Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, εποχή όπου η ταινία του Φράνσις Φορντ Κόπολα «Ο Νονός» η ιστορία της φανταστικής μαφιόζικης οικογένειας Κορλεόνε που βασίστηκε στο ομώνυμο βιβλίο του Μάριο Πούζο σημείωνε εκπληκτική επιτυχία σε όλον τον κόσμο, το FBI είχε αρχίσει μιαν επιχείρηση εξάρθρωσης της Μαφίας. Εκατοντάδες στελέχη των μαφιόζικων μηχανισμών πιάστηκαν και κλείστηκαν στις φυλακές σε μια από τις μεγαλύτερες προσπάθειες που έγιναν ποτέ για την εκκαθάριση των ΗΠΑ από το οργανωμένο έγκλημα.
Ηταν ένα πρώτο πλήγμα κατά της διαβόητης οργάνωσης, η οποία, αφού μεταφυτεύτηκε στην Αμερική προς το τέλος του 19ου αιώνα από τους σικελούς μετανάστες, άνθησε στα slums, στις φτωχογειτονιές τους, και λίγα χρόνια αργότερα αγκάλιασε με τις διακλαδώσεις της τα γνωστά «πλοκάμια» κάθε τομέα της δημόσιας ζωής, από την πολιτική ως την οικονομία. Παλαιότερα, η δύναμή της ήταν τόση που έφτασε στο σημείο να κρατάει στα χέρια της την εκλογή δημάρχων, γερουσιαστών, κυβερνητών, ακόμη και δικαστών, ενώ έπαιξε έναν καθόλου αμελητέο ρόλο στην απόβαση των Αμερικανών στη Σικελία το 1943 ο πολύς Λάκι Λουτσιάνο αφέθηκε ελεύθερος, επειδή είχε δώσει χρήσιμες πληροφορίες στις μυστικές υπηρεσίες του αμερικανικού ναυτικού.
Η αμερικανική Μαφία υπήρξε αρχικά τέκνο των κοινωνικών συνθηκών. Οι ιταλοί μετανάστες χρειάζονταν μια δύναμη, ανεξάρτητη από την επίσημη δικαιοσύνη και την κυβερνητική εξουσία, που να απονέμει «δικαιοσύνη» και να διαθέτει «εξουσία», σύμφωνα με το εθιμικό δίκαιο της χώρας καταγωγής τους. Οι κακοποιοί που βρίσκονταν ανάμεσά τους δεν θα ήταν ποτέ αρκετοί για να επανδρώσουν την αμερικανική Μαφία, αν οι Ιταλοί, φτάνοντας στις ΗΠΑ, είχαν τη δυνατότητα να ενταχθούν ομαλά, να αφομοιωθούν, στην αμερικανική κοινωνία. Εκείνη την εποχή οι ευρωπαϊκές εργατικές μάζες γίνονταν όχι μόνο αντικείμενο εκμετάλλευσης, αλλά και στόχος ενός αναπτυσσόμενου αμερικανικού εθνικισμού, καθώς το πολιτικά διαφορετικό, ο σοσιαλισμός, ο αναρχισμός, εθεωρείτο μιασματικό η σφαγή του Σικάγου το 1886 έγινε στη διάρκεια εργατικής απεργίας, καθοδηγούμενη από αναρχοσυνδικαλιστές ηγέτες με αποτέλεσμα οι ιταλοί μετανάστες για λόγους επιβίωσης να συσπειρώνονται και να απομονώνονται σε δικές τους γειτονιές.
Ετσι δημιουργήθηκε η Μικρή Ιταλία (Little Italy) στην ανατολική πλευρά της Νέας Υόρκης, η οποία εξελίχθηκε σε ένα πυκνοκατοικημένο γκέτο. Απόβλητοι της Αμερικής, απελπισμένοι, άτομα ανασφαλή σχημάτισαν μια κλειστή κοινωνία στην οποία εξαπλώθηκε η εγκληματικότητα και γεννήθηκαν οι σε εμβρυώδη μορφή μαφιόζικες συμμορίες πρώτη θεωρείται η θρυλική «Μαύρη Χειρ». Οι συμμορίες εκείνες αναπτύχθηκαν, αποκλήθηκαν «οικογένειες» και σύντομα με την εσωτερική πειθαρχία και τους αυστηρούς νόμους αυτοδιοίκησης αποτέλεσαν τον φόβο και τον τρόμο των αμερικανικών μεγαλουπόλεων, προξενώντας διαρκή πονοκέφαλο στις αρχές.
Το βιβλίο των Τζόζεφ Ντ. Πιστόνε και Ρίτσαρντ Γούντλεϊ «Ντόνι Μπράσκο Η μυστική ζωή μου στη Μαφία» μας πληροφορεί με ποιους τρόπους όχι πάντα νομιμοφανείς το FBI κατόρθωσε να εξαρθρώσει κάποιες μαφιόζικες οικογένειες της Νέας Υόρκης. Ο μυστικός πράκτορας Τζόζεφ Πιστόνε αφηγείται σε αυτό πώς εισέδυσε με το ψεύτικο όνομα Ντόνι Μπράσκο στα άδυτα της Μαφίας μόνο μια χούφτα άνθρωποι γνώριζαν ποιος ήταν ο ρόλος του και πώς γνώρισε πρόσωπα και πράγματα, δρώντας μαζί με τα μέλη της οργάνωσης. Μετά την ολοκλήρωση της αποστολής του, τον Ιούλιο του 1981, ύστερα από έξι χρόνια μαφιόζικης δράσης, ο Πιστόνε αποκάλυψε τον ρόλο του και υπήρξε βασικός μάρτυρας κατηγορίας στις δίκες κατά των μελών της Μαφίας που βαρύνονταν με κομπίνες, τζόγο, εκβιασμούς και άλλες εγκληματικές πράξεις, στη Νέα Υόρκη, στο Μιλγουόκι, στην Τάμπα και στο Κάνσας Σίτι. Τα αφεντικά των μαφιόζικων οικογενειών φυλακίστηκαν, κάποια στελέχη δολοφονήθηκαν προτού να τελειώσουν οι δίκες τους για να μην προβούν σε αποκαλύψεις, ενώ ένας διεφθαρμένος αστυνομικός στον οποίο είχε απαγγελθεί κατηγορία αυτοκτόνησε.
Το αμερικανικό κράτος τίμησε τον μυστικό πράκτορα για «το θάρρος, τον ηρωισμό και τις ικανότητές του ως μαχητή στην πρώτη γραμμή του μετώπου κατά του εγκλήματος». Περήφανος για τη δράση του, ο Πιστόνε πήγε τον Ιανουάριο του 1987 στην Ουάσιγκτον και παρέλαβε από τον υπουργό Δικαιοσύνης Ουίλιαμ Φρεντ Σμιθ και τον διευθυντή του FBI Ουίλιαμ Γουέμπστερ το Βραβείο Διακεκριμένης Υπηρεσίας του υπουργείου Δικαιοσύνης.
Αρχικά, τίποτε δεν έδειχνε ότι ο νεαρός πράκτορας θα γινόταν τόσο διάσημος, κάτι σαν εθνικός ήρωας των ΗΠΑ, αφού τον δεύτερο χρόνο της επαγγελματικής του καριέρας απλώς αναζητούσε ένα δραπέτη φυλακών, καταδικασμένο για ληστεία τράπεζας. Ιταλικής καταγωγής, γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Πενσυλβανία, από όπου έφυγε για το Νιου Τζέρσι. Στη διάρκεια της φοίτησής του στο κολέγιο εργάστηκε σε οικοδομές, σε εργοστάσιο μεταξιού, σε μπαρ, οδήγησε νταλίκα και μπουλντόζα και αργότερα δίδαξε σε ένα γυμνάσιο το μάθημα της κοινωνιολογίας, ώσπου προσελήφθη στην Υπηρεσία Πληροφοριών του Ναυτικού. Επειδή πάντα ήθελε να γίνει πράκτορας του FBI, έδωσε εξετάσεις και το 1969 ορκίστηκε ειδικός πράκτορας του Ομοσπονδιακού Γραφείου Ερευνών. Εκπαιδεύτηκε στην Ακαδημία του FBI στο Κουάντικο της Βιρτζίνια και έπειτα στάλθηκε σε ένα τμήμα στη Φλόριντα, όπου κυνηγώντας μικροκακοποιούς ανέπτυξε το ταλέντο του στην άντληση πληροφοριών, συνεργαζόμενος με συνήθεις πληροφοριοδότες του δρόμου, επί το πλείστον πόρνες. Το 1974, μετά την εκπαίδευσή του στην αντιμετώπιση απαγωγών, αεροπειρατιών και τρομοκρατικών επιθέσεων, μετατέθηκε στη Νέα Υόρκη και ακολούθως στην Τάμπα της Φλόριντα, όπου εφοδιασμένος με ψεύτικα χαρτιά διείσδυσε σε μια σπείρα που έκλεβε πολυτελή αυτοκίνητα και βαριά μηχανήματα από εργοτάξια. Εκεί μυήθηκε στα μυστικά της διαρρηκτικής τέχνης και συμμετείχε σε κλοπές, παίρνοντας μερίδιο από τα κλοπιμαία.
Η ιταλική του καταγωγή και η πείρα που απέκτησε στην εξάρθρωση της σπείρας οδήγησαν τους προϊσταμένους του στην απόφαση να τον επιλέξουν για να εισχωρήσει στις γραμμές της Μαφίας της Νέας Υόρκης με την ειδικότητα του διαρρήκτη και κλέφτη κοσμημάτων. Αρχίζοντας το 1975, σε σύντομο διάστημα κατάφερε να κινείται ανάμεσα στις οικογένειες / συμμορίες του Μπονάνο στη Μικρή Ιταλία και του Κολόμπο στο Μπρούκλιν. Γνωρίζοντας την ψυχοσύνθεση και τη νοοτροπία του μαφιόζου, απέκτησε την εμπιστοσύνη μερικών υψηλόβαθμων στελεχών της, έγινε «κολλητός» με τον σκληρό εκτελεστή Μπέντζαμιν «Λέφτι Γκανς» Ρουτζιέρο, αναμείχθηκε σε λαθρεμπόριο ναρκωτικών και όπλων, ενώ μόνο από ένα τυχαίο γεγονός απέφυγε να πραγματοποιήσει μιαν εκτέλεση, που θα του πρόσφερε τα διαπιστευτήρια για να γίνει πλήρες μέλος της Μαφίας.
Η αποστολή του Τζόζεφ Πιστόνε έφτασε στο τέλος της όταν ξέσπασε ανοιχτός πόλεμος στο εσωτερικό της οικογένειας Μπονάνο. Η αποκάλυψη του ρόλου του έκανε τον Πολ Καστελάνο, αρχηγό της οικογένειας Γκαμπίνο και όλης της Μαφίας , να συγκαλέσει σύσκεψη όλων των μαφιόζικων οικογενειών, οι οποίοι τον επικήρυξαν. Παράλληλα, και σύμφωνα με το μαφιόζικο δίκαιο, όσοι συνεργάστηκαν μαζί του έπρεπε να εκτελεστούν με «συμβόλαια θανάτου». Το 1986, ύστερα από δεκαεπταετή υπηρεσία, ο Πιστόνε παραιτήθηκε από το FBI για να γράψει την ιστορία του και να ξεκινήσει μια καινούργια ζωή με άλλο όνομα, ώστε να ξεχαστεί το πραγματικό του αλλά και το «Ντόνι Μπράσκο».
Το βιβλίο «Ντόνι Μπράσκο Η μυστική ζωή μου στη Μαφία» δίνει εντυπωσιακές λεπτομέρειες για τον τρόπο λειτουργίας και δράσης των μαφιόζικων οικογενειών και ταυτόχρονα αποκαλύπτει τις μεθόδους καταπολέμησής τους από το FBI. Αυτό το γλαφυρό ανάγνωσμα, στο οποίο στηρίχτηκε η ομώνυμη ταινία του Μάικ Νιούελ με τους Αλ Πατσίνο και Τζόνι Ντεπ, διαβάζεται σαν αστυνομικό μυθιστόρημα του παλιού καιρού, με ήρωες που δρουν στο κοινωνικό περιθώριο των μεγαλουπόλεων.
Ο κ. Φίλιππος Φιλίππου είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, «Ο πολιτικός Καββαδίας» (Αγρα).