ΤΟΝ τελευταίο καιρό έγινε γνωστό ότι υπάρχει στη σκέψη της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Γεωργίας να μεταφερθεί η ευθύνη της δασοπυρόσβεσης από τη Δασική στην Πυροσβεστική Υπηρεσία. Και μόνο η σκέψη προδίδει επιστημονική άγνοια της πραγματικής αιτίας που τα δάση μας καίγονται, άγνοια για την οποία δεν ευθύνονται φυσικά οι πολιτικοί αλλά όλοι εμείς που ασχολούμαστε άμεσα ή έμμεσα με το φαινόμενο των δασικών πυρκαγιών και διστάζουμε να πούμε ορισμένες αλήθειες, οι οποίες πράγματι εμπεριέχουν τον κίνδυνο, αν παρερμηνευθούν, να εκθέσουν αυτόν που τις λέει.


Η επιστημονική έρευνα των τελευταίων χρόνων στον Μεσογειακό χώρο αποδεικνύει ότι το φαινόμενο των δασικών πυρκαγιών δεν οφείλεται μόνο σε εμπρησμούς, αλλά υπάρχει ως μόνιμος οικολογικός παράγοντας πολύ πριν από την εμφάνιση του ανθρώπου στη Γη. Το ιδιόμορφο μεσογειακό κλίμα συνετέλεσε ώστε να αναπτυχθεί μια ιδιαίτερης μορφής βλάστηση, με κύριο χαρακτηριστικό την υψηλή ευφλεκτικότητα.


Υπολογίστηκε ότι πριν από την εμφάνιση του ανθρώπου τα Μεσογειακά δάση καίγονταν από φυσικές αιτίες κάθε 100-120 χρόνια. Η φύση, αντιδρώντας στις συνεχείς πυρκαγιές, διαμόρφωσε στο πέρασμα των αιώνων, μέσα από τις διαδικασίες της φυσικής επιλογής, ένα εξαιρετικά σοφό σύστημα παθητικής και ενεργητικής αναγέννησης της βλάστησης. Σήμερα για τις λογικές της υπάρχουσας οικολογικής κατάστασης, η φωτιά αποτελεί βασικό μέρος της διαδικασίας εξέλιξης και διατήρησης των οικοσυστημάτων. Για τον λόγο αυτό και παρά τις κακοποιήσεις που έχουν υποστεί, τα μεσογειακά δάση εξακολουθούν ακόμη να κοσμούν την ελληνική παραλιακή ζώνη και θα εξακολουθήσουν να την κοσμούν αν ο άνθρωπος τα προστατέψει από τον εαυτό του, τη βοσκή και την τσιμεντοποίηση.


Το πρώτο και βασικότερο συμπέρασμα που βγήκε από πρόσφατη επιστημονική ημερίδα με θέμα τις επιπτώσεις των δασικών πυρκαγιών, που διοργάνωσε το Εθνικό Δίκτυο Διάδοσης της Ερευνας και Τεχνολογίας ΠΥΡ-ΣΟΣ, στο οποίο συμμετέχουν οι σημαντικότεροι έλληνες επιστήμονες που ασχολούνται άμεσα ή έμμεσα με το φαινόμενο των δασικών πυρκαγιών, είναι ότι δεν είναι δυνατό να πετύχουμε μεσογειακό δάσος χωρίς την παρουσία της φωτιάς. Στο συνέδριο τονίσθηκε ότι θα πρέπει στρατηγικά να κατευθυνθούμε στη διαχείριση των πυρκαγιών, αντί να επιμένουμε στην αδιάκριτη προστασία του δάσους από τη φωτιά, η οποία είναι οικονομικά ανέφικτη και οικολογικά αδύνατη.


Τόσο η ελληνική κοινωνία όσο κυρίως και η πολιτική ηγεσία θα πρέπει να αντιληφθούν ότι δεν είναι δυνατό να ζητούνται τα αδύνατα από κανέναν. Η Δασική Υπηρεσία ευθύνεται για την εμφάνιση και την εξέλιξη μιας δασικής πυρκαγιάς στον βαθμό που ο σεισμολόγος ευθύνεται για την εμφάνιση και τα αποτελέσματα ενός σεισμού ή ο μετεωρολόγος για τα καιρικά φαινόμενα. Ο άνθρωπος είναι ακόμη τεχνολογικά αδύναμος να ελέγξει μεγάλα φαινόμενα. Ακόμη και σε περισσότερο προηγμένες χώρες με άριστη οργάνωση, όπως η Αμερική και η Αυστραλία, σε περιοχές με μεσογειακό κλίμα τα δάση τους καίγονται, συχνά για εβδομάδες ολόκληρες. Θα πρέπει να σταματήσει ο πετροβολισμός των δασικών υπαλλήλων και μάλιστα όταν οι τελευταίοι, άυπνοι, νηστικοί, διψασμένοι και με τα πνευμόνια γεμάτα καπνούς, σώζουν κάθε χρόνο εκατοντάδες περιουσίες και ζωές.


Αλλωστε το ανθρώπινο επιστημονικό δυναμικό της ελληνικής Δασικής Υπηρεσίας δεν υστερεί σε τίποτε από τους συναδέλφους τους άλλων Μεσογειακών χωρών. Αντίθετα καλείται να λειτουργήσει με τις γραφειοκρατικές αντιλήψεις διοίκησης του υπόλοιπου κρατικού μηχανισμού, όπως ο τρόπος πρόσληψης εποχικού δασοπυροσβεστικού προσωπικού, η προμήθεια πυροσβεστικών μέσων κλπ.


Οι ανθρώπινες κοινωνίες αντιμετωπίζουν τις δασικές πυρκαγιές με λογικές ολότελα διαφορετικές από αυτές που επιθυμούν ή χρειάζονται οι κοινωνίες των φυτών. Και αυτό γιατί το δάσος έχει αισθητικές, προστατευτικές, οικονομικές και κοινωνικές παραμέτρους. Οι παράμετροι αυτές, ιδιαίτερα σημαντικές για τον άνθρωπο, επιβάλλουν την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη προστασία του, όχι μόνο από τη φωτιά αλλά και από κάθε είδους άλλη διαταραχή. Ολοι συγκινηθήκαμε, αγανακτήσαμε, θυμώσαμε από τη φετινή πυρκαγιά του Σέιχ-Σου. Οταν το επώνυμο αυτό δάσος καίγεται με την ευκολία που κάηκε, όταν όλες οι δασοπυροσβεστικές υπηρεσίες, ένας ολόκληρος κρατικός μηχανισμός, ένα εκατομμύριο πολίτες παρακολουθούν απλά ως θεατές την εξέλιξη του φαινομένου, ανήμποροι να αντιδράσουν, μπορεί κανείς να βγάλει τα συμπεράσματά του για τις δυνατότητες που υπάρχουν για τα υπόλοιπα λιγότερο επώνυμα και μονίμως εγκαταλειμμένα και κακοδιαχειρισμένα δάση μας.


Πόσοι όμως από εμάς βλέπαμε ότι το ίδιο δάσος αργοπεθαίνει από τις κάμπιες; Πόσοι γνωρίζουμε ότι οι καστανιές και τα κυπαρίσσια ολόκληρης της χώρας σε λίγες δεκάδες χρόνια θα αποτελούν μόνο μια ανάμνηση, αφού εξαφανίζονται εξαιτίας των προσβολών τους από ανίατες ασθένειες; Αν επικρατήσουν λογικές, όπως ότι η οργάνωση της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας θα φέρει καλύτερα αποτελέσματα στην αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών, τότε θα πρέπει και η αντιμετώπιση της κάμπιας των πεύκων ή του καρκίνου της καστανιάς και του κυπαρισσιού να ανατεθούν στα νοσοκομεία της χώρας, τα οποία επίσης διαθέτουν καλύτερη υγειονομική οργάνωση από αυτή της Δασικής Υπηρεσίας.


Από τη στιγμή που θα δούμε την αλήθεια κατά πρόσωπο, χωρίς στρουθοκαμηλισμούς, απομυθοποιώντας το φαινόμενο, τότε θα ασκήσουμε μια ορθολογική πολιτική στο θέμα της αντιμετώπισης των δασικών πυρκαγιών. Τότε θα αντιληφθούμε ότι η επιμονή στην ολοκληρωτική εξάλειψη της φωτιάς από τα δάση είναι μια ουτοπία και θα προσπαθήσουμε να στρέψουμε την προσοχή μας στην αύξηση του χρόνου μεταξύ δύο διαδοχικών πυρκαγιών και στον περιορισμό των αρνητικών επιπτώσεων από το φαινόμενο. Οι πραγματικοί εμπρηστές


ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ να κατανοήσουμε ότι όσο περισσότερο ο άνθρωπος χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες του δάσους τόσο οι ανθρωπογενείς πυρκαγιές θα αυξάνονται. Τα μεσοδιαστήματα μεταξύ των πυρκαγιών μειώθηκαν σε 40-60 χρόνια εξαιτίας των ακουσίων και εκουσίων εμπρησμών. Ο μύθος όμως ότι όλες οι φωτιές οφείλονται σε δόλιους εμπρηστές πρέπει να σταματήσει. Εμπρηστής από άγνοια μπορεί να είναι ο καθένας από τους καλοπροαίρετους πολίτες που πέρασε κάποια στιγμή από το δάσος. Ενα τσιγάρο, μια καύτρα από την ψησταριά, μια σπίθα από την εξάτμιση, ένα σπασμένο γυαλί από μπουκάλι που πετάξαμε πριν από λίγα χρόνια μπορεί να γίνουν αιτία πυρκαγιάς.


Με την ευκαιρία θεωρούμε σκόπιμο να δώσουμε ακόμη ένα μήνυμα προς όλους τους πολίτες, που πραγματικά αγωνιώντας για το μέλλον των δασών μας πιέζουν για μεγάλες και άμεσες χρηματοδοτήσεις για την «αποκατάσταση» αυτών που καίγονται, ότι η διάθεση δισεκατομμυρίων στα επώνυμα περιαστικά δάση για να γίνει αυτό που θα κάνει ούτως ή άλλως αδαπάνως από μόνη της η φύση, θα δώσει οικονομικό κίνητρο για τη δημιουργία νέας τάξης εμπρηστών που θα είναι οι κάθε είδους ωφελημένοι οικονομικά «αποκαταστάτες» των καμένων δασών.


Οι πολίτες που θεωρούν, όχι άδικα, ότι ένα σπίτι κοντά ή μέσα στο δάσος θα τους βελτιώσει την ποιότητα ζωής στην πραγματικότητα βάζουν υποθήκη καταστροφής της περιουσίας τους και πιθανώς και σε απειλή την ίδια τη ζωή τους. Καμιά υπηρεσία και καμιά ανθρώπινη δύναμη δεν μπορεί να εγγυηθεί την ασφάλειά τους. Ο ρεαλισμός στην πληροφόρηση σε αυτή την αλήθεια θα είχε προλάβει πολλές από τις καταπατήσεις. Την πληροφόρηση όμως αυτή μόνο η Δασική Υπηρεσία μπορεί να παράσχει, με τις δομές επικοινωνίας που μπορεί να αναπτύξει με τον επισκέπτη ή τον χρήστη του δάσους.


Η μείωση των οικολογικών και οικονομικών επιπτώσεων από τις πυρκαγιές, ο περιορισμός της καμένης ανά πυρκαγιά επιφάνειας, η ελαχιστοποίηση του κόστους κατάσβεσης θα προέλθουν από την ανάπτυξη της έρευνας πάνω στα συγκεκριμένα θέματα, την οποία έρευνα φυσικά είναι αδύνατο να πραγματοποιήσουν οι υπάλληλοι της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας. Μεγάλο τμήμα της προστασίας του δάσους απαιτεί ενεργητική διαχείριση της καύσιμης ύλης πριν από τη φωτιά και παθητική (δηλαδή ελαχιστοποίηση των επεμβάσεων και πιέσεων) μετά την καταστολή της, κύρια καθήκοντα επίσης της δασολογικής επιστήμης.


Αλλωστε κανείς δεν δικαιούται να αγνοήσει το ομόφωνο πόρισμα της Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής, το οποίο συνιστούσε την άμεση οργάνωση του «Φορέα Δασοπροστασίας» στα πλαίσια της Δασικής Υπηρεσίας. Το πόρισμα αυτό στηρίχθηκε στην επιστημονική γνώση και στη διεθνή πρακτική για παρόμοια θέματα.


Η χώρα μας δεν έχει την πολυτέλεια άσκοπων πειραματισμών. Ας σεβαστούμε τη Δασική Υπηρεσία, ας δώσουμε αυτοπεποίθηση στους ανθρώπους που χρόνια σπουδάζουν τις επιθυμίες και τις λογικές της φύσης, ας σταματήσουν όλοι να απολογούνται για τις εκτάσεις που καίγονται και ας στραφεί η προσοχή μας στη μείωση των αρνητικών επιπτώσεων των δασικών πυρκαγιών και είναι βέβαιο ότι το καθήκον όλων θα επιτελεσθεί στο έπακρο.


Ο κ. Παύλος Κωνσταντινίδης είναι διδάκτορας Φυτοκοινωνιολογίας, εντεταλμένος ερευνητής στο Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών Θεσσαλονίκης.