H μεταφορά υπολοίπου και η επιλογή μεγαλύτερης διάρκειας για την αποπληρωμή ενός δανείου καταναλωτικής πίστης είναι οι δύο τρόποι με τους οποίους μπορεί κανείς να μειώσει σημαντικά τη μηνιαία επιβάρυνση εξυπηρέτησης των χρεών του. Αυτό αναφέρει ο κ. Ηλ. Μίλης, γενικός διευθυντής της Τράπεζας Πειραιώς, ο οποίος τονίζει επίσης τα σημεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά τη μεταφορά υπολοίπου πιστωτικής κάρτας.


– Κύριε Μίλη, σε ποιες περιπτώσεις συμφέρουν τα προγράμματα μεταφοράς υπολοίπου πιστωτικών καρτών και τι πρέπει να προσέχουν οι κάτοχοι πιστωτικών καρτών προτού αποφασίσουν να αλλάξουν κάρτα για να εκμεταλλευθούν το αρχικά χαμηλό επιτόκιο των προσφορών;


«Τα προγράμματα μεταφοράς υπολοίπου στοχεύουν κυρίως σε περιπτώσεις που ο πελάτης έχει οφειλές σε πολλές διαφορετικές πιστωτικές κάρτες. H μεταφορά υπολοίπου σε μία πιστωτική κάρτα, με μικρότερο επιτόκιο, έχει ως αποτέλεσμα τη χαμηλότερη συνολική επιβάρυνση και συνεπώς τη χαμηλότερη δόση. Ιδιαίτερα στην περίπτωση που ο πελάτης εμφανίζει πολλές οφειλές σε διαφορετικές κάρτες, η μεταφορά υπολοίπου οδηγεί στη συγκέντρωση αυτών των οφειλών σε ένα λογαριασμό με μία ημερομηνία πληρωμής, διευκολύνοντας την παρακολούθηση, τον προγραμματισμό, τη διαχείριση των εξόδων και την πληρωμή των οφειλών σε μία μόνο τράπεζα. Βέβαια υπάρχουν και κάποια σημεία στα οποία θα πρέπει να δίνεται μεγάλη προσοχή κατά την επιλογή της προσφοράς. Το πρώτο είναι το χρονικό διάστημα για το οποίο ισχύει η προσφορά. Το δεύτερο, και πιο σημαντικό, είναι το ύψος του επιτοκίου μετά τη λήξη της προσφοράς, που συνήθως είναι υψηλότερο. Ενα ακόμη σημείο είναι οι λοιπές χρεώσεις που συνοδεύουν την κάρτα στην οποία γίνεται η μεταφορά υπολοίπου, όπως για παράδειγμα η συνδρομή, τα έξοδα λογαριασμού, οι χρεώσεις για αναλήψεις μετρητών κ.ά.».


– Ως σήμερα η ένταση του ανταγωνισμού μετά την απελευθέρωση της καταναλωτικής πίστης δεν έχει οδηγήσει στην επιθυμητή μείωση των επιτοκίων για τους παλαιούς δανειολήπτες. Πώς μπορούν να μειώσουν το κόστος αποπληρωμής των δανείων τους και γιατί τα επιτόκια στην Ελλάδα παραμένουν τα υψηλότερα στην ευρωζώνη;


«Οι δανειολήπτες που έχουν ακόμη υψηλά επιτόκια στο καταναλωτικό τους δάνειο μπορούν πολύ εύκολα να κάνουν μεταφορά του δανείου τους σε ένα από τα νέα προϊόντα μετά την απελευθέρωση της καταναλωτικής πίστης. Για τη μεταφορά των δανείων υπάρχουν προνομιακοί όροι από τις τράπεζες. Επίσης – και αυτό είναι το πολύ σημαντικό στοιχείο μετά την απελευθέρωση – ο πελάτης μπορεί να επιλέξει μεγαλύτερη διάρκεια για την αποπληρωμή του δανείου του έτσι ώστε, σε συνδυασμό με το χαμηλότερο επιτόκιο, να μειώσει σημαντικά τη μηνιαία επιβάρυνσή του. Τα επιτόκια στην καταναλωτική πίστη βρίσκονται σήμερα σε λίγο μεγαλύτερα επίπεδα από τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης, εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν γνωρίζουν οι τράπεζες τις συνολικές υποχρεώσεις του πελάτη ή το ιστορικό της συμπεριφοράς του, με αποτέλεσμα να αναλαμβάνουν υψηλότερο κίνδυνο και αυτός ο κίνδυνος τιμολογείται ανάλογα. Ο σταδιακός εμπλουτισμός του «λευκού Τειρεσία» θα μειώσει αναμφίβολα αυτόν τον κίνδυνο και θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε μείωση των σχετικών επιτοκίων».


Παρά τον υψηλό κατά κεφαλήν αριθμό πιστωτικών καρτών που κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά, η κατά κεφαλήν χρήση της κάρτας είναι σημαντικά χαμηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Πιστεύετε ότι το γεγονός αυτό είναι αποτέλεσμα του υψηλού κόστους χρήσης της κάρτας και πώς αναμένετε να διαμορφωθεί η χρήση των καρτών;


«Το κόστος χρήσης μιας πιστωτικής κάρτας στην Ελλάδα δεν διαφέρει σημαντικά από τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης. Συνεπώς, δεν είναι το κόστος που η κατά κεφαλήν χρήση της κάρτας είναι χαμηλή στην Ελλάδα, αλλά η «κουλτούρα» των καταναλωτών και η διευρυμένη χρήση των μετρητών στην πραγματοποίηση των διαφόρων συναλλαγών. Πριν από δέκα χρόνια η χρήση της πιστωτικής κάρτας ήταν εξαιρετικά μικρή, ενώ σήμερα πραγματοποιείται ένα συνεχώς αυξανόμενο ποσοστό των συναλλαγών, κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα. Νομίζω ότι σε λίγα χρόνια, όχι περισσότερα από πέντε, η χρήση των πιστωτικών καρτών θα βρίσκεται στα ίδια επίπεδα με τις ανεπτυγμένες χώρες».


Σε ποιες περιπτώσεις ενδείκνυται η λήψη ανακυκλούμενου δανείου και σε ποιες πιστωτικής κάρτας;


«H αρχή λειτουργίας ενός ανακυκλούμενου δανείου και μιας πιστωτικής κάρτας είναι βασικά η ίδια. H τράπεζα εγκρίνει στον πελάτη ένα πιστωτικό όριο το οποίο ο πελάτης μπορεί να χρησιμοποιήσει όπως και όποτε χρειαστεί, κάνοντας αγορές ή αναλήψεις μετρητών και πληρώνοντας κάθε μήνα ελάχιστη καταβολή μόνο για το όριο που έχει χρησιμοποιήσει. Οι διαφορές των δύο προϊόντων είναι στη χρήση τους. Το ανακυκλούμενο δάνειο παρέχει μεγαλύτερη ευχέρεια για ανάληψη μετρητών ενώ η πιστωτική κάρτα χρησιμοποιείται κυρίως για αγορές αγαθών και υπηρεσιών. Ετσι ο καταναλωτής επιλέγει το προϊόν εκείνο που καλύπτει καλύτερα τις ανάγκες του από πλευράς χρήσης αλλά και πιστωτικού ορίου».


Πώς εκτιμάτε ότι θα διαμορφωθεί η αγορά της καταναλωτικής πίστης το 2004 και τα αμέσως επόμενα χρόνια;


«H αγορά της καταναλωτικής πίστης, παρά τη σημαντική ανάπτυξη που έχει σημειώσει τα τελευταία χρόνια, είναι ακόμη λιγότερο ανεπτυγμένη σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης. Αν δούμε το σύνολο των καταναλωτικών δανείων ως ποσοστό του ΑΕΠ, στην Ελλάδα βρίσκεται περίπου στο 7,5% έναντι 15,5% που είναι ο μέσος όρος στις χώρες της ευρωζώνης. H τάση είναι να συγκλίνουμε προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, που σημαίνει ότι θα συνεχίσει να αναπτύσσεται η καταναλωτική πίστη στην Ελλάδα κατά την επόμενη πενταετία. Ειδικά για το 2004, ο ρυθμός αύξησης εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει το 20%».