«Δεν είναι κλειστοφοβικά τα τραγούδια μου»
Ο Σωκράτης Μάλαμας είναι τραγουδοποιός. Γράφει μουσική, στίχους, τραγουδάει. Η φωνή του και τα τραγούδια του έχουν μια ερημιά. Δεν είναι λυπημένα, είναι μοναχικά. Μια μοναχικότητα υπαρξιακού τύπου. Ειναι τραγούδια που κουβαλάνε την αίσθηση ενός ανθρώπου που κάθεται στην άκρη του δρόμου και βλέπει τον κόσμο να περνάει. Περιγράφει ένα τοπίο που σε πρώτο πλάνο δεν υπάρχει γύρω μας, υπάρχει όμως μέσα μας. Ο Μάλαμας είναι 40 χρόνων αλλά δεν θεωρεί οριακή αυτή την ηλικία του. Τα 35 απεδείχθησαν αποφασιστική ηλικία για εκείνον. Ηταν ένα χρονικό σημείο όπου ανακάλυψε ότι δεν είναι «αυτό» ή «εκείνο». Είναι και «αυτό» και «εκείνο»…
Γεννήθηκε σε ένα χωριό της Χαλκιδικής, στη Συκιά, έζησε στη Γερμανία και στη Θεσσαλονίκη και τώρα που η δουλειά του απαιτεί σταθερότητα, μια πόλη εφαλτήριο, δεν έχει αποφασίσει ότι η Αθήνα, η πρωτεύουσα, είναι αυτή που θα διευκολύνει την προώθηση των τραγουδιών του. Μοιράζεται τον χρόνο του ανάμεσα στη Χαλκιδική, στην Πίνδο, στη Θεσσαλονίκη. Η Αθήνα απέχει πολύ από το να τον μονοπωλήσει.
Θεωρείς ότι θα υπάρξει κάποια στιγμή που θα εγκατασταθείς στην Αθήνα για επαγγελματικούς λόγους;
«Δεν νομίζω, γιατί για να συμβεί κάτι τέτοιο πάει να πει ότι θα ανοιχτούν τόσο πολύ οι υποχρεώσεις μου, που μάλλον προτού συμβεί αυτό θα περικόψω εγώ τα όριά τους. Θα τα συμπτύξω σε κάποιο σημείο ούτως ώστε να τα χειρίζομαι από όπου και να είμαι… Είτε στην Καστοριά είτε στη Χαλκιδική».
Εξακολουθείς να έχεις την ίδια αναρχική στάση. Δεν σου δημιουργεί προβλήματα αυτό;
«Δεν είναι αναρχία. Είναι λειτουργία μέσα στα μέτρα που αναγνωρίζω στον εαυτό μου. Ξέρω τα μέτρα μου, τις επιθυμίες μου. Ξέρω ως πού θέλω να κινηθώ και περιορίζω τα πράγματα που μου συμβαίνουν έτσι ώστε να καλύπτουν το πεδίο το οποίο γνωρίζω. Δεν επιτρέπω να συμβούν περισσότερα από όσα επιθυμώ και από όσα μπορώ να χειριστώ».
Ετσι, όμως, χάνεις πράγματα. Περιορίζεις τη δουλειά σου. Εχεις μια φυγή μέσα σου. Κάνεις ένα δίσκο κάθε δύο χρόνια, δίνεις λίγες συναυλίες. Χτυπάς και φεύγεις. Ξαναπάς στην κρύπτη σου…
«Εγώ τη θεωρώ υγιή στάση. Αυτό που εσύ λες αναρχία εγώ το λέω ανάγκη. Χωρίς αυτή τη στάση δεν θα μπορούσα να υπάρχω. Δεν θα μπορούσα να είμαι όλη την ώρα μέσα στα πόδια σας, να κάνω συνεχώς συναυλίες. Νομίζω ότι το λίγο είναι πάντα νοστιμότερο από το πολύ».
Ετσι όπως το λες μοιάζει προγραμματισμένο.
«Εσωτερική μου ανάγκη είναι. Εντέχνως δεν γίνεται αυτό. Και να το κάνεις για λίγο χρονικό διάστημα, κάποια στιγμή θα σε κουράσει, δεν μπορεί να το “παίζεις” συνέχεια. Ενώ η ανάγκη είναι ο νόμος ο οποίος σε κατευθύνει με τον καλύτερο τρόπο».
Τι σημαίνει ο τίτλος «13.000 μέρες» του έκτου δίσκου σου που τώρα κυκλοφόρησε;
«Είναι η ηλικία ενός 35χρονου ανθρώπου. Αν πολλαπλασιάσουμε το 360 με 35 μας κάνει κάπου εκεί, 13.000 μέρες».
Είναι οριακό το 35 για σένα;
«Εγραψα ένα τραγούδι τότε, που δεν το μελοποίησα. Το βρήκα μέσα στα χαρτιά μου μετά από καιρό και το έφτιαξα. Εχει ακριβώς τον ίδιο τίτλο. Επειδή είδα ότι εκείνη την εποχή συνέβη να αναγνωρίσω τον μεγάλο διχασμό, τα δύο μεγάλα άκρα, έδωσα τον ίδιο τίτλο σε όλο τον δίσκο. Γιατί ακόμη βλέπω ότι αυτός ο διχασμός υφίσταται και ισχύει».
Τι βλέπεις πέντε χρόνια μετά; Αυτή η πενταετία που μεσολάβησε ήταν αναμενόμενη, ήταν αποκαλυπτική;
«Τίποτε ιδιαίτερο. Απλώς αυτή την περίοδο πήρα χαμπάρι ότι το βλέμμα επικεντρώνεται σε πράγματα που με αφορούν. Και αυτό που περισσότερο μας αφορά όλους είναι ο εαυτός μας. Αρχίζουμε να βάζουμε λίγο λίγο μικρές ψηφίδες και να περιγράφουμε το άγνωστο μέρος του εαυτού μας. Δεν ξέρουμε πότε ολοκληρώνεται το οικοδόμημα, μάλλον με τον θάνατο. Από την ηλικία εκείνη κι έπειτα άρχισα να περνάω συνειδητά στο στάδιο της εφηβείας. Δεν είναι η εφηβεία από τα 13 ως τα 20 τόσα αυτά τα λένε οι γιατροί. Ξεκινάει από τα 13 και μπορεί να φτάσει ως τα 70, 80. Είδες ο Παπανδρέου. Δεν έφυγε από την εφηβεία, παρ’ ότι ήταν ένας μεγάλος αρχηγός, ως τα γεράματά του βρισκόταν μέσα σε δράση εφηβική. Δεν είναι κακό αυτό».
Δεν είσαι λοιπόν ένας παραδοσιακός 40ρης.
«Δεν ξέρω τι εννοείς με τον όρο παραδοσιακός. Ποτέ δεν χώνεψα τους χαρακτηρισμούς των ηλικιών. Χαρακτηρισμούς του στυλ “Στα 40 του ο άνθρωπος έχει ωριμάσει”, “Είναι ένας ολοκληρωμένος πολίτης”. Κουβέντες για καμφορά και για ντουλάπες. Τις αποποιούμαι πλήρως, έστω και αν είναι ψευδαισθησιακές οι αντιρρήσεις μου. Θεωρώ ότι οι ψευδαισθήσεις μου είναι πολύ πιο γλυκές, πιο θετικές από τα απαυγάσματα, τα λογικά, των ειδημόνων και των ορθά σκεπτόμενων».
Σε αυτόν τον δίσκο έχεις περισσότερους από ό,τι συνήθως στίχους άλλων. Δεν είχες δικό σου υλικό;
«Εχω δικό μου υλικό και έτοιμα τραγούδια, αλλά νιώθω πολύ μεγάλη επιθυμία να γράφω πάνω σε λόγια άλλων. Δεν ξανοίγομαι απόλυτα όμως. Πρέπει να τους αγαπήσω, να δω τους χαρακτήρες τους, την ουσία. Δεν μπορώ από έναν αντιπαθητικό άνθρωπο να πάρω ένα στίχο, ακόμη και αν πρόκειται για ένα θαυμάσιο στίχο».
Πώς συμβιώνουν στον ίδιο δίσκο λόγια του Καβάφη και του Αλκη Αλκαίου;
«Από έρωτα χρησιμοποίησα τα λόγια του Καβάφη. Πάσχω καιρό γι’ αυτόν. Παρ’ ότι είναι παρακινδυνευμένο να βάλεις τον Καβάφη δίπλα στους στίχους του Μάλαμα, του Αθανασόπουλου, της Λαμπρίνη, του Αλκαίου κλπ. Προβληματίστηκα πολύ. Σαν να μην είχα το δικαίωμα. Τελικά είπα γιατί όχι; Νομίζω ότι δεν θα έφερνε αντίρρηση ούτε ο Καβάφης».
Τι σημαίνει για σένα βγάζω καινούργιο δίσκο;
«Αυτό δεν μου λέει τίποτε απολύτως. Μου λέει ως τη στιγμή που θα ολοκληρωθεί. Τη στιγμή που θα μπω στο στούντιο, να έρθουν οι συνεργάτες μου, να παίξουμε το βασικό θέμα, να κτίσουμε λιγάκι το υπόστρωμα. Εκεί επιτελείται όλη η εργασία της αγωνίας. Επειδή δεν είμαι επαγγελματίας ενορχηστρωτής, πάντα τρέμω στην ιδέα μήπως ξεφύγει από τα χέρια μου αυτό το πράγμα. Μετά είναι η γνωριμία μου με τους καινούργιους μουσικούς, από τα θαυμασιότερα πράγματα που μου συμβαίνει. Βρίσκω πάντα εκπληκτικούς ανθρώπους μπροστά μου».
Σου αρέσει αυτός ο δίσκος;
«Μ’ αρέσει πάρα πολύ. Δεν δημιουργεί τόσο σκοτεινές κηλίδες όσο οι προηγούμενοι δίσκοι… Είχα μια φιλοδοξία σε αυτή τη δουλειά να βάλω πάρα πολλές φωνές. Σκεφτόμουν τον Διονύση Σαββόπουλο, τη Μελίνα Κανά, τη Χαρούλα Αλεξίου, τον Γιάννη Αγγελάκα, τον Παύλο Παυλίδη… Δεν έκανα νύξη σε όλους, ευτυχώς θα ξεφτιλιζόμουν. Θα με έπαιρνε ο διάολος. Και κατά περίεργο τρόπο συνέβη τελικά να τα πω όλα τα τραγούδια μόνος μου».
Δεν έχεις δώσει τραγούδια σε άνδρες, μόνο σε γυναίκες δίνεις.
«Νιώθω πιο εύκολα, πιο ευχάριστα με τις γυναίκες. Οι άνδρες πρέπει να με πείσουν για την εκφραστική τους δυνατότητα, όχι για τη φωνητική τους ικανότητα αυτό είναι άλλο. Εχω ψηθεί από πολλούς ότι έχουν φωνητικές ικανότητες. Δεν ξέρω γιατί συμβαίνει αυτό. Μάλλον γιατί νιώθω μεγάλη αδυναμία προς το θηλυκό γένος, τις εκτιμώ περισσότερο τις γυναίκες, με εκφράζουν περισσότερο. Η θέλησή τους έχει μια ποιότητα τελείως διαφορετική από αυτήν των ανδρών. Ποιος ξέρει. Μπορεί να ευθυγραμμίζουν το θηλυκό μου μέρος. Δεν μπορώ να βρω την ακριβή αιτία».
Πώς εξηγείς το γεγονός ότι έχουν τέτοια απήχηση τα τραγούδια σου όντας κλειστοφοβικά σε ένα λαό που είναι εξωστρεφής κυρίως;
«Δεν είναι κλειστοφοβικά τα τραγούδια. Τι εμμονή είναι αυτή; Το ότι περιγράφουν μια πλευρά η οποία δεν είναι σώνει και καλά τραλαλά δεν πάει να πει ότι είναι και σκοτεινά. Αν είναι έτσι, αν έχουν τέτοιο ύφος, είναι γιατί έτσι μάλλον είμαι εγώ. Περπατάω μόνος μου τον περισσότερο χρόνο. Νιώθω μόνος μου. Δεν με πειράζει τώρα πια. Να, ορίστε τι κάνει η ηλικία. Συμβιβάζεσαι με μερικές καταστάσεις χωρίς να σε πληγώνουν. Παρατηρώ πολύ καλύτερα τον κόσμο όταν είμαι μόνος μου, μακριά από τη λεγόμενη συνάφεια του κόσμου».
Εχω την αίσθηση ότι δεν θέλεις να μεγαλώσει το κοινό σου. Οι χώροι όπου εμφανίζεσαι είναι μικροί σε σχέση με το κοινό σου και οι μέρες λίγες. Φοβάσαι το παραπάνω;
«Αν δεν ήθελα να μεγαλώσω το κοινό μου δεν θα κατέβαινα κάθε χρόνο να παίξω στην Αθήνα. Ενας μεγάλος χώρος προϋποθέτει αλλαγή του τρόπου με τον οποίο παρουσιάζεις τα τραγούδια σου. Δεν μπορείς να παίξεις σε 10.000-15.000 ανθρώπους και να μην ανεβάσεις τις εντάσεις σου. Δεν θέλω επ’ ουδενί να ακούω υπερβολικά υψηλά τις συχνότητες. Παίζω και τραγουδάω ακίνητος μπροστά σε ένα μικρόφωνο. Μέσα σε έναν τεράστιο χώρο ένας άνθρωπος ακίνητος με μια κιθάρα δεν λέει τίποτε. Οταν λοιπόν παίζεις έτσι όπως παίζεις, με ακουστικά όργανα πάνω σε μια σκηνή, τότε σου αρκούν οι 4.000-5.000. Από εκεί και πέρα μπαίνεις σε καινούργια κόλπα, πρέπει να χρησιμοποιήσεις άλλες μεθόδους. Δεν είμαι διατεθειμένος για κάτι τέτοιο. Δεν ξέρω αν κάποια στιγμή μου προτείνουν μια ευφυή λύση, καλαίσθητη, και μπορέσω να τη δεχτώ. Αλλά τώρα δεν μπορώ να δεχτώ τίποτε περισσότερο από το πραγματικό γεγονός που λέγεται: παίξιμο μιας ορχήστρας, τραγούδισμα επί τόπου».
Οι εμφανίσεις σου στις «Γραμμές» συνδέονται με την κυκλοφορία του δίσκου σου;
«Οχι, μπορεί να μην έκανα τώρα δίσκο. Δεν θα έκανα παράσταση δηλαδή; Τα παλιά τραγούδια δεν μπορώ να τα αφήσω στην άκρη. Εχω τρομερό πρόβλημα, δεν ξέρω πώς να κάνω ένα πρόγραμμα. Μου λένε πρέπει να βγάλεις κάποια παλιά για να βάλεις τα καινούργια. Δεν θέλω ν’ αφήσω τα παλιά μου τραγούδια. Πάντα το ίδιο μου συμβαίνει με τα καινούργια, με δυσκολία τα βάζω μέσα στα παλιά. Δεν σε φτάνει ούτε ο χρόνος».



