Τι συμβαίνει στο Χρηματιστήριο; Γιατί μετά από μια μακρά (και προεκλογική μάλιστα) περίοδο ευημερίας οι τιμές των μετοχών άρχισαν να πέφτουν και οι μικροεπενδυτές να χάνουν τα χρήματά τους; Πόση αλήθεια περιέχουν οι καταγγελίες για «σπέκουλα» και για κερδοσκοπικές «υποτιμητικές» κινήσεις χρηματιστών; Οι ίδιοι δεν το αρνούνται, αντιθέτως το επιβεβαιώνουν και κάποιοι ζητούν άμεσα μέτρα και καλύτερη εποπτεία Επενδυτές και χρηματιστές καταγγέλλουν τις αρχές για απουσία ελέγχου

Η ΑΓΟΡΑ, αν παρακολουθήσει κανείς την πορεία της μέσω των μεταβολών του γενικού δείκτη, φαίνεται να αγνοεί την ύπαρξη θετικών στοιχείων στην παρούσα περίοδο στο ελληνικό οικονομικό περιβάλλον ­ πολιτική σταθερότητα, διατήρηση των στόχων του προγράμματος σύγκλισης, συνέχιση οικονομικής πολιτικής, συγκράτηση του πληθωρισμού, αποκλιμάκωση επιτοκίων, εισροές κοινοτικού πλαισίου ­ και να μην αποτυπώνει στο καθημερινό βαρόμετρο της Σοφοκλέους τις μάλλον θετικές προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης των επόμενων ετών.

Τα στοιχεία όμως που σχηματίζουν την εικόνα της αγοράς δεν είναι μόνο ποσοτικά. Διάφορα κομμάτια προστίθενται καθημερινά στο παζλ χωρίς η τελική εικόνα να ξεκαθαρίζει αλλά να γίνεται περισσότερο συγκεχυμένη. Καταγγελίες για ανοιχτές πωλήσεις αέρα που σέρνουν τις μετοχές προς τα κάτω γίνονται καθημερινώς, ενώ η εποπτεία του Χρηματιστηρίου αδυνατεί να ελέγξει την αγορά και να δείξει πού σταματά η πραγματικότητα και αρχίζει η φημολογία. Η ουσιαστική δυνατότητα ελέγχου μετατίθεται χρονικά και αποδίδεται σε εγγενείς αδυναμίες της δημόσιας διοίκησης να επιτρέψει την αντιμετώπιση της κατάστασης με την ευελιξία και την ταχύτητα που απαιτείται.

Νέα κεφάλαια που να δίνουν ρευστότητα στην αγορά απουσιάζουν ανεξαρτήτως της πλευράς από την οποία αναμένονται, την Ελλάδα ή το εξωτερικό. Οι ξένοι θεσμικοί, είτε γιατί δεν βρίσκουν ικανοποιητικές αναπτυξιακές διαστάσεις στις ελληνικές επιχειρήσεις είτε γιατί φοβούνται την έλλειψη ελέγχου της αγοράς είτε γιατί απλώς βρίσκουν καλές αποδόσεις σε άλλα χρηματιστήρια, δεν φαίνεται να ενδιαφέρονται άμεσα για τη Σοφοκλέους. Οι μικροεπενδυτές από την εγχώρια αγορά προτιμούν σαφώς τη σιγουριά των τίτλων του Δημοσίου, δεδομένου μάλιστα ότι πολλοί από αυτούς που ενδιαφέρθηκαν παλαιότερα για το Χρηματιστήριο έχασαν τα χρήματά τους. Επιπλέον αρχίζει να εφαρμόζεται από την ερχόμενη εβδομάδα νέο θεσμικό πλαίσιο για τη λειτουργία των εταιρειών που παρέχουν υπηρεσίες στον επενδυτικό τομέα που θα αλλάξει πολλά μακροπρόθεσμα στην αγορά, αλλά έχει και άμεσες επιπτώσεις καθώς αναγκάζει τις χρηματιστηριακές εταιρείες να περιορίσουν δραστηριότητες «αέρα» (ανοικτές θέσεις), αν και δεν έχει ακόμη ξεκαθαρισθεί πώς θα γίνονται οι έλεγχοι αφού ο εποπτικός μηχανισμός δεν έχει αλλάξει.

Ο κ. Γ. Μαρκόπουλος, διευθύνων σύμβουλος της Σίγμα Χρηματιστηριακής, πιστεύει ότι το ελληνικό Χρηματιστήριο περνάει μια περίοδο εξυγίανσης και στη διαδικασία αυτή οφείλεται η ανορθόδοξη συμπεριφορά του. «Τώρα το γκρίζο κομμάτι της αγοράς εξαφανίζεται», αναφέρει χαρακτηριστικά. Ο ίδιος επισημαίνει ότι φαίνεται να απουσιάζει από τις αρχές του Χρηματιστηρίου συμπεριφορά που να στηρίζεται σε σαφή στρατηγική ανάπτυξης της αγοράς.

Σύμφωνα με τον γενικό διευθυντή της Intertrust ΑΕΔΑΚ κ. Θ. Μπουντουράκη, η συμπεριφορά της αγοράς επηρεάζεται από χρόνια προβλήματα του ελληνικού Χρηματιστηρίου: την έλλειψη ελέγχου και διαφάνειας και την ελλειμματικότητα της χρηματιστηριακής αγοράς σε εισροή κεφαλαίων. «Η περιορισμένη πρόσβαση του κοινού στη χρηματιστηριακή αγορά και η στροφή του σε εναλλακτικές τοποθετήσεις όπως είναι οι τίτλοι του Δημοσίου οφείλονται στην περιορισμένη ακόμη ανάπτυξη του θεσμού των αμοιβαίων κεφαλαίων», επισημαίνει ο κ. Μπουντουράκης, ο οποίος σημειώνει ακόμη ότι η ελληνική αγορά στερείται της ρευστότητας που διαθέτουν τα ασφαλιστικά ταμεία, τα οποία σε όλες τις ανεπτυγμένες αγορές παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη και λειτουργία των χρηματιστηρίων. Προς τη διευθέτηση των δύο αυτών χρόνιων προβλημάτων αλλά και την τήρηση μιας συγκεκριμένης πολιτικής προς την αγορά πιστεύει ο κ. Μπουντουράκης ότι πρέπει να στραφούν οι προσπάθειες των αρχών και της πολιτείας ώστε να αποδοθεί στο Χρηματιστήριο ο αποταμιευτικός και αναπτυξιακός ρόλος του.

«Η σχέση απόδοσης των εντόκων γραμματίων, που φθάνει το 12,3%, και της μερισματικής απόδοσης του Χρηματιστηρίου, που εκτιμάται ότι θα φθάσει στο 5%, βρίσκεται στην περιοχή του 2,5, που είναι και η ιστορικά χαμηλότερη τιμή που έχει καταγραφεί εδώ και μια δεκαετία», διαπιστώνει ο γενικός διευθυντής της Alico Eurobank και παράλληλα γενικός γραμματέας της Ενωσης Θεσμικών Επενδυτών κ. Α. Παππάς. Ο ίδιος πιστεύει πως το γεγονός ότι η χρηματιστηριακή αγορά διανύει μια περίοδο έντονου προβληματισμού, που επικεντρώνεται περισσότερο στα θεσμικά και λειτουργικά παρά στα θεμελιώδη δεδομένα της αγοράς, είναι αποτέλεσμα της μεταβατικής περιόδου που περνάει η ελληνική αγορά. Ενώ το θεσμικό πλαίσιο έχει σε μεγάλο βαθμό προσαρμοσθεί στα δεδομένα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αναφέρει, η ανελαστικότητα στον τρόπο λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης δεν έχει δώσει τη δυνατότητα αποδοτικής λειτουργίας των αρχών της κεφαλαιαγοράς.

«Αν ο μηχανισμός της κεφαλαιαγοράς αφυπνισθεί και στελεχωθεί ενώ παράλληλα θεσμοθετηθούν οι δυνατότητες χρηματοδότησης των επενδυτών και οι ανοικτές πωλήσεις τίτλων, τότε θα οδηγηθούμε σε μια σταδιακή εξάλειψη της υποτιμητικής κερδοσκοπίας», σημειώνει με έμφαση ο κ. Παππάς αναφερόμενος στην εικόνα που παρουσίασε αυτήν την εβδομάδα η αγορά.

Ο ίδιος πιστεύει ότι στα θεμελιώδη δεδομένα της οικονομίας υπάρχουν θετικές και αρνητικές πλευρές οι οποίες διαμορφώνουν τη συμπεριφορά των επενδυτών. Σε επίπεδο οικονομικής πολιτικής, αναφέρει, η αγορά έχει προεξοφλήσει τις κυβερνητικές εξαγγελίες και περιμένει οριστική κατάθεση του προϋπολογισμού όπου θα οριστικοποιηθούν το φορολογικό πλαίσιο, το βάθος της δημοσιονομικής προσαρμογής και η τελική υπέρβαση του τρέχοντος προϋπολογισμού.

Πόσο όμως τραυματίζουν την αγορά τα φαινόμενα στα οποία ενέχονται χρηματιστηριακές εταιρείες προς τις οποίες στρέφονται τα βέλη όλων; «Τα φαινόμενα αυτά δεν εμφανίστηκαν σήμερα», αναφέρει ο κ., πρόεδρος του συνδέσμου των χρηματιστηριακών εταιρειών (ΣΜΕΧΑ) και διευθύνων σύμβουλος της Εγνατίας Χρηματιστηριακής. Η κατάσταση έχει φθάσει τώρα στο απροχώρητο αφού η κεφαλαιαγορά είναι ελλειμματική σε στελέχη για την πραγματοποίηση ελέγχων, με αποτέλεσμα να τραυματίζεται η εμπιστοσύνη των επενδυτών.

«Εχουμε ζητήσει επανειλημμένως από την πολιτεία να εξαντλήσει όλη την αυστηρότητα που προβλέπει ο νόμος σε χρηματιστηριακές εταιρείες οι οποίες εντοπίζεται να συμμετέχουν σε φαινόμενα κερδοσκοπίας και κατά παράδοξο τρόπο οι αρχές της κεφαλαιαγοράς δεν έχουν κάνει έλεγχο σε υποθέσεις χρηματιστηριακών εταιρειών οι οποίες έφθασαν ενώπιόν της. Ας μην ξεχνάμε ότι όταν πλήττεται η αξιοπιστία του θεσμού, οι πρώτοι που βγαίνουμε ζημιωμένοι είμαστε εμείς οι επαγγελματίες του χρηματιστηριακού χώρου», σημειώνει ο πρόεδρος του ΣΜΕΧΑ, ο οποίος αναγνωρίζει ότι και η τακτοποίηση «ανοιχτών θέσεων» των χρηματιστηριακών εταιρειών εν όψει της εφαρμογής του νέου θεσμικού πλαισίου αυτήν την εβδομάδα είναι μία από τις αιτίες που οδηγούν σε ανορθόδοξη συμπεριφορά της αγοράς. «Γνωρίζαμε ότι υπήρχε μεγάλο άνοιγμα, αλλά η πραγματικότητα ήταν πέρα από κάθε εκτίμηση», σημειώνει, διατυπώνοντας και την άποψη ότι η ευθύνη για την πορεία της αγοράς δεν βρίσκεται μόνο στις χρηματιστηριακές εταιρείες αλλά και στην απογοήτευση που δοκιμάζει η αγορά σε ό,τι αφορά την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης σε θέματα όπως οι ιδιωτικοποιήσεις αλλά και οι επιλογές της σε φορολογικό επίπεδο.

Η ελληνική αγορά ποτέ δεν φημιζόταν για την απολύτως εύρυθμη λειτουργία της και τα φαινόμενα κερδοσκοπίας δεν έλειπαν. Γιατί λοιπόν έχουν πάρει τώρα μορφή χιονοστιβάδας; «Επικρατεί πλήρης αναξιοπιστία στον θεσμό», σημειώνει ο διευθύνων σύμβουλος της Midland – Παντελάκης Χρηματιστηριακή κ. Ν. Παντελάκης, και συνεχίζει: «Μπορεί να μην είναι νέο φαινόμενο τα περιστατικά κερδοσκοπίας, αλλά τώρα η αγορά έχει πλέον μεγαλώσει πολύ και με την απουσία ελέγχου μπορούμε να πούμε ότι μάλλον ξεχείλισε το ποτήρι». Ο κ. Παντελάκης διερωτάται ποιος Ελληνας ή ξένος μπορεί να εμπιστευθεί μια αγορά όπου οι τιμές των μετοχών παρουσιάζουν μεγάλες αποκλίσεις, όπου μπορείς να αγοράσεις μια μετοχή στις 4.000 δρχ. και μετά από μερικούς μήνες τα χαρτιά που έχεις στα χέρια σου να αξίζουν λιγότερο από 1.000 δραχμές. «Είναι τελικά τόσο δύσκολο να γίνει έλεγχος;», αναρωτιέται.

«Εχει επικρατήσει πλέον η άποψη», συνεχίζει ο ίδιος, «ότι το Χρηματιστήριο μόνο κερδοσκοπία μπορεί να προσφέρει. Και φαίνεται να έχει λησμονηθεί ότι η χρηματιστηριακή αγορά μπορεί να αποτελέσει ένα αναπτυξιακό εργαλείο στα χέρια όποιου το χρησιμοποιήσει σωστά. Υπάρχουν κεφάλαια π.χ. στα ασφαλιστικά ταμεία τα οποία τώρα παραμένουν ανεκμετάλλευτα, τα οποία μπορούν να χρηματοδοτήσουν σοβαρές επενδυτικές προσπάθειες επιχειρήσεων, όπως έχει γίνει με αρκετές περιπτώσεις. Υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι κάποιος θα διασφαλίσει πως τα χρήματα που αντλούνται κατευθύνονται πράγματι για αναπτυξιακούς σκοπούς και ότι δεν θα αλλάξουν απλώς χέρια κάποια χρήματα».

Υπολογίζεται ότι την τελευταία επταετία απέκτησαν κάποια στιγμή σχέση με την κεφαλαιαγορά γύρω στα 300.000 άτομα. Από τον αριθμό αυτόν, ο οποίος είναι εντυπωσιακός, έχουν παραμείνει σήμερα στην αγορά με τοποθετήσεις τους μόνο 10.000 άτομα ­ χωρίς να υπολογίζονται οι μέτοχοι του ΟΤΕ ­ όπως αναφέρουν οι ίδιες εκτιμήσεις. Ασφαλώς το ποσοστό συγκράτησης επενδυτών δεν είναι κολακευτικό για την ελληνική αγορά, αλλά η συνολική καταγραφή του αριθμού των 300.000 επενδυτών δείχνει το πόσο μπορεί να γίνει αποδεκτή η μετοχική ιδέα στην ελληνική αγορά αν υπάρξουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις που θα διασφαλίζουν ότι δεν θα σημειωθούν σοβαρές απώλειες αποταμιευτικών κεφαλαίων.

«Οσοι δοκίμασαν να γνωρίσουν από κοντά τη χρηματιστηριακή αγορά και έχασαν κεφάλαια είναι φυσικό να κρατούν μεγάλες επιφυλάξεις. Οι ίδιες άλλωστε οι χρηματιστηριακές εταιρείες δεν έχουν δομηθεί κατά τέτοιον τρόπο ώστε να εξυπηρετούν τον μικροεπενδυτή», αναφέρει ο κ. Σπ. Μπέλλος, διευθύνων σύμβουλος της Κάππα Χρηματιστηριακής, συμπληρώνοντας: «Σε ό,τι αφορά το θεσμικό του πλαίσιο το ελληνικό Χρηματιστήριο θεωρείται από τα καλύτερα της Ευρώπης. Απουσιάζουν όμως η δυνατότητα και οι μηχανισμοί να εφαρμοσθούν στην πράξη οι θεσμοί που υπάρχουν».

Ο κ. Μπέλλος πιστεύει ότι μπορούν άμεσα να δοθούν στην αγορά «εργαλεία» τα οποία θα επιτρέψουν να λειτουργήσουν οι μηχανισμοί της και να αποτραπούν στην πράξη τα φαινόμενα που ταλαιπωρούν τον θεσμό και πλήττουν την αξιοπιστία του. Επισημαίνοντας το ποιες πρέπει να είναι οι προτεραιότητες που θα έβγαζαν την αγορά από την καχεξία της ο κ. Μπέλλος αναφέρει την αποϋλοποίηση των μετοχικών τίτλων, την εισαγωγή των παραγώγων προϊόντων, την αναδιάρθρωση των μηχανισμών εποπτείας και την κατάργηση των ορίων ημερήσιας διακύμανσης των μετοχών.

Σύμφωνα με τον κ. Μπέλλο, η περίοδος πριν από την κατάθεση του προϋπολογισμού είναι κατά παράδοση ένα χρονικό διάστημα στο οποίο η αγορά παρουσιάζει ένα όχι ιδιαίτερα καλό πρόσωπο. Ωστόσο, ο ίδιος επισημαίνει πως «το γεγονός ότι ένας σκληρός προϋπολογισμός που κινούμενος στο πνεύμα του προγράμματος σύγκλισης που κατατίθεται από μια κυβέρνηση αποδεκτή από την αγορά δεν οδηγεί σε θετικές αντιδράσεις το Χρηματιστήριο πρέπει να μας προβληματίσει. Υπάρχουν χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα τα οποία απομακρύνουν έλληνες και ξένους θεσμικούς, όπως η έλλειψη βάθους και αποδόσεων, και καταδικάζουν την αγορά σε διαρκή καχεξία».