Το μεσημέρι της Τετάρτης 16 Σεπτεμβρίου πέρασα για φαγητό από τους γονείς μου. Είναι κάτι που συνηθίζω να κάνω όλες τις σημαντικές ημέρες της ζωής μου και λογικό ήταν να το κάνω και την ημέρα που θα έβλεπα για πρώτη μου φορά τους Rolling Stones επί το έργον.


«Σε ψάχνει επειγόντως κάποιος Τάσος από τη Virgin» μου είπε η μητέρα μου σερβίροντας πατατοσαλάτα. Σηκώθηκα από το τραπέζι ψύχραιμα αλλά στην πραγματικότητα μου είχε κοπεί η ανάσα! «Λες να στράβωσε κάτι με τη συναυλία των Stones;» αναρωτήθηκα σηκώνοντας το τηλέφωνο. Ευτυχώς ο Τάσος ήταν καθησυχαστικός, λακωνικός και σαφέστατος: «Στις επτάμισι το απόγευμα θα απονείμουμε στους Stones τους χρυσούς τους δίσκους και είσαι ένας από τους 20, μαζί με εμάς, ανθρώπους που επιτρέπεται να παρευρεθούν. Θα σε παραλάβουμε, με τους υπολοίπους, ακριβώς στις επτά στην είσοδο επισήμων του ΟΑΚΑ. Σε αφήνω τώρα γιατί, όπως καταλαβαίνεις, πνίγομαι…».


Μάλιστα!


Η πρώτη σκέψη μου ήταν ότι τελικά δεν θα καταφέρω να αποφύγω τα Ξύλινα Σπαθιά που θα άνοιγαν τη συναυλία. (Οχι πως έχω τίποτε με τα παιδιά αλλά γενικά δεν θα ‘θελα να ακούω οποιονδήποτε προτού δω τους Stones, τον Ντίλαν και μερικούς ακόμη). Η δεύτερη, πως είχα στη διάθεσή μου τέσσερις ώρες ως το ραντεβού. Και η τρίτη, που την έκανα κατευθυνόμενος ήδη σπίτι μου για τα περαιτέρω, πως θα έπρεπε γρήγορα να ξεχάσω την πιθανότητα προσεγγίσεων, ερωτήσεων, φωτογραφιών κλπ. αφού οι γνώσεις μου για το πώς λειτουργεί ο μηχανισμός των Rolling Stones και ο σαφέστατα κοινωνικός και όχι δημοσιογραφικός χαρακτήρας της εκδήλωσης όπου προσεκλήθην δεν άφηναν περιθώρια για τέτοιες… διεκδικήσεις!


Στις 7 ήμουν στο προκαθορισμένο σημείο. Ενιωθα «cool, calm and collected», όπως κάποτε τραγούδησαν οι Stones σε ένα από τα τραγούδια τους που ίσως και οι ίδιοι να έχουν ξεχάσει. Μαζί με τους ανθρώπους της Virgin περίμεναν και αρκετοί γνωστοί μου από τα ΜΜΕ. «Ρε συ, αυτό το τσούρμο είμαστε πάνω από 20!» λέω του Τάσου. «Θα μπλέξεις έτσι και οι Stones έχουν πει αυστηρά για 20 άτομα!».


Γέλασε. «Μη σε νοιάζει, ρε Μάνιξ» μου λέει. «Θα τα λύσει όλα σε δύο λεπτά η Ελεν!». «Ποια είναι αυτή;». «Η… μπατσίνα που θα σας αναλάβει» μου απάντησε γελώντας ενώ έδειχνε προς ένα συμπαθητικό κορίτσι με ροζέ δέρμα ηλιοκαμένης σκωτσέζας τουρίστριας, μαύρες σαγιονάρες, παντελόνι αγγαρείας, γουόκι-τόκι στο χέρι και μπόλικο… τσαμπουκά για το μπόι και την ηλικία της. Πλησίασε, χαμογέλασε, συστήθηκε και ανέλαβε να μας διοχετεύσει μέσα από σεκιουριτάδες και αστυνομικούς στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο στα αποδυτήρια (και όχι… καμαρίνια, όπως κατά κόρον εγράφη) του ΟΑΚΑ. Προτού μας βάλει μέσα, έβγαλε ένα χαρτί με δακτυλογραφημένα τα 20 ονόματα. Ακόμη και ο διευθυντής της ελληνικής Virgin, ο γνωστός τοις πάσι Γιάννης Πετρίδης, χρειάστηκε να ακούσει το όνομά του για να περάσει στον πίσω από την Ελεν χώρο όπου συγκεντρωθήκαμε οι όποιοι… τυχεροί!


Οδηγηθήκαμε γρήγορα στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο όπου η Ελεν μάς έδωσε αυστηρά τις ακόλουθες οδηγίες: «Οταν μπουν μέσα, τους χειροκροτάτε φυσικά και κατόπιν, όταν έλθουν μπροστά σας, τους συστήνεστε και βγάζετε δυο-τρεις ομαδικές φωτογραφίες. Οποιος κάνει ερώτηση ή ζητήσει αυτόγραφο βγαίνει αμέσως από την αίθουσα! Αυτά και… ο μπουφές δικός σας!».


Μπουφές; Οχι ακριβώς! Αλλά ό,τι και αν ήταν έκρυβε καλό γούστο: κρασιά «Αμπελών Χατζημιχάλη» και «Σαντορίνη Αντωνίου», τσιπς και κράκερ δίπλα σε μπολ με τσίλι σος, χειροποίητα μπισκότα με σοκολάτα και αμύγδαλο, εκλεκτοί ξηροί καρποί, αναψυκτικά light και μπίρες «Mythos». Τα υφάσματα στον μπουφέ και τριγύρω ήταν τυπικά εξαρτήματα Stones: σατέν και μεταξωτά σε χρώματα χρυσό, μαύρο, μπλε και μοβ καθώς και κομμάτια από τις προσφιλέστατες στον Ρίτσαρντς προβιές λεοπάρδαλης. Επιπλέον οι τοίχοι φιλοξενούν και δύο ευμεγέθη πανό με τα σήματα του τελευταίου δίσκου και της περιοδείας τους ενώ τόσο η περί ης ο λόγος αίθουσα όσο και όλος ο εν γένει χώρος των αποδυτηρίων εκυριαρχούντο από την έντονη μυρωδιά δεκάδων αρωματικών sticks που ήσαν αναμμένα.


«Θες να βοηθήσεις στην απονομή των χρυσών δίσκων;» άκουσα τον Πετρίδη να με ρωτάει. «Δεν μπορώ», συνέχισε, «να κρατάω τέσσερις δίσκους μόνος μου!».


«Μπα!» του λέω. «Πρώτον, πρέπει να το κάνεις εσύ και, δεύτερον, εγώ έχω άλλη δουλειά: θα πάρω αυτόγραφα από τον Ρίτσαρντς και τον Γουντ!». «Και εγώ θέλω, ρε γαμώ το», λέει ο Πετρίδης, «αλλά δεν μας παίρνει». «Εσένα δεν σε παίρνει όντως, Γιάννη μου, γιατί είσαι διευθυντής της εταιρείας. Εμένα, που είμαι ένας ταπεινός free-lancer, με παίρνει όμως!». «Και αν γίνει θέμα;» με ρώτησε με εύλογη ανησυχία. «Δεν θα γίνει! Αυτά τα πράγματα δεν γίνονται με τους κανόνες της Ελεν. Γίνονται ή δεν γίνονται με τα… μάτια!» του είπα φιλικάκαι πήγα πιο εκεί να αποτελειώσω το κρασί μου.


Η Ελεν χώριζε τους παρισταμένους σε δύο γκρουπ των δέκα ατόμων. Προτίμησα να σταθώ κοντά στα παιδιά της Virgin, στο δεύτερο και τελευταίο.


Μερικά μέτρα πιο αριστερά ακούσθηκε ένας θόρυβος και μπροστά μας ήταν ο Μικ Τζάγκερ με ένα ριγέ πουκάμισο και ύφος ανθρώπου που με συγκρατημένη ευγένεια θα απευθυνθεί στους εργάτες της βιομηχανίας του! Από πίσω του, ο Τσάρλι Γουότς με άψογη mod αμφίεση (λευκό τζιν παντελόνι, σιέλ μπλουζάκι, λευκό τζιν μπουφάν) και με το γνωστό απόμακρο ύφος του που φωνάζει «τι δουλειά έχω εγώ με αυτούς τους τύπους;», και τελευταίοι οι ανέκαθεν κολλητοί κκ. Γουντ και Ρίτσαρντς. Προτού περάσει την πόρτα ο τέταρτος, ο Τζάγκερ είχε… ξεπετάξει την πρώτη δεκάδα και στεκόταν μπροστά μας. «Hi, mate!» τον άκουσα να λέει σφίγγοντας το χέρι μου, και αμέσως είδα μπροστά μου τον Γουότς. «Τα σέβη μου!» του είπα στα αγγλικά. «Για ποιο λόγο;» με αφόπλισε ο λευκομάλλης ντράμερ, προχωρώντας στον διπλανό μου.


«Μόλις έρθει ο Γουντ, άρχισε να δίνεις τους χρυσούς δίσκους, σε παρακαλώ» ψέλλισα στον Πετρίδη.


Ευτυχώς που το έκανε. Μαζί με τους χρυσούς δίσκους, ο Γιάννης είχε τη φαεινή ιδέα να τους προσφέρει ως δώρο από ένα εξαίρετο βιβλίο για τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό. Του Γουντ έγραφε απ’ έξω «Ancient theaters», και αφού έδωσε τον χρυσό δίσκο σε κάποιον παρατρεχάμενο, άρχισε να το ξεφυλλίζει ακριβώς δίπλα μου.


Στο χέρι μου κρατούσα κι εγώ ένα βιβλίο, το βιβλίο με τα ζωγραφικά έργα του ίδιου του Γουντ. «Hey man, will you sign your book for me?» τον ρώτησα όταν αποφάσισε να με χαιρετήσει. «Of course Ι will» μου χαμογέλασε. Του δίνω το βιβλίο και ταυτόχρονα συμβαίνουν δύο πράγματα. Πρώτον, το χέρι της Ελεν πιάνει το μπράτσο μου σαν τανάλια («όχι αυτόγραφα» μου λέει, «θέλω να υπογράψω το βιβλίο μου» της απαντά ο Γουντ) και, δεύτερον, ο τελευταίος της παρέας, ο Ρίτσαρντς, που είχε έρθει κοντά μας, ρωτάει τον Γουντ σε άψογη τζαμαϊκανή αργκό (και οι δύο έχουν σπίτια εκεί): «Wha ya signin’ up Ronnie?» «Me book maan» λέει ο Γουντ, δίνοντάς μου το βιβλίο. Συστήνομαι και στον Ρίτσαρντς, ενώ ανοίγω το βιβλίο του Γουντ στη σελίδα που έχω φυλάξει μια φωτογραφία που θέλω να μου υπογράψει ο Κιθ. «Αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων!» του λέω στα ελληνικά, βάζοντας μπροστά του τη φωτογραφία. «Yeah, sure!» κάνει αυτός και την υπογράφει. Οι υπόλοιποι είχαν ήδη βγάλει και τις αναμνηστικές φωτογραφίες της απονομής των χρυσών δίσκων, τους οποίους, μετά μίνι – σύσκεψη μεταξύ τους, αποφάσισαν ομόφωνα να ξεφορτωθούν, ενώ τα βιβλία τους ζήτησαν να τα πάρουν μαζί στο ξενοδοχείο.


«Well guys, nice seeing you» είπε ο Τζάγκερ και έφυγε πρώτος. Ή έτσι νόμιζε. Γιατί πρώτος είχε φύγει ο Γουότς! Ξανατρακάραμε με τον Γουντ στην έξοδο, και πρόσεξα το νυσταγμένο ύφος του, ενώ πλησιάζοντας πολύ κοντά τον Ρίτσαρντς τον αποχαιρετώ με τον τζαμαϊκανό χαιρετισμό: «Irie». Κοντοστάθηκε για ένα δευτερόλεπτο. Μύριζε ιδρώτα και πολλά άλλα, που δεν είναι του παρόντος. Αφησε πίσω τη μυρωδιά του και χάθηκε και αυτός.


«Κατάλαβες τίποτε;» με ρώτησε ο Πετρίδης, μόλις μείναμε οι… γηγενείς και πάλι. «Πολλά!» του απάντησα. «Πρώτα πρώτα, κατάλαβα ότι θα δούμε μια φοβερή συναυλία, γιατί, όπως θα ξέρεις, όταν δεν έχουν κέφια δεν κάνουν αυτή τη συνάντηση, ενώ τις πιο πολλές φορές πάνε μόνο οι Γουότς και Γουντ. Αρα, έχουν πολλά κέφια! Και επίσης κατάλαβα ότι ξέρουν πολύ καλά πώς να κρατηθούν για πάντα πολύ μεγάλοι, γιατί, αν το καλοσκεφθείς, αυτοί που είδαμε δεν είναι ακριβώς εφησυχασμένοι σταρ. Θα παίξουν κατά τις εννιάμισι επί δύο ώρες, και είναι εδώ από τις πεντέμισι κάνοντας γυμναστική, προθέρμανση και μπίζνες κάθε λογής. Μακάρι, να έχουμε τα κότσια τους όταν εξηνταρίσουμε!».


Τον ευχαρίστησα για τη φιλοξενία και την όλη εμπειρία αυτής της συνάντησης, και βγήκα στον αγωνιστικό χώρο. Αρχισα να κατευθύνομαι προς τα πίσω, προσπαθώντας να βρω μια γωνιά να χαλαρώσω λίγο, να ξεχάσω τη συνάντηση που προηγήθηκε, να μπω σιγά σιγά στα της συναυλίας. Τα κατάφερα σε ένα μισάωρο. Ενδιαμέσως, είχα ψωνίσει μπλουζάκια, πόστερ και προγράμματα, παραγγελίες φίλων μου (ανάμεσά τους και ενός 12χρονου πιτσιρικά που θαυμάζει τους Stones ως ήρωες του… Playstation, ή κάτι τέτοιο), είχα πέσει επάνω σε δεκάδες γνωστούς και γνωστές και είχα μείνει άναυδος από τη δημογραφική σύνθεση όσων συμπτωματικά γνώριζα στο συγκεκριμένο τμήμα του ακροατηρίου. Είδα τον Σαββόπουλο, τον Αγγελάκα από τις Τρύπες, ένα γνωστό μου που έκλεισε την… ψησταριά του για να έρθει, κόρες φίλων μου που με χαιρετούσαν στον… πληθυντικό, ένα σκηνοθέτη της διαφήμισης, τη… Ματούλα, τον διευθυντή ειδήσεων της ΕΤ3, δύο πιτσιρικάδες που με ρώτησαν αν ξέρω που πουλάνε… φούντα (!!!), τον διευθυντή του… χέβι μέταλ περιοδικού «Metal Hammer», τα τρία «Λ» (Λαλίνα, Λώρη και Λένα) από «Το Βήμα», τον Δημήτρη Γρηγοράτο που τους είχε δει και στη συναυλία της Λ. Αλεξάνδρας, το 1967, ένα φίλο μου ιχθυοκαλλιεργητή με την έγκυο σύζυγό του και μια ελληνοαμερικανίδα μασέζ που είχα να δω ακριβώς μια δεκαετία… Ενα κομματάκι του κοινού και μόνο ήταν αρκετό για να εξηγήσει γιατί οι Stones είναι κλασικοί.


Μόλις βγήκαν, ήμουν ήδη μπροστά μπροστά. Ρούφηξα επί δίωρο κάθε στιγμή και νότα της συναυλίας τους. Εχω σημειώσει κάθε αλλαγή κοστουμιού που έγινε επί σκηνής, κάθε τερτίπι του σόου του Μικ Τζάγκερ (από τα φιλιά στα δάχτυλα των γυμνών ποδιών της τραγουδίστριας Λίζα Φίσερ, κατά τη διάρκεια του «Miss You», ως τα ελληνικά που με επιμέλεια μαθητή ζήτησε από τον Χρήστο Καριώτη της Virgin να του σημειώσει για να τα απευθύνει στο κοινό), κάθε τεχνολογικό εύρημα που υπήρχε στην υπέροχη σκηνή.


Αλλά δεν θα σας τα γράψω. Γιατί οι συναυλίες είναι για να βιώνονται, όχι για να περιγράφονται. Γιατί όσοι ήσαστε εκεί, ξέρετε, και όσοι δεν ήσαστε, θα έχετε (σίγουρα) την ευκαιρία να τους δείτε στο μέλλον.


Και, τέλος, γιατί τις σημειώσεις μου τις έσβησε η αστρόσκονη που τύλιξε το στάδιο στο φινάλε…


Τα 20+1 τραγούδια της βραδιάς «(Ι Can Get Νο) Satisfaction» «Let’s Spend The Night Together» «Flip The Switch» «Gimme Shelter» «Has Anybody Seen My Baby?» «Paint It Black» «Out Of Control» «Saint Of Me» «She’s Α Rainbow» «Miss You» «You Don’t Have Το Mean It» (τραγούδι: Κιθ Ρίτσαρντς) «Ι Wanna Hold You» (τραγούδι: Κιθ Ρίτσαρντς) «Little Queenie» (του Τσακ Μπέρι) «You Got Me Rocking» «Like Α Rolling Stone» (του Μπομπ Ντίλαν) «Sympathy for The Devil» «Dumbling Dice» «Honky Tonk Women» «Start Me Up» «Jumpin’ Jack Flash» «Brown Sugar» (ανκόρ)