Από τη στιγμή που στους μεγάλους πολιτισμούς της Ανατολής (Μεσοποταμία, Ινδία, Κίνα) έλαβε χώρα επίσης μια εμβρυώδης αστική ανάπτυξη, με συνέπεια μια αναπόφευκτη εξατομίκευση, γεννιούνται και εκεί δοξασίες περί της μεταθανάτιας μοίρας της ψυχής, όχι όμως σε ριζική ρήξη με το αρχαϊκό (κυκλικό) πρότυπο του θανάτου και της αναγέννησης, αλλά σε μια προσπάθεια, θα έλεγε κανείς, να ενσωματωθεί «φυσικά» αυτό σε μια περίτεχνη και, κατά κάποιον τρόπο, ανταποδοτική εσχατολογία.


Συνέπεια αυτής της στρατηγικής στάθηκε η ιδέα της μετενσάρκωσης και του τροχού της σαμσάρα, σύμφωνα με την οποία κάτι από την ατομική ψυχή επιβιώνει του θανάτου και μπορεί απεριόριστα να επανέρχεται στην εγκόσμια ζωή λαμβάνοντας μορφές που αντανακλούν το βάρος των πράξεων της προηγούμενης ζωής της (κάρμα). Αυτό μοιάζει να είναι επίσης μια μορφή μεταθανάτιας ανταπόδοσης, εδώ όμως αφενός διασώζεται η ιδέα της κυκλικής επανόδου, αφετέρου δεν υπάρχει προοπτική μιας μελλοντικής εν σώματι ανάστασης και μιας οριστικής «νίκης» επί του θανάτου: το ζητούμενο είναι ακριβώς η διαφυγή της ψυχής από αυτόν τον κύκλο των επανενσαρκώσεων, κάτι που θα επιτευχθεί μέσω της σταδιακής τελείωσής της από ζωή σε ζωή, και η διάλυσή της μέσα στην παγκόσμια συνείδηση ή στο καθαρό φως (που είναι απόλυτη ευδαιμονία). Η ιδέα αυτή είναι ορθό ότι γεννήθηκε σε συνάρτηση με το σύστημα των καστών στη μεταβεδική Ινδία, ωστόσο σταδιοδρόμησε εκπληκτικά σε όλη την Ανατολική Ασία και μέσω του βουδισμού, ο οποίος από τον 5ο π.Χ. αιώνα κατήργησε το άκαμπτο αυτό σύστημα κοινωνικής διαστρωμάτωσης που σχεδόν ως τις ημέρες μας συνέχισε να αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του ινδουισμού.


Ο κ. Φώτης Τερζάκης είναι θρησκειολόγος.