” Το θέατρο με αντέχει και το αντέχω ”





Επιμένει να χαράσσει τη δική της πορεία. Μια πορεία μακριά από το κατεστημένο και από οποιαδήποτε σύμβαση ή τυποποίηση. Αυτό άλλωστε που ενδιαφέρει την Ολια Λαζαρίδου όλα αυτά τα χρόνια είναι να μπορεί να πραγματοποιεί τις απλές επιθυμίες της, να συνδιαλέγεται δημιουργικά με τον χώρο της, το θέατρο, και να μπορεί αυτό να το μεταδίδει και σε όσους την συναναστρέφονται καλλιτεχνικά. Αυτό ήταν και το κίνητρό της για να αναλάβει τη σκηνοθεσία της κωμωδίας του Νιλ Σάιμον «Ξυπόλυτοι στο πάρκο» που ανεβαίνει σε λίγες ημέρες στο θέατρο Λαμπέτη. Να λειτουργήσει με το συναίσθημα, να δημιουργήσει μια ωραία παράσταση, απλή αλλά ουσιαστική, και να φύγουν όλοι από το θέατρο με μια γλυκιά αίσθηση.




– Επιμένετε να ακολουθείτε μια πορεία καλλιτεχνικά αντισυμβατική. Γιατί;


«Στην αρχή ήταν πολύ απλά ο φόβος. Μην τυποποιηθώ προτού καλά καλά μάθω κι εγώ η ίδια ποια είμαι. Ηθελα να μείνω ελεύθερη. Από την άλλη έψαχνα και ψάχνω πάντα πράγματα, μπορεί όχι επαγγελματικά σωστά με μια στενή έννοια, αλλά ζωντανά που θα ξυπνήσουν, θα με μάθουν και θα με φέρουν αντιμέτωπη με νέες δημιουργικές δυσκολίες».


– Τι ακριβώς φοβόσαστε; Τη δέσμευση και την τυποποίηση;


«Δεν ήξερα ακόμη μέσα μου τη διαφορά που έχουν τα δεσμά και οι δεσμοί. Αλλο είναι τα δεσμά και άλλο είναι οι δεσμοί. Εχουμε μια συγκεχυμένη αίσθηση ότι κάθε πράγμα που σε δεσμεύει σε καταδυναστεύει».


– Τώρα νιώθετε ότι έχετε ανακαλύψει τη διαχωριστική γραμμή;


«Προσπαθώ, δεν είναι απλό αυτό. Στη ζωή συνέχεια μαθαίνεις».


– Τον ενθουσιασμό σας πώς τον διατηρείτε;


«Απλά. Πιστεύοντας ότι η ελπίδα είναι πιο δυνατή από την εμπειρία· πως έχουμε πολλά να μάθουμε ακόμη εδώ κάτω και πως αξίζει τον κόπο να τα μάθουμε».


– Είστε ικανοποιημένη με την πορεία σας ως σήμερα;


«Είμαι ικανοποιημένη που έχω βρει ένα χώρο να με αντέχει και να τον αντέχω. Το θέατρο. Και ότι μέσα σε αυτόν ζω συγκινήσεις, γνωρίζω και συναλλάσσομαι καθημερινά με ανθρώπους, μοιράζομαι δηλαδή. Και αυτό θεωρώ ότι είναι ένα πολύ μεγάλο και καθόλου αυτονόητο δώρο στη ζωή μου».


– Τι σημαίνει για εσάς θέατρο τώρα;


«Αλλες φορές, όταν είμαι χωμένη εντελώς μέσα όπως τώρα, μοιάζει σαν να είναι κάτι σαν το φυσικό μου χώρο. Αλλες πάλι φορές έχω την εντύπωση ότι η προσωπική μου πορεία περνάει μεν μέσα από ‘κεί αλλά για να καταλήξει κάπου αλλού. Πού ακριβώς; Δεν ξέρω ακόμη».


– Εχετε δηλώσει σε παλαιότερη συνέντευξή σας πως νιώθετε καλλιτέχνης και όχι ηθοποιός…


«Το έχω πει επειδή με ενδιαφέρει το ωραίο και το αρμονικό, κάτι που είναι πιο γενικό από την ηθοποιία. Στις πρόβες μερικές φορές πιάνω τον εαυτό μου να επαναλαμβάνω χωρίς να το συνειδητοποιώ με κίνδυνο να γίνω βαρετή: “Οχι, έτσι να το κάνουμε γιατί είναι πιο ωραίο”. Δηλαδή όχι πιο σωστό ή κάτι άλλο, πιο ωραίο. Εννοώ βέβαια αυτή την απροσδιόριστη έννοια αρμονίας».


– Τώρα είστε και σκηνοθέτις…


«Οχι, δεν είμαι σκηνοθέτης. Είμαι πιο πολύ ένας προσωρινός αρχηγός γι’ αυτή τη στιγμή. Πώς είναι όταν μικροί παίζοντας βγάζουμε κάποιον απ’ έξω και του λέμε τώρα θα τα φυλάς εσύ; Ε, αυτό είμαι».


– Λειτουργείτε περισσότερη βασισμένη στο ένστικτο ή στη λογική;


«Σαφώς με το ένστικτο… από ένστικτο».


– Παλαιότερα δηλώσατε πως σας ενδιαφέρει ό,τι κάνετε να είναι επίκαιρο. Στην παρούσα φάση τι είναι αυτό που σηματοδοτεί την επικαιρότητα της επιλογής σας;


«Με ενδιαφέρει φυσικά η δουλειά μου να είναι επίκαιρη σε σχέση με μια εσωτερική δική μου μονάδα μέτρησης. Τον τελευταίο καιρό έχω αρχίσει να υποψιάζομαι ότι η ζωή δεν είναι μόνο γνώση, ελευθερία, εξυπνάδα ή το να κρίνεις ειρωνικά και από απόσταση τους ανθρώπους και την ίδια τη ζωή. Εχουν πάρει άλλα πράγματα το πάνω χέρι, όπως η χαρά, η απλότητα, η μετριοπάθεια – που δεν είναι απαραίτητα συμβιβασμός -, η πίστη, γενικά το ναι στη ζωή, η κατάφαση. Οπότε η επιλογή του συγκεκριμένου έργου για μένα είναι επίκαιρη».


– Γιατί αποφασίσατε να το σκηνοθετήσετε;


«Δεν είχα την ανάγκη να σκηνοθετήσω για να δείξω πόσο κουλτουριάρα ή έξυπνη είμαι. Δεν είχα αυτή την ανάγκη να αποδείξω τίποτε. Είχα την ανάγκη να κάνω μια παράσταση που να είναι διασκεδαστική και να λειτουργεί σαν δώρο σε όσους τη δουν. Ενα έργο ελαφρύ αλλά με ποιοτικούς όρους, όπου το ελαφρύ δεν σημαίνει απαραίτητα κουτό και χαζοχαρούμενο ή εύκολα φτιαγμένο. Και ήθελα πραγματικά να το κάνω και να έλθει το παιδάκι, η κυρία, ο κουλτουριάρης και ο μη κουλτουριάρης και να ευχαριστηθούνε. Ενα πράγμα το οποίο θα έχει περισσότερο συναίσθημα απ’ ό,τι εξυπνάδα. Επειδή το “Ξυπόλητοι στο πάρκο” είναι μια πολύ γλυκιά κωμωδία που γράφτηκε τη δεκαετία του ’60, δεν είναι ούτε κάτι παραπάνω αλλά ούτε και κάτι λιγότερο. Δεν ήθελα καθόλου να το πάρω και να αποτίσω φόρο τιμής σε εφηβικά όνειρα. Ηθελα να βάλω όση αθωότητα έχει επιζήσει του κυνισμού μου και της ζωής γύρω σε αυτό το πολύ απλό πράγμα. Και σαν τέλος το ότι η αγάπη μπορεί να περνάει τα εμπόδια και να γεφυρώνει τις διαφορές».


– Νιώθετε ότι αυτή η απλότητα λείπει σήμερα από το θέατρο;


«Ναι, πάρα πολύ. Νομίζω ότι πνιγόμαστε πολλές φορές σε μια κουταλιά νερό. Και αυτό νομίζω ότι γίνεται γιατί στη γενιά μου, που έρχεται από τον κόσμο των ιδεών, εμπιστευόμαστε πιο πολύ τις ιδέες μας παρά τα συναισθήματά μας. Δεν έχουμε τον τρόπο, όχι ότι δεν θέλουμε. Απλό δεν σημαίνει αναγκαστικά απλοϊκό».


– Τι είναι αυτό που σας ενοχλεί αισθητικά σήμερα στον χώρο σας;


«Με ενοχλούν τα δύο άκρα που παρατηρώ. Από τη μια πράγματα πολύ στεγνά, χωρίς θηλυκότητα, με πολύ έξυπνες ιδέες αλλά πολύ εγωιστικά φτιαγμένα, και από την άλλη πράγματα που απευθύνονται σε απλούς ανθρώπους τάχα μου αλλά είναι λαϊκίστικα, χωρίς ποιότητα. Με ενδιαφέρει ό,τι είναι ανάμεσα σε αυτά τα δύο άκρα».


Η παράσταση του έργου του Νιλ Σάιμον «Ξυπόλυτοι στο πάρκο» κάνει πρεμιέρα στις 22 Ιανουαρίου στο θέατρο Λαμπέτη (λεωφ. Αλεξάνδρας 106, τηλ. 210 6463.685). Η μετάφραση και η σκηνοθεσία είναι της Ολιας Λαζαρίδου, τα σκηνικά και τα κοστούμια της Ελλης Παπαγεωργακοπούλου και η μουσική επιμέλεια του Δημήτρη Πολιτάκη. Πρωταγωνιστούν οι Ακης Σακελλαρίου, Θεοδώρα Τζήμου, Κωνσταντίνος Τζούμας, Ολγα Δαμάνη και Στάθης Νικολαΐδης.