­ Εκείνη η συζήτηση για τα ρυθμιστικά γονίδια, Κρίτων, ήταν ενδιαφέρουσα γιατί μας άνοιξε τους ορίζοντες ώστε να καταλάβουμε καλύτερα τη λειτουργία του γονιδιώματος. Ωστόσο δεν έχουμε συζητήσει πολλά για την οργανισμική εξέλιξη· πώς δηλαδή η εξέλιξη του οργανισμού συνδέεται με τη μοριακή εξέλιξη.


­ Πολύ εύστοχη παρατήρηση, Ιων, γιατί μου δίνεις την ευκαιρία να συμπληρώσω κάτι που δεν σας είχα πει, όπως λ.χ. ότι υπάρχει μια διαφορά στον ρυθμό εξέλιξης των δομικών και των ρυθμιστικών γονιδίων. Και τούτο γιατί ο ρυθμός δημιουργίας μεταλλάξεων στα δομικά γονίδια, στα γονίδια, όπως σας έχω πει, που ελέγχουν τη σύνθεση ενζύμων απαραίτητων για τη δομή και τη λειτουργία του οργανισμού, είναι χονδρικά σταθερός. Ετσι, ο δεσμός μεταξύ μοριακής και οργανισμικής εξέλιξης θεωρείται ότι είναι οι ρυθμιστικές μεταλλάξεις, μεταλλάξεις δηλαδή των ρυθμιστικών γονιδίων που κωδικοποιούν ειδικές πρωτεΐνες οι οποίες αντιδρούν με το DNA των δομικών γονιδίων και είτε τα επάγουν να εκφραστούν είτε τα καταστέλλουν, όπως σας είχα πει.


Ωστόσο υπάρχει και μια άλλη άποψη, για την οποία σας είχα πάλι μιλήσει παλαιότερα, που συμβάλλει στην ερμηνεία της διαφοράς του ρυθμού εξέλιξης ορισμένων τάξεων οργανισμών. Σας ξαναθυμίζω ότι ο ρυθμός αυτός είναι γοργότερος στα θηλαστικά παρά στα βατράχια, λ.χ. Σύμφωνα λοιπόν με αυτή την άποψη, εκτός από τα ρυθμιστικά γονίδια σπουδαίο ρόλο παίζει και το σχετικό μέγεθος του εγκεφάλου.


­ Πώς συνδυάζονται πάλι αυτά τα δύο ετερόκλητα χαρακτηριστικά;


­ Προτού αναλύσουμε, Φίλων, αυτή την άποψη, πρέπει να πούμε ότι η οργανισμική εξέλιξη ως μια δαρβινική διαδικασία εξαρτάται από τη μετάλλαξη και τη σταθεροποίησή της στον πληθυσμό. Ετσι, για να έχουμε επιτάχυνση του εξελικτικού ρυθμού πρέπει να αυξηθεί είτε ο ρυθμός μεταλλαξιγένεσης είτε ο ρυθμός σταθεροποίησης της νέας μετάλλαξης ή και τα δύο. Και επειδή δεν υπάρχει κανένας εμφανής λόγος να δεχθούμε ότι τα θηλαστικά είναι πιο επιρρεπή σε μεταλλάξεις οδηγούμαστε στην αποδοχή ότι ο ρυθμός σταθεροποίησης μιας μορφολογικής μετάλλαξης στα θηλαστικά είναι μεγαλύτερος σε σχέση με τα βατράχια.


­ Και από πού μπορεί να εξαρτάται αυτός ο ρυθμός;


­ Από την επιλογική πίεση, Ιων, η οποία μπορεί να ελέγχεται από δύο πηγές. Η μία αφορά εξωτερικούς παράγοντες, το περιβάλλον δηλαδή, και η άλλη εσωτερικούς. Ενας τέτοιος εσωτερικός παράγοντας είναι ο εγκέφαλος, ο οποίος με τη δυνατότητα που έχει να δημιουργεί νεωτερισμούς και μιμήσεις οδηγεί προς μια μορφή εξέλιξης η οποία κατευθύνεται από την κουλτούρα, με την ευρεία της έννοια. Με αυτόν τον τρόπο αναβαθμίζεται η δυνατότητα εκμετάλλευσης του περιβάλλοντος και η δυνατότητα εξάπλωσης και τελικά σταθεροποίησης μιας τέτοιας μετάλλαξης.


­ Αρα, Κρίτων, ο εγκέφαλος του ανθρώπου, που έχει το μεγαλύτερο σχετικό μέγεθος, πέραν των άλλων ελέγχει και την εξέλιξη του ανθρώπου αλλά και όλης της ζωής στον πλανήτη μας, αφού την επηρεάζει με τις ποικίλες δραστηριότητές του.


­ Υπάρχουν απόψεις, Φίλων, που υποστηρίζουν την υπόθεση ότι ο εγκέφαλος των θηλαστικών και των πτηνών είναι η κύρια κατευθύνουσα εξελικτική δύναμη πίσω από την οργανισμική τους εξέλιξη. Και τούτο γιατί έχει παρατηρηθεί ότι όσο πιο μεγάλο είναι το μέγεθος του εγκεφάλου σχετικά με το μέγεθος του σώματος (σχετικό μέγεθος εγκεφάλου) τόσο πιο γοργός είναι ο ρυθμός της ανατομικής εξέλιξης. Ετσι, κατά την εξέλιξη των σπονδυλωτών (στα οποία ανήκει και ο άνθρωπος) το σχετικό μέγεθος του εγκεφάλου έχει αυξηθεί 100 φορές κατά μήκος της γραμμής που οδήγησε από τα πρώτα αμφίβια στους ανθρώπους. Δηλαδή όσο πιο μεγάλο είναι το σχετικό μέγεθος του εγκεφάλου τόσο μεγαλύτερη είναι η δυνατότητα για ένα είδος να εξελιχθεί βιολογικά.


Η προσπάθεια λοιπόν μελέτης της σύνδεσης του μορίου (του γονιδίου) με τον οργανισμό δεν είναι απλή υπόθεση, αλλά ένας περίπλοκος δρόμος που περνάει μέσα από πολλούς παρεμφερείς επιστημονικούς κλάδους όπως η Μοριακή Βιολογία, η Κυτταρική Βιολογία, η Φυσιολογία, η Βιοχημεία, η Ανατομία, η Βιολογία της Συμπεριφοράς, η Πληθυσμιακή Γενετική, οι Ταξινομικές Επιστήμες, η Παλαιοντολογία και η Γεωλογία. Ωστόσο η μελέτη και η κατανόηση της Μοριακής Εξέλιξης έχουν δημιουργήσει την ευκαιρία να χτιστούν γέφυρες μεταξύ των διαφόρων βιολογικών κλάδων, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στην ενοποίηση των επιστημών της ζωής.


Αυτή η ολιστική αντίληψη κέντρισε πάλι τη φαντασία των φίλων, που ήθελαν κάθε φορά να αποστάζουν το δικό τους συμπέρασμα από τη συζήτηση του Κρίτωνα. Και σκέφτηκαν: πόσο πιο όμορφη είναι η ζωή όταν τη βλέπει κανείς σφαιρικά, χωρίς κατακερματισμούς, μικροπαρεξηγήσεις, μικροσυμφέροντα και όλα εκείνα τα μικρά που κάνουν τον κόσμο μας ακόμη πιο άχαρο. Και χώρισαν πάλι ικανοποιημένοι και αγκαλιασμένοι που έσβησαν από τα ενδιαφέροντά τους όλες τις μικρότητες του κόσμου.


Ο κ. Σταμάτης Ν. Αλαχιώτης είναι καθηγητής Γενετικής, πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Πατρών, πρόεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου.