* Ιδιώτες διεκδικούν 50.000 στρέμματα καμένου δάσους




Τα δέντρα καίγονται, το δάσος των συμφερόντων φουντώνει, αλλά οι αρμόδιοι φορείς αδυνατούν να συντονιστούν για να προφυλάξουν το Πεντελικόν όρος. Δεν είναι και λίγοι: υπουργεία ΠΕΧΩΔΕ, Γεωργίας, Πολιτισμού και Ανάπτυξης, ΕΥΔΑΠ, περιφέρεια, νομαρχίες και δήμοι δεν έχουν καταφέρει από το 1978 που κάθε χρόνο καίγεται η Πεντέλη να εκπονήσουν μια συγκεκριμένη μελέτη διαχείρισης για το σύνολο του ορεινού όγκου. Ετσι περισσότερα από 140.000 στρέμματα δάσους έχουν καταστραφεί τα τελευταία 22 χρόνια, σπίτια κάηκαν, ανθρώπινες ζωές χάθηκαν. Και αφού καταγγέλθηκαν οι συνήθεις ένοχοι ­ «τα οργανωμένα συμφέροντα» και «η αδιαφορία της πολιτείας» ­, όλα επέστρεψαν στην αταραξία. Στο μεταξύ το Πεντελικόν όρος χάνει το πράσινό του, τα οικόπεδα εντός σχεδίου λιγοστεύουν, η οικιστική πίεση αυξάνεται και ουδείς είναι πρόθυμος να βάλει το χέρι του στη… φωτιά για το μέλλον των μισών περίπου από τις συνολικά καμένες εκτάσεις, οι οποίες διεκδικούνται από ιδιώτες, συνεταιρισμούς και τα μοναστήρια της περιοχής. Τι και αν έχουν κηρυχθεί αναδασωτέα, τα περίπου 50.000 διεκδικούμενα στρέμματα της Πεντέλης αξίζουν χρυσάφι.


Η φωτιά που τα ξημερώματα του προπερασμένου Σαββάτου (και, σύμφωνα με τις πρώτες ενδείξεις της Πυροσβεστικής, οφείλεται σε εμπρησμό) έκαψε 1.000-1.300 στρέμματα. «Ευτυχώς προλάβαμε να την περιορίσουμε. Αυτή η φωτιά θα μπορούσε να εξελιχθεί στη χειρότερη της Αττικής αν δεν κρατιόταν μακριά από την Κοινότητα Παλαιάς Πεντέλης. Ανησυχούμε όμως πολύ για το τι μπορεί να συμβεί τις επόμενες ημέρες. Γιατί, αν δει κανείς την κατάσταση με τα μάτια των εμπρηστών, η έκταση που κάηκε δεν ήταν ικανοποιητική. Εχει μείνει ακόμη ένα κομμάτι δάσους ανέπαφο». Η οπτική του κ. Κ. Κοσοβίτσα, προέδρου του Συνδέσμου Δήμων και Κοινοτήτων για την Προστασία και την Ανάπλαση του Πεντελικού (ΣΠΑΠ), μπορεί να ξενίζει, ο ίδιος όμως και οι εθελοντές δασοπυροσβέστες του Συνδέσμου έχουν βασική προτεραιότητά τους να προλάβουν τη φωτιά προτού ανάψει. Αρα πρέπει να σκέφτονται σαν τους εμπρηστές και μάλιστα πριν από αυτούς.



Στις φωτιές του 1995 και του 1998 κάηκαν συνολικά 100.000 στρέμματα. Ως τώρα φυσική αναγέννηση έγινε σε 35.000-40.000 στρέμματα και τεχνητή σε 5.000 στρέμματα. Δηλαδή, περισσότερη από τη μισή έκταση που κάηκε χρειάζεται άμεσα αναδάσωση. Στην πυρκαϊά του προπερασμένου Σαββάτου ένα μεγάλο τμήμα των καμένων είχε ξανακαεί το 1998, γεγονός που καθιστά αδύνατη πλέον τη φυσική αναγέννηση του δάσους σε αυτό το κομμάτι. Αλλά και οι προσπάθειες αναδάσωσης αποδεικνύονται «επικίνδυνη αποστολή». «Κάναμε μια κινητοποίηση προ ολίγων μηνών για την αναδάσωση μιας από τις καμένες περιοχές» διηγείται ο κ. Κοσοβίτσας. «Μόλις αρχίσαμε να φυτεύουμε τα δενδρύλλια, εμφανίστηκε ένας δικηγόρος ανεμίζοντας κάτι χαρτιά στο χέρι. Ηταν, λέει, οι τίτλοι ιδιοκτησίας και εμείς καταπατούσαμε ιδιωτική έκταση αμπελώνα, γι’ αυτό έπρεπε να σταματήσουμε τη δενδροφύτευση και να απομακρυνθούμε από τον χώρο. Του δείξαμε τους χάρτες της Δασικής Υπηρεσίας, στους οποίους φαινόταν καθαρά ότι η έκταση είναι δημόσια δασική. Αυτός φώναζε και επέμενε και καταλήξαμε τελικά στο αστυνομικό τμήμα. Δυστυχώς δεν ήταν η πρώτη φορά».


* Το παζλ των τίτλων


Το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Πεντέλης είναι έτσι κι αλλιώς ιδιότυπο και μπλεγμένο. Και δεν πρόκειται να ξεκαθαρίσει ώσπου να συνταχθεί το δασικό κτηματολόγιο και να προσδιοριστεί με ακρίβεια ποιες περιοχές είναι δημόσιες και ποιες όχι. «Το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Πεντέλης είναι αλληλένδετο με το πρόβλημα διαχείρισης του βουνού και αξιοποίησής του για το κοινωνικό σύνολο. Οι προσδοκίες, οι ελπίδες και οι απαιτήσεις προσπορισμού κέρδους που έχουν κατά κανόνα επενδυθεί παράνομα πάνω στον ορεινό όγκο τον φορτώνουν με ένα δυσβάσταχτο βάρος και τον υποχρεώνουν σε μόνιμο μαρασμό» αναφέρεται στην αναπτυξιακή μελέτη που εκπόνησε ο ΣΠΑΠ το 1996, οι επισημάνσεις της οποίας δυστυχώς παραμένουν επίκαιρες τέσσερα χρόνια αργότερα. «Η δημόσια περιουσία που είναι κυρίως δάση και δασικές εκτάσεις στη βόρεια πλευρά του βουνού (δημόσιο δάσος Ραπεντώσας), οι ιδιωτικές εκτάσεις που βρίσκονται στο δυτικό τμήμα (Ηλιόπουλοι), η αναγνωρισμένη μοναστηριακή περιουσία, η «διακατεχόμενη» από τις μονές δημόσια ιδιοκτησία και η φερομένη ως ιδιοκτησία οικοδομικών συνεταιρισμών συνθέτουν το παζλ. Η επέμβαση της πολιτείας θα πρέπει να είναι καταλυτική για τη σωτηρία του δάσους και του βουνού».


Η ιδιοκτησία του Δημοσίου στην Πεντέλη εκτείνεται από το δάσος της Ραπεντώσας ως τη δασική έκταση που ανήκει στην περιφέρεια της Νέας Μάκρης. Στην έκταση αυτή δεν έχει γίνει καμία προσπάθεια ουσιαστικής διαχείρισης, εκτός από ένα πυκνό δίκτυο δρόμων. Η ιδιωτική περιουσία αφορά τις εκτάσεις που καταλαμβάνει συνολικά το κτήμα Ηλιόπουλου και βρίσκονται στη βορειοδυτική πλευρά της Πεντέλης, μεταξύ Ραπεντώσας και Εκάλης, από την κορυφογραμμή ως το σχέδιο πόλης (Αιολίδα, Ρέα, Εκάλη). Αυτές οι εκτάσεις, αν και έχουν μια στοιχειώδη διαχείριση (από τους διαδόχους του Ασ. Ηλιόπουλου και την εταιρεία Μάρμαρα Διονύσου Πεντέλης), αποτελούν για τους ιδιοκτήτες τους «βάρος» αφού δεν αποφέρουν έσοδα και επιπλέον απαιτούνται έξοδα φύλαξης. Οι κληρονόμοι του Ασ. Ηλιόπουλου έχουν κάνει πρόταση στο Δημόσιο για πώληση της έκτασης που τους ανήκει (21.000 στρέμματα).


Οι εκτάσεις στην Πεντέλη που αγοράστηκαν από οικοδομικούς συνεταιρισμούς στην πλειονότητά τους έχουν παράνομα συμβόλαια τα οποία καταρτίστηκαν με διαδικασίες στα όρια της νομιμότητας, ενώ για ορισμένους τίθεται και θέμα ποινικών ευθυνών. Το ίδιο ισχύει και για τους πωλητές και κυρίως για τη Μονή Πεντέλης. Αναγνωρισμένη ιδιωτική δασική έκταση είναι αυτή της Μονής Πετράκη στον Κοκκιναρά. Η Μονή Πεντέλης είχε παλαιότερα δικαιώματα διακατοχής σε μια ευρεία έκταση του Πεντελικού, τα παραχώρησε όμως στο Δημόσιο με ανταλλάγματα μέσω των νόμων 1700/1986 και 1811/1987. Το Δημόσιο είχε πάντοτε το δικαίωμα κυριότητας στο «διακατεχόμενο δάσος της Ι. Μ. Πεντέλης», όπως ορίζουν οι δασικοί νόμοι, αφού η μονή δεν απέδειξε ποτέ δική της κυριότητα παρά μόνο ήγειρε απαιτήσεις στηριζόμενη στην αναφορά του βιβλίου ενός ιστορικού ότι οι τίτλοι της κάηκαν σε μια φωτιά τη δεκαετία του 1850. Οι τίτλοι αυτοί όμως δεν βρέθηκαν στα αρχεία καμιάς επίσημης αρχής, όπου θα έπρεπε να έχουν κατατεθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία εκείνης της εποχής.


* «Αδικες» δικαιοπραξίες


Μετά από επίμονες προσπάθειες του ΣΠΑΠ για τη συγκρότηση της επιτροπής η οποία θα διαχώριζε τις εκτάσεις που ανήκουν στις Μονές Πετράκη και Πεντέλης από αυτές του Δημοσίου, «συνεκλήθη η μοναδική στην Ελλάδα τέτοια επιτροπή στη Νομαρχία Ανατολικής Αττικής το 1994» λέει ο κ. Κοσοβίτσας. «Η Μονή Πετράκη δεν όρισε καν εκπρόσωπό της στην επιτροπή και οι εκπρόσωποι της Μονής Πεντέλης κωλυσιεργούσαν το έργο της επιτροπής μη προσκομίζοντας στοιχεία των εκτάσεων που διακατείχε. Το αποτέλεσμα ήταν να φθάσουμε στο 1988 χωρίς να υπάρχει πρακτικό της επιτροπής και με την καθιέρωση της αιρετής νομαρχιακής αυτοδιοίκησης οι αρμοδιότητες να περάσουν στην περιφέρεια».


Ο κ. Κοσοβίτσας πιστεύει ότι επιχειρείται η συνέχιση της διάθεσης γης μέσω «άδικων δικαιοπραξιών», αφού με τον δασικό νόμο 998/79 και το προεδρικό διάταγμα «Περί ζωνών προστασίας του Πεντελικού όρους» (ΦΕΚ 755Δ/88) οι μονές δεν μπορούν να έχουν κανένα νόμιμο έσοδο και οι ίδιες οικειοθελώς είχαν παραχωρήσει οριστικά τις εκτάσεις αυτές στο Δημόσιο το 1988. «Ως γνωστόν, τώρα οι καταπατήσεις δεν γίνονται με αυθαίρετα συρματοπλέγματα αλλά με νομιμοποίηση προσυμφώνων σε συμβολαιογραφικά γραφεία ή αστικά δικαστήρια, ευνοούμενες από την έλλειψη εθνικού κτηματολογίου και από την ελπίδα μετατροπής της δασικής γης σε οικιστική, κάτι που ανεβάζει κατά τουλάχιστον 500 φορές την αξία της γης. Ο κίνδυνος είναι μεγάλος» προειδοποιεί ο κ. Κοσοβίτσας. «Αν το Δημόσιο δεν τολμήσει να κλείσει αυτές τις «κερκόπορτες» με τη σύσταση επιτροπής από τον γενικό γραμματέα Περιφέρειας, με τη σύντομη σύνταξη πρακτικών διαχωρισμού και την επιτάχυνση των διαδικασιών του κτηματολογίου, θα βρει τις «διακατεχόμενες εκτάσεις» πουλημένες».


Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι, ενώ υπάρχει σαφές θεσμικό πλαίσιο το οποίο θεωρείται απολύτως επαρκές, να αποδεικνύεται στην πράξη ότι δεν αρκεί για την προστασία του Πεντελικού. «Αυτό ακριβώς έχουμε επισημάνει για μία ακόμη φορά μετά του Σαββάτου στους αρμοδίους. Υπάρχουν φόβοι ότι τα μέλη των διάφορων συνεταιρισμών θα θελήσουν να επωφεληθούν από την κατάσταση που δημιουργείται για την αλλαγή της χρήσης γης, όπως έχει συμβεί και στο παρελθόν» παρατηρεί ο κ. Δ. Στεργίου, κοινοτάρχης της Παλαιάς Πεντέλης. «Τι να περιμένει κανείς από το κράτος όμως» αναρωτιέται ο ίδιος «τη στιγμή που αρνείται πεισματικά να εντάξει στο σχέδιο πόλης την κεντρική πλατεία της Νέας Πεντέλης, η οποία φτιάχτηκε το 1947, και τους πατροπαράδοτους οικισμούς των Σαρακατσαναίων και έχει εντάξει στο σχέδιο περίπου 5.000 στρέμματα οικισμών που έχουν χτιστεί σε ρέματα; Αναφέρομαι στην περιοχή Λυκορέματα, όπου έχουν ενταχθεί στο σχέδιο 2.500 στρέμματα στην τοποθεσία Παν, περίπου 1.000 στην Καλλιθέα και άλλα τόσα στον Αγιο Σπυρίδωνα».


Το «αρραγές» μέτωπο Η προστασία του δάσους και οι ανεπαρκείς χρηματοδοτήσεις


Η αρμοδιότητα για την ένταξη περιοχών στο σχέδιο πόλης ανήκε στις νομαρχίες ­ σε αυτή την περίπτωση στη Νομαρχία Ανατολικής Αττικής ­ και πριν από έναν μήνα μεταφέρθηκε στις περιφέρειες. «Οπως καταλαβαίνετε, δεν έχω προλάβει να ασχοληθώ με αυτά τα θέματα. Θα μελετήσω όμως όλους τους φακέλους με τα σχέδια πόλεων γιατί πιστεύω ότι πρέπει να ληφθούν αποφάσεις άμεσα. Οσο για το θέμα της προστασίας του Πεντελικού όρους, ένα έχω να πω: Θα είμαι ιδιαίτερα σκληρός απέναντι σε οποιαδήποτε παράνομη ενέργεια» τονίζει ο γενικός γραμματέας της Περιφέρειας Αττικής κ. Μ. Κυριακίδης. Αν και στον ΣΠΑΠ συμμετέχουν οι 13 δήμοι και κοινότητες της Πεντέλης, το μέτωπο για την προστασία του βουνού δεν φαίνεται ότι είναι αρραγές. «Εμένα δεν μου έδωσαν ούτε μία δραχμή για να καθαρίσω το δάσος ούτε στρατιώτες για να το φυλάνε. Γίνονται μελέτες επί μελετών και τα αποτελέσματα τα βλέπετε. Το 1993 έβγαινες στην αυλή σου και κρύωνες και τώρα χρειάζεσαι κλιματιστικό στο βουνό! Η πολιτεία έχει δείξει απόλυτη αδιαφορία. Εμείς είχαμε κάνει πρόταση να στεγανοποιήσουμε πέντε σιλό που βρίσκονται μέσα στο δάσος χωρητικότητας 500 κυβικών μέτρων για τον ανεφοδιασμό των πυροσβεστικών οχημάτων. Το κόστος ήταν 60 εκατ. δρχ. Ηθελα να ρωτήσω πόσα λεφτά χαλάσαμε με τα αεροπλάνα που ήρθαν την Παρασκευή να κάνουν ρίψεις;» αναρωτιέται ο πρόεδρος της Κοινότητας Παλαιάς Πεντέλης κ. Ηλ. Κόλλιας. Από την Περιφέρεια Αττικής όμως διευκρίνισαν ότι τα χρήματα για τον καθαρισμό του δάσους δόθηκαν στον ΣΠΑΠ για όλα τα μέλη του και ότι κανένας δήμαρχος και κοινοτάρχης της περιοχής δεν πήρε ο ίδιος επιδότηση. Επίσης, ότι χρηματοδοτούνται οι μελέτες ανάπλασης και προστασίας του Πεντελικού όρους που υποβάλλει ο ΣΠΑΠ και όχι μεμονωμένες προτάσεις των αιρετών της περιοχής. Πάντως με τα χρήματα που δίνονται μόνο παρόδιους καθαρισμούς στις περιοχές με υψηλό κίνδυνο για πυρκαϊά μπορεί να κάνει ο ΣΠΑΠ.


Ποια είναι σήμερα η κατάσταση


Το Πεντελικόν όρος αποτελεί έναν αναντικατάστατο φυσικό πόρο για την Αττική, με ιδιαίτερη σημασία για την οικολογική ισορροπία του περιβάλλοντος. Συμβάλλει στη μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, στην προστασία από τον βοριά, στην ανανέωση του αέρα, στο να είναι ήπιο το κλίμα και στην προστασία από τις πλημμύρες. Επίσης είναι ένας τόπος αναψυχής και ψυχαγωγίας κοντά στην πόλη. Η μεταλλαγή των υπωρειών της Πεντέλης σε ζώνες παραθεριστικής κατοικίας αρχικά και σε πολεοδομικό ιστό μόνιμης κατοίκησης με προαστικό χαρακτήρα αργότερα προκάλεσε τη μείωση των δασικών εκτάσεων. Οι (συχνές) φωτιές, εκτός από την καταστροφή του δάσους, ευνοούν τα πυρόφιλα είδη που μπορούν να αναγεννώνται μέσα από τις στάχτες. Η επέκταση της πόλης έφερε τις οχλούσες λειτουργίες της κοντά στον ορεινό όγκο και πολλές φορές πάνω στο δάσος. Αυτό σημαίνει αύξηση των πιθανοτήτων πυρκαϊάς, παράνομη επέκταση των ιδιοκτησιών, θορύβους και ενόχληση για την πανίδα, κάλυψη ρεμάτων και αλλαγή του μικροκλίματος στα όρια του δάσους.


* Αστυνομική απουσία


Ο περιορισμός της φυσικής βλάστησης, η μείωση του φυσικού χώρου και η δημιουργία τεχνητών διαιρέσεων με δρόμους και κτίρια, η συνεχιζόμενη ως σήμερα βόσκηση, η οποία εμποδίζει την αναγέννηση του δάσους κυρίως στον χώρο των καμένων εκτάσεων, οι πολλοί δασικοί δρόμοι που έγιναν χωρίς κανέναν σχεδιασμό, η χωρίς κανόνες λατόμευση και η εγκατάσταση εργοταξίων, κεραιών και παράνομων κτισμάτων επιβαρύνουν κι άλλο το δάσος. Ακόμη και σήμερα εξακολουθούν οι παράνομες δραστηριότητες στην Πεντέλη: βοσκή, κυνήγι, συστηματική απόρριψη μπαζών και σκουπιδιών, λαθρολατόμευση, καταστροφή μνημειακών χώρων, αυθαίρετη δόμηση στο νότιο άκρο του Πεντελικού, αυθαίρετες οικοδομικές εργασίες της Μονής Αγίου Παντελεήμονα, εγκαταστάσεις πομπών και κεραιών ραδιοτηλεοπτικών σταθμών, συστηματικές προσπάθειες από τους οικοδομικούς συνεταιρισμούς για τη νομιμοποίηση συμβολαίων και αλλαγή χρήσεων γης.


Οι δραστηριότητες αυτές, όπως αναφέρεται στη μελέτη του Οργανισμού Αθήνας για την αποκατάσταση των ανενεργών λατομείων του Πεντελικού (1999), είναι αποτέλεσμα κυρίως τριών παραγόντων: της πολυδιασποράς αρμοδιοτήτων και της έλλειψης συντονισμού των φορέων που παρεμβαίνουν στην περιοχή (ΥΠΕΧΩΔΕ, υπουργείο Γεωργίας, ΕΥΔΑΠ, περιφέρεια, νομαρχίες, ΟΤΑ)· της σχεδόν ολοκληρωτικής έλλειψης αστυνομικής προστασίας στην περιοχή· και της ανυπαρξίας ολοκληρωμένου σχεδιασμού παρεμβάσεων με βάση συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα μελετών και έργων με εξασφαλισμένους πόρους.


* Ανεπαρκής φύλαξη


«Η εντύπωση που δίδει η περιοχή είναι αυτή της εγκατάλειψης, οπότε οι όποιες παραβατικές συμπεριφορές θεωρούνται φυσιολογικές» αναφέρει η μελέτη και προτείνει την ενεργητική πολιτική παρεμβάσεων από τις δημόσιες αρχές ώστε να δημιουργηθεί η αίσθηση ελέγχου και συστηματικής διαχείρισης. «Η απουσία των αστυνομικών αρχών επιτείνει το φαινόμενο της ασυδοσίας και των παραβατικών συμπεριφορών, που φθάνουν να είναι προκλητικές και προσβλητικές για το κράτος δικαίου». Στη μελέτη επισημαίνονται ακόμη οι επιπτώσεις από το αδιευκρίνιστο ιδιοκτησιακό καθεστώς και από την αδυναμία φύλαξης και συντήρησης των ιστορικών μνημείων της περιοχής, «με πιο κραυγαλέες τις περιπτώσεις της εκούσιας καταστροφής τους από τους κυρίους ή τους νομείς τους. Πέραν αυτών, ουδεμία σήμανση υπάρχει για το σύνολό τους, ενώ είναι πλήρης η ανεπάρκεια φύλαξης από τις εφορείες αρχαιοτήτων».


Σε όλη την έκταση της Πεντέλης υπάρχουν αρχαία και βυζαντινά ερείπια, θεμέλια οικοδομών, ξωκλήσια, μοναστήρια, αρδευτικά έργα, γέφυρες και μεταβυζαντινοί ναοί χτισμένοι στα ερείπια βυζαντινών, που με τη σειρά τους χτίστηκαν πάνω σε αρχαία οικοδομήματα. Ως σήμερα δεν έχουν γίνει οι κατάλληλες ενέργειες για την προστασία και την ανάδειξη των μνημείων, μεταξύ των οποίων και τα αρχαία λατομεία, από τα οποία εξορυσσόταν το φημισμένο λευκό μάρμαρο της Πεντέλης. Η μόνη παρέμβαση που είναι φανερή και βρίσκεται σε εξέλιξη είναι η αποκατάσταση των παλαιών λατομείων του Μαλτέζου, του Κοκκιναρά και του λατομείου Α, κοντά στη σπηλιά του Νταβέλη. Εκεί μεταφέρεται χώμα από τα έργα για την κατασκευή της Αττικής οδού και έχει αρχίσει και η αναδάσωσή τους.