«Η κληρονομιά μας είναι 170 εκατ. χρέη»
Στις 20 Απριλίου 1965 οι «Πέρσες» του Αισχύλου έδωσαν την πρεμιέρα τους στο θέατρο Aldwych του Λονδίνου. Σκηνοθέτης ήταν ο Κάρολος Κουν. Τη μετάφραση έκανε ο Πάνος Μουλλάς, τα σκηνικά και τα κοστούμια ο Γιάννης Τσαρούχης, τη μουσική ο Γιάννης Χρήστου και την εκγύμναση του Χορού η Μαρία Κυνηγού. Η επόμενη παράσταση έγινε στο Παρίσι μετά από μία εβδομάδα και η πρώτη παράσταση στην Ελλάδα δόθηκε στις 12 Ιουλίου στο θέατρο του Δημοτικού Πάρκου στη Θεσσαλονίκη και ακολούθησε η παράσταση στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς.
Η παράσταση καταγράφηκε στην ιστορία του θεάτρου ως θρίαμβος του Θεάτρου Τέχνης. Εφέτος, 35 χρόνια μετά, ο Μίμης Κουγιουμτζής και ο Γιώργος Λαζάνης αποπειρώνται την αναβίωση της ιστορικής αυτής παράστασης στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου στις 7 και 8 Ιουλίου.
Γι’ αυτή την παράσταση μιλάει ο Μίμης Κουγιουμτζής στο «Βήμα»σχολιάζοντας ταυτοχρόνως τις επιθέσεις που δέχεται το Θέατρο Τέχνης και τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει και ανακοινώνοντας τα σχέδιά του για τον επόμενο χειμώνα.
Πριν από δύο χρόνια ο Μίμης Κουγιουμτζής και ο Γιώργος Λαζάνης παρουσίασαν την αναβίωση της παράστασης των «Ορνίθων» του Αριστοφάνη από το Θέατρο Τέχνης. Πολλοί αντέδρασαν κατηγορώντας τους ότι «ανασκαλεύουν στάχτες του ένδοξου παρελθόντος». Και για το εφετινό εγχείρημά τους, την αναβίωση των «Περσών», κάποιοι ισχυρίζονται το ίδιο… Ο Μ. Κουγιουμτζής αντιδρά: «Υπάρχει αυτός ο μύθος γενικά… Εμείς είμαστε δύο άνθρωποι που σέρνουμε ένα βαρύ φορτίο, αυτό της κληρονομιάς του Θεάτρου Τέχνης. Αυτό είναι ένα φορτίο βαρύ μεν αλλά συγχρόνως μας κάνει ανάλαφρους ως προς την τέχνη μας. Προσπαθούμε με την πείρα και με τις γνώσεις που έχουμε και με το ήθος που κουβαλάμε να συνεχίσουμε την πορεία του Θεάτρου Τέχνης, όσο μπορούμε με λιγότερα σφάλματα και με λιγότερες παρεκκλίσεις. Το έργο μας βεβαίως θα κριθεί αργότερα. Δεν έχουμε όμως τέτοια αγωνία. Εγώ προσωπικά δεν έχω την αγωνία αν θα κριθώ θετικά ή αρνητικά. Εκείνο που έχω σκοπό είναι όσο μπορώ με λιγότερους κραδασμούς αυτού του οικοδομήματος να συνεχίσω την πορεία του. Μέσα σε αυτή τη διαδικασία της συνέχισης της πορείας έχουμε εντάξει και αυτές τις αναβιώσεις από τις πολύ μεγάλες στιγμές του Θεάτρου Τέχνης και γενικότερα του πολιτιστικού γίγνεσθαι. Το λέω αυτό γιατί πριν από δύο χρόνια κάναμε την αναβίωση των «Ορνίθων», την παράσταση που στιγμάτισε τον αιώνα του θεάτρου στον τομέα της αττικής κωμωδίας. Αυτό είναι πια γεγονός όχι επειδή το λέω αλλά επειδή έχει καθιερωθεί, είναι κοινός τόπος. Συνεχίζουμε με τους «Πέρσες» ως φόρο τιμής προς τον Κουν αλλά και για να δηλώσουμε ότι υπάρχει κάτι που έχει σημαδέψει τον 20ό αιώνα. Το ότι αναβιώνουμε αυτές τις δύο παραστάσεις νομίζω ότι είναι χρέος μας, είτε το θέλουν είτε δεν το θέλουν μερικοί».
Μια πολυτάραχη σχέση
Ο σκηνοθέτης αρνείται και την εκδοχή που συνδέει την εν λόγω αναβίωση με τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει το Θέατρο Τέχνης. «Αυτή η παραγωγή δεν θα είναι πιο φθηνή από τις άλλες. Γιατί; Είναι πολύ ακριβή. Η μουσική μπορεί να έχει γραφτεί αλλά θέλει την επεξεργασία της, τα κοστούμια θέλουν έναν καθαρισμό, τα σκηνικά επίσης. Πρόκειται για μια παραγωγή με 20 ηθοποιούς. Να μη θεωρηθεί ότι το κάναμε για τη φθήνια. Ισα ίσα αυτή η παραγωγή στοιχίζει πολύ περισσότερο. Θα μπορούσαμε να ανεβάσουμε κάποιον Αριστοφάνη με πιο οικονομικά μέσα. Εδώ δεν μπορούμε να κάνουμε οικονομίες γιατί είναι δεδομένα τα πράγματα. Πρέπει να γίνουν όπως ακριβώς ήταν και πρέπει να επενδύσουμε όσα χρήματα χρειαστούν για να γίνει τέλεια. Δεν δεχόμαστε εκπτώσεις. Εκπτώσεις θα κάναμε εγώ και ο Λαζάνης σε κάποια παραγωγή δική μας, όχι σε παραστάσεις που είναι του Κουν».
Οταν ο Κάρολος Κουν διατύπωνε τις απόψεις του για τη σκηνοθεσία της αρχαίας τραγωδίας ήθελε να εντάσσεται κάθε παράσταση στην κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα της εποχής της. Το ίδιο ίσχυσε και για την παράσταση των «Περσών». Στην αναβίωση όμως αυτό δεν μπορεί να γίνει: «Η παράσταση αυτή δεν έχει κανένα δικό μου σκεπτικό ιδιαίτερο. Την αντιμετωπίζω σαν ένα εγώ αντικαθιστώντας αυτή τη στιγμή τον Κουν ο οποίος δεν υπάρχει. Εγώ και ο Λαζάνης παίζαμε στην παράσταση και έχουμε μοιράσει τις ευθύνες ώστε το αποτέλεσμα να είναι πιο ολοκληρωμένο. Δεν υπάρχει από μέρους μας καμία καινούργια αντιμετώπιση. Οι «Πέρσες», όπως και τα περισσότερα έργα των ποιητών αυτών, είναι αιώνια. Δεν έχουν εποχές ή συγκυρίες που τα ανεβάζεις… Δεν έχω να προσθέσω τίποτε, θα μιλήσει η ίδια η παράσταση μέσω του Κουν, του Χρήστου, του Τσαρούχη και μέσω των συντελεστών».
Το εν λόγω εγχείρημα όμως παρουσιάζει και ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο: τη συνεργασία των δύο «κληρονόμων» του Θεάτρου Τέχνης. Μια σχέση που πέρασε από πολλά κύματα, με πολλές και έντονες αντιπαραθέσεις στο παρελθόν. «Αυτές οι αντιπαραθέσεις που ακούγονται και είναι φυσικό να ακούγονται οφείλονται στο ότι είμαστε δύο άνθρωποι που έχουμε ζήσει τόσα χρόνια στον ίδιο χώρο, στο Θέατρο Τέχνης, με τις ευαισθησίες που έχει ο καθένας και τις διαφοροποιήσεις του. Αυτό δεν πρέπει να απασχολεί τους άλλους. Αυτό που πρέπει να τους απασχολεί είναι το έργο που παράγουμε. Εχουμε και καλές στιγμές και στιγμές συγκρούσεων. Εγώ δεν αρνιέμαι να συγκρουστώ με τους ανθρώπους, αρκεί να είναι για το συμφέρον του ίδιου του θεάτρου. Αυτό με αφορά προσωπικά και το έργο το ίδιο θα το δείξει αυτό. Αλλωστε και στους «Ορνιθες» η συνεργασία μας ήταν πολύ καλή. Θα ήμουν δυστυχής αν ήμουν με έναν άνθρωπο συνέχεια αγαπημένος, θα έπληττα. Μας ενώνει αυτή η σκέπη. Κακώς μας χρεώνουν την κληρονομιά, αυτή είναι του ελληνικού θεάτρου. Η κληρονομιά που έχουμε είναι τα 170 εκατ. δρχ. χρέη. Αυτή την κληρονομιά δεν την επωμίζεται κανείς, θέλουν όλοι την κληρονομιά τού «να φανούμε». Πολύ λίγοι είναι διατεθειμένοι να εναποθέσουν την ψυχή τους, όλοι θέλουν να καρπωθούν αυτά που παράγει το Θέατρο Τέχνης. Εγώ δεν αμείβομαι για τη δουλειά που κάνω, παίρνω έναν μισθό όπως όλοι οι άνθρωποι. Αισθάνομαι μια υπερηφάνεια, όμως, δεν ζηλεύω τους «επιτυχημένους»».
«Είμαστε σε άθλια κατάσταση»
Ο Μ. Κουγιουμτζής δεν διστάζει να εκφράσει την πικρία του σχετικά με την οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα το Θέατρο Τέχνης. «Είμαστε σε άθλια κατάσταση. Είχαμε ένα χρέος προς το ΙΚΑ από παλιά το οποίο προσαυξήθηκε. Επρεπε να πληρώνουμε τους ανθρώπους που δούλευαν και δεν μπορέσαμε να το ξεπληρώσουμε και έτσι υπερδιπλασιάστηκε. Η πολιτεία όφειλε στο έργο που έχει παραγάγει το Θέατρο Τέχνης να κάνει έναν διακανονισμό, όχι να μας τα χαρίσουν. Τι θα μείνουν για να δώσεις στους 40 ανθρώπους που δουλεύουν; Με όλα τα έσοδα που έχουμε προσπαθούμε να πληρώσουμε το ΙΚΑ. Είναι μονόδρομος πια. Αλλά να μην τα ζητάνε όλα από μας, να μη λένε ότι εμείς φταίμε για όλα. Εργάτες είμαστε. Εγώ προσωπικά ούτε λανσάρομαι ούτε επιθυμώ ούτε έχω τη δυνατότητα να είμαι πνευματικός ηγέτης. Δεν με ορίζει κάτι τέτοιο. Είμαι εργάτης του θεάτρου. Δεν απαιτούμε τίποτε ούτε επαιτούμε».
Σε ερώτημα σχετικά με το αν πιστεύει ότι το Θέατρο Τέχνης χρήζει ανανέωσης ο Μ. Κουγιουμτζής επισημαίνει: «Ανανέωση χρειάζεται καθετί που συντηρείται τόσα χρόνια. Είναι καλό να γίνεται αλλά προς ποια κατεύθυνση; Αυτό λίγο πολύ κατά καιρούς γίνεται. Δηλαδή, τι να κάνουμε; Να το διαλύσουμε; Η ανανέωση γίνεται μέσα στα έργα όπως και όσο μπορούμε. Ολοι νιώθουν ότι κάνουν ανανεωτική κίνηση ή ότι κάνουν πρωτοπορία. Ολες αυτές οι λέξεις έχουν φθαρεί. Δεν υπάρχει θέατρο σήμερα που να μη λέει ότι «εγώ κάνω ποιότητα». Είναι όλα ποιοτικά και πρωτοποριακά; Γιατί εμείς είμαστε οπισθοδρομικοί; Δεν κατάλαβα!».
Τα σχέδια για τον χειμώνα
Μετά την παράσταση των «Περσών» το Θέατρο Τέχνης ετοιμάζεται για τις χειμερινές παραγωγές του. Ακόμη δεν είναι σαφές το ποια θα είναι η σκηνή στην οποία θα κινηθούν οι δύο σκηνοθέτες. Ο Γ. Λαζάνης θα παρουσιάσει «Το τέλος του παιχνιδιού» του Σάμιουελ Μπέκετ. Ο Μ. Κουγιουμτζής εξετάζει σοβαρά το ενδεχόμενο να επαναλάβει τον «Μικρό Πρίγκιπα» του Σεντ Εξυπερί. «Εχω τις κεραίες μου πάντοτε τεντωμένες και αυτό που δεν θέλω να κάνω είναι να δουλεύω με τις ευκολίες μου. Γι’ αυτό και πέρυσι έκανα την «Παρωδύσσεια». Το κάθε έργο που κάνεις πρέπει να συνδυαστεί με πολλά πράγματα. Εχουν περάσει έξι χρόνια από την παράσταση του «Μικρού Πρίγκιπα» και υπάρχουν άνθρωποι που την αναπολούν. Γιατί να μην υπάρχουν και άλλοι που θα τη δουν; Αυτό που αναπολούν είναι συγκινητικό και χρήσιμο. Το σημαντικό είναι κάποιοι άνθρωποι φεύγοντας από το θέατρο να το σκέφτονται. Αυτό είναι και το εφήμερο της τέχνης μας. Οπως είχε πει και ο Ντίρενματ, «ψάχνεις να βρεις την τέχνη σου σε ανθρώπους που σε έχουν δει»» κατέληξε ο Μ. Κουγιουμτζής.