«Θέλετε να φύγω;»…
«Οοοοχι!»… «Θέλετε να μείνω;»… «Ναιιιι!»… Αυτός ο διάλογος μεταξύ πλήθους και Γκαμπριέλε ντ’ Ανούντσιο έλαβε χώρα τη 15η Δεκεμβρίου 1919. Ο φλογερός, ερωτύλος ποιητής, εθνικιστής και ήρωας πολέμου των Ιταλών, μιλώντας από το μπαλκόνι του μεγάρου του σε αυτό το «ζωντανό» δημοψήφισμα για την τύχη του Φιούμε «έβγαζε τη γλώσσα» στη νομιμότητα της Ρώμης που είχε συμβιβαστεί με την απόφαση της (μυστικής) Συνθήκης του Λονδίνου του 1915, σύμφωνα με την οποία η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία και η Ρωσία είχαν συμφωνήσει με την Ιταλία ότι το – εθνολογικώς ιταλικό – λιμάνι του Φιούμε στην Αδριατική όφειλε να παραμείνει στην αυστροουγγρική αυτοκρατορία. Ο Ντ’ Ανούντσιο γνώριζε πώς να δημιουργεί σχέση πάθους με το κοινό του. Τον βοήθησαν όμως και οι συνθήκες. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Ιταλοί απογοητεύτηκαν από την κατανομή της «πίτας της ειρήνης». Τα εδάφη που τους ανήκαν και δεν τους αποδόθηκαν, η μεταπολεμική ανέχεια και οι κακουχίες είχαν δημιουργήσει ένα εκρηκτικό μείγμα. Ο ποιητής, λοιπόν, δεν θα συνθηκολογούσε. Το Φιούμε έπρεπε πάση θυσία να γίνει ιταλικό – έστω και αν εκείνος χρειαζόταν να καταλάβει το λιμάνι, να γίνει (βραχύβιος) δικτάτορας και να κηρύξει ακόμη και πόλεμο στη «συμβιβασμένη Ιταλία» την 1η Δεκεμβρίου 1920.


Μετά την κήρυξη πολέμου στη Ρώμη οι Ιταλοί έστειλαν δυνάμεις και απέκλεισαν το λιμάνι. Τη νύχτα των Χριστουγέννων σημειώθηκαν συγκρούσεις, αντηλλάγησαν πυρά. Το μέγαρο όπου γιόρταζε με τους φίλους του ο δικτάτορας βομβαρδίστηκε. Ενα βλήμα χτύπησε το κτίριο. Μερικοί σοβάδες που έπεσαν στο φαλακρό κεφάλι του ποιητή έδωσαν άδοξο τέλος στο όνειρο της προσάρτησης του Φιούμε. Ο Ντ’ Ανούντσιο δεν μπόρεσε να χτίσει τη Μεγάλη Ιταλία των ένδοξων ρωμαίων προγόνων του που τόσο λάτρευε. Το έργο του όμως θα το ολοκλήρωνε ένας άλλος δικτάτορας και θαυμαστής του: ο Μπενίτο Μουσολίνι. Γιατί η πρόβα τζενεράλε του φασισμού είχε πραγματοποιηθεί επιτυχώς στο Φιούμε.


Η διαφορά που χώριζε τον Ντ’ Ανούντσιο από τον Μουσολίνι ήταν κυρίως ηλικιακή – ο Μουσολίνι, γεννημένος στις 29 Ιουλίου 1883, ήταν ακριβώς 20 χρόνια νεότερος. Κατά τα άλλα οι ομοιότητες εντυπωσίαζαν. Δημεγέρτες, ανήσυχοι, πολυσχιδείς, κυνηγοί νέων συγκινήσεων, παρορμητικοί, αυταρχικοί, επιρρεπείς στις κολακείες και στις επευφημίες του πλήθους και, κυρίως, περιφρονητές του φθαρμένου και αναποτελεσματικού πολιτικού σκηνικού της εποχής τους. Ντ’ Ανούντσιο και Μουσολίνι έγιναν οι πατέρες ενός ιστορικού παραδόξου: ενός αρχικώς αριστερόστροφου ιδιόμορφου «αντάρτικου» κατά του κατεστημένου που κατέληξε στον φασισμό. Ο ίδιος ο Λένιν είχε χαρακτηρίσει τον Ντ’ Ανούντσιο «μόνο αληθινό επαναστάτη της Ιταλίας». Οσο για τον – γαλουχημένο με τις ιδέες του πατέρα του – Μουσολίνι, υπήρξε «ο προικισμένος ρήτορας φοιτητής σύντροφος» όπως τον χαρακτήριζε σε σχόλιό της η εφημερίδα «Avanti» («Εμπρός»), κεντρικό όργανο του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (ΙΣΚ).


Οταν ο κομμουνιστής σιδεράς στο χωριό Πρεντάπιο του Φορλί (επαρχία Εμίλια-Ρομάνια), Αλεσάντρο Μουσολίνι, παντρεύτηκε στην καμπή του 20ού αιώνα τη δασκάλα του χωριού, Ρόζα Μαλτόνι, τα σοσιαλιστικά ιδεώδη είχαν αρχίσει να κατακτούν ολοένα και περισσότερους οπαδούς, ειδικά στην ιταλική επαρχία. Ανάμεσά τους και οι γονείς του Μουσολίνι. Φυσικό ήταν το «προϊόν» εκείνης της εις γάμον κοινωνίας να μεγαλώσει παρακολουθώντας ολονύκτιες συζητήσεις για τον Γαριβάλδη, τον Ματσίνι, τον Μπλανκί, για τους δρόμους της πολιτικής επανάστασης, για τον Μπακούνιν και τον Μαρξ. Οσο για το όνομά του, και αυτό υπήρξε προϊόν της επανάστασης: Μπενίτο-Αμιλκάρε-Αντρέα, εις μνήμην του μεξικανού επαναστάτη Μπενίτο Χουάρες και προς τιμήν των ζώντων τότε ιταλών σοσιαλιστών Αμιλκάρε Τσιπριάνι και Αντρέα Κόστα.


Στα 18α γενέθλιά του, το 1901, δεν έχει αποφασίσει ακόμη την επαγγελματική πορεία που θα ακολουθήσει. Τελικά επιλέγει το επάγγελμα της μητέρας του: δημοδιδάσκαλος. Εναν χρόνο αργότερα βρίσκεται στην Ελβετία, όπου όμως συλλαμβάνεται για αλητεία και αναρχική δράση. Απελαύνεται από τη χώρα. Επιστρέφει στην Ιταλία και τελικά δεν γλιτώνει τον στρατό. Τα μπλεξίματα με την αστυνομία δεν σταματούν και ο «ατίθασος Μπενίτο» καταφεύγει στην Αυστρία. Γράφει μάλιστα και ένα μυθιστόρημα που μεταφράζεται στα αγγλικά με τον τίτλο «The Cardinal’s Mistress» («Η ερωμένη του καρδινάλιου»).


Οι ιδέες του Καρλ Μαρξ, η φιλοσοφία του Φρειδερίκου Νίτσε, οι επαναστατικές δοξασίες του γάλλου ριζοσπάστη διανοητή Λουί Ογκύστ Μπλανκί και οι συνδικαλιστικές αρχές του γάλλου επαναστάτη και θεμελιωτή της θεωρίας της βίας του προλεταριάτου Ζορζ Σορέλ μπερδεύονται μέσα στο κεφάλι του σε ένα ιδεολογικό συνονθύλευμα. Επιστρέφει στο Φορλί κυνηγημένος από τις αυστριακές αρχές. Εκεί, στη γενέτειρά του, γίνεται εκδότης της εφημερίδας «Ταξική πάλη» και στα 27 χρόνια του, το 1910, γίνεται γραμματέας της τοπικής οργάνωσης του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Φυλακίζεται ως ειρηνιστής όταν η Ιταλία κηρύσσει τον πόλεμο στην Τουρκία. Μετά την αποφυλάκισή του εγκαθίσταται στο Μιλάνο και διορίζεται εκδότης της εφημερίδας «Avanti». Πιστεύει ότι το προλεταριάτο μπορεί να ενωθεί σε έναν δυνατό πυρήνα – και τη μορφή του «επαναστατικού πυρήνα» που εκείνος είχε κατά νου την ονομάζει «fascio» (φάσιο, από τη λέξη δεσμός, προερχόμενη από το σύμβολο της κρατικής εξουσίας που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Ρωμαίοι: τον πέλεκυ και τη δέσμη ράβδων των δικαστών).


Το πρώτο «φάσιο» ιδρύεται στις 23 Μαρτίου 1919 στο Μιλάνο – και η σύνθεσή του αποτελεί ένα κοινωνικό συνονθύλευμα, όπως το ιδεολογικό που μαγειρευόταν στο κεφάλι του Μουσολίνι. Ωστόσο οι πυρήνες αρχίζουν να ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια απ’ άκρου εις άκρον της Ιταλίας. «Fasci de Combattimento» είναι και η ονομασία του κόμματος που ιδρύεται εκείνη τη χρονιά και το οποίο θα εξελιχθεί το 1921 σε Φασιστικό Κόμμα (Partito Nazionale Fascista – PNF). Οι πυρήνες έχουν συγκροτηθεί κυρίως από τις μονάδες κρούσης του ιταλικού στρατού. Ωστόσο διανθίζονται από μποέμ πρώην σοσιαλιστές, επαναστάτες συνδικαλιστές, νεαρούς αμφισβητίες σπουδαστές – γενικώς από άτομα με την πολιτική ταυτότητα του προσωπικού κύκλου του Μπενίτο Μουσολίνι. Ετερόκλητες μονάδες που ποθούν να αναλάβουν δράση συσπειρώνονται σε έναν πατριωτικού χαρακτήρα κομματικό σχηματισμό. Το κλίμα γενικής παράλυσης τους ευνοεί. Το 1920 σημειώνεται το αποκορύφωμα της επαναστατικής αναταραχής, όταν 500.000 εργάτες καταλαμβάνουν τα εργοστάσια όπου δουλεύουν (κυρίως χαλυβουργίες). Ο βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ’ φοβάται εμφύλια σύγκρουση. Στη χώρα της ανεργίας, της σιτοδείας, των διαδηλώσεων και των καταλήψεων το όραμα της Μεγάλης Ιταλίας φαντάζει ελκυστικό. Η διετία 1919-1920 βαφτίζεται «κόκκινη» («biennio rosso»). Μια απόπειρα διάλυσης των φασιστών αποτυγχάνει. Τις εκλογές της 15ης Μαΐου 1921 τις κερδίζουν οι φιλελεύθεροι και οι δημοκράτες με εντυπωσιακή νίκη. Διαπράττουν όμως το σφάλμα του πολιτικού μύωπα: να μην εκτιμήσουν σωστά την απειλή που κυοφορούσαν τα 300.000 τουλάχιστον οργανωμένα μέλη των Φασίστι. Ο Μουσολίνι, ο οποίος κατά τη διάρκεια των απεργιών έπαιξε τον ρόλο μεσολαβητή μεταξύ επαναστατών και αρχών-βιομηχάνων, για να εξασφαλίσει τη στήριξη της Αριστεράς δεσμεύτηκε αρχικά να υιοθετήσει απόψεις για συνταγματική μεταρρύθμιση και επιβολή φορολογίας στα μεταπολεμικά υπερκέρδη. Ωστόσο η κοινωνική σύνθεση του κόμματος, περιλαμβάνοντας ως και συντηρητικούς υποστηρικτές της μοναρχίας, δεν το επέτρεψε. Το κίνημα άρχισε να συνέρχεται από την εκλογική πανωλεθρία και να συγκροτεί «ομάδες επαγρυπνήσεως» οι οποίες, αυτόκλητα όργανα της τάξεως, άρχισαν να συγκρούονται στους δρόμους με τους σοσιαλιστές. Οι πρώην σύντροφοι έκαψαν τα γραφεία της «Avanti». Η μεταστροφή αυτή τους εξασφαλίζει τη στήριξη των βιομηχάνων. Τον Μάιο του 1922, 20.000 Φασίστες καταλαμβάνουν την Μπολόνια και τον Αύγουστο το Μιλάνο. Τα στελέχη πιέζουν τον Μουσολίνι να αποφασίσει τη Μεγάλη Πορεία προς τη Ρώμη, που θα οδηγούσε στην κατάληψη της εξουσίας. Στο «τελεσίγραφο» προς την κυβέρνηση, με το οποίο ζητούσαν την παραίτησή της, παίρνουν αρνητική απάντηση. Τελικά η Μεγάλη Πορεία πραγματοποιείται δύο μήνες μετά: στις 28 Οκτωβρίου. Ο Μουσολίνι μπαίνει στις 30/10 στη Ρώμη θριαμβευτής, σαν ρωμαίος αυτοκράτορας, σχηματίζοντας κυβέρνηση την επομένη ημέρα. Εναν μήνα αργότερα εξασφαλίζει (προσωρινές) δικτατορικές εξουσίες. Και δύο χρόνια αργότερα, στις 27 Ιανουαρίου 1924, κάνει το όνειρο του Ντ’ Ανούντσιο πραγματικότητα: υπογράφει συνθήκη στη Ρώμη, βάσει της οποίας το Φιούμε γίνεται ιταλικό.


Ημέρα με την ημέρα οι ελευθερίες περιορίζονται. Τον Ιούνιο του 1924 τα υπόλοιπα κόμματα παραιτούνται από τη Βουλή θεωρώντας ότι έτσι «εκβιάζουν» για τον τερματισμό της βίας. Καταφέρνουν ακριβώς το αντίθετο. Οι βιαιοπραγίες των Μελανοχιτώνων και της Φασιστικής Αστυνομίας (Milizia) που είχαν ιδρυθεί από το 1922 κορυφώνονται. Ο σοσιαλιστής πολιτικός Τζιάκομο Ματεότι, που έχει καταγγείλει ανοιχτά τις φασιστικές μεθόδους στη Βουλή-παρωδία, δολοφονείται. Τα εξτρεμιστικά στοιχεία τον πιέζουν για κήρυξη «αληθινής, καθαρής δικτατορίας». Εγκαινιάζεται επισήμως η λογοκρισία στον Τύπο. Αρχίζει το πογκρόμ εις βάρος των αντιπάλων και ύστερα από μια απόπειρα εις βάρος της ζωής του ο Μουσολίνι εισάγει τη θανατική ποινή για συνωμοσία κατά της βασιλικής οικογένειας ή του αρχηγού του κράτους. Θέλοντας να αποδυναμώσει την επιρροή της Εκκλησίας έρχεται σε συμβιβασμό με τον πάπα. Με τις συμφωνίες του Λατερανού του παραχωρεί πλήρη εξουσία στο Βατικανό υπό τον όρο ότι δεν θα αναμειγνύεται στα κοινά. Ως το 1930 έχει γίνει ο απόλυτος (μουσικόφιλος και ζωόφιλος) δικτάτορας. Αρέσκεται να τον παρομοιάζουν με τον Ναπολέοντα και να φωτογραφίζεται για τους δημοσιογράφους με την αγαπημένη του λέαινα που έχει στον κήπο. Το 1936 υποστηρίζει τη δικτατορία του Φράνκο. Το 1940 εμπλέκει τη χώρα του στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τρία χρόνια αργότερα ανακηρύσσει την Ιταλική Κοινωνική Δημοκρατία (κοινωνικοποιεί δηλαδή μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις). Ωστόσο η διαφθορά έχει πνίξει τον κρατικό μηχανισμό. Στις 3 Ιουνίου 1944 τα συμμαχικά στρατεύματα μπαίνουν στη Ρώμη. Στις 27 Απριλίου 1945 ο Μουσολίνι προσπαθεί να διαφύγει. Συλλαμβάνεται όμως και εκτελείται μαζί με την ερωμένη του, Κλάρα Πετάτσι. Δύο ημέρες μετά τα πτώματά τους κρέμονται ανάποδα στην κεντρική πλατεία του Μιλάνου.