Εκτός από πεισματάρικη, η εγγλέζικη ράτσα είναι σκληρή. Ανθεκτική περισσότερο από την αμερικανική. Οσον αφορά τον υπόκοσμο αλλά όχι μόνον ο βρετανικός κινηματογράφος φρόντισε να τονίσει αυτή τη σκληράδα με τα πιο έντονα χρώματα και χωρίς τη γλαφυρότητα των αμερικανικών ταινιών. Την ώρα που αμερικανοί σταρ σαν τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και τον Τζέιμς Κάγκνεϊ εξωράιζαν τους κακοποιούς που υπεδύοντο για να αρέσουν στο κοινό, κάποιοι άγγλοι ηθοποιοί, λιγότερο γνωστοί αν όχι καθόλου , προτιμούσαν να τους παρουσιάζουν ωμά, στεγνά και χωρίς στολίδια. Διόλου παράξενο λοιπόν που το Χόλιγουντ αργότερα έδινε σε άγγλους ηθοποιούς χαρακτηριστικούς ρόλους αδίστακτων κακοποιών, πράγμα που συνεχίζει να γίνεται και σήμερα (δύο πρόσφατα παραδείγματα είναι του Ντάγκρεϊ Σκοτ, ο οποίος παίζει τον ευφυή αντίπαλο του Τομ Κρουζ στην «Επικίνδυνη αποστολή 2», και του Κρίστοφερ Εκλεστον, που μετατρέπει τη ζωή του Νίκολας Κέιτζ σε κόλαση στην ταινία «Σε 60 δευτερόλεπτα»).
Οι Βρετανοί ωστόσο καθυστέρησαν να δείξουν τα δόντια και τα… όπλα τους στο σινεμά. Γεγονός είναι ότι ως τα μέσα της δεκαετίας του ’40 η γκαγκστερική ταινία ήταν σχεδόν ανύπαρκτη στις Βρετανικές νήσους. Μόνο μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η κινηματογραφική βιομηχανία της Βρετανίας άρχισε βραδέως να ορθοποδεί για να γιγαντωθεί σύντομα , ξεκίνησε η παραγωγή ταινιών που ασχολούνταν στα σοβαρά με τον βρετανικό υπόκοσμο. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50 δε, τέτοιες ταινίες παράγονταν με ταχύτατους ρυθμούς, όπως άλλωστε και οι πολεμικές, που εκείνη την εποχή μεσουρανούσαν.
Δύο από τις πρώτες αυτούσια γκαγκστερικές ταινίες των Βρετανών απέκτησαν αμέσως μια θέση ανάμεσα στις πιο αξιοπρεπείς της κινηματογραφικής ιστορίας τους. Στον «Τρομαγμένο παράνομο» («Brighton Rock», 1947) του Τζον Μπόουλτινγκ, από το ομότιτλο μυθιστόρημα του Γκράχαμ Γκριν, ο Ρίτσαρντ Ατένμπορο πλάθει έναν εφιαλτικό έφηβο κακοποιό μόλις 18 ετών που παρά το ανέκφραστο ύφος του φαίνεται ότι ευχαριστιέται αφάνταστα τη δράση της συμμορίας του, με την οποία τρομοκρατεί τους ιδιοκτήτες καταστημάτων στο Μπράιτον απαιτώντας να τον πληρώνουν για «προστασία». Ο Πίνκι του Ατένμπορο είναι ένας ψυχρός, μεθοδικός φονιάς, σαφέστατα ψυχοπαθής, ο οποίος κατά κάποιον τρόπο παραπέμπει στον «Σημαδεμένο» του Χάουαρντ Χοκς, καθώς το μωρουδίστικο πρόσωπό του είναι σημαδεμένο από μια άσχημη ουλή από ξυράφι (που είναι και το αγαπημένο του όπλο). Εναν χρόνο αργότερα το «Ραντεβού στον άλλο κόσμο» («Νο orchids for Ms. Blandisch») υπήρξε η πρώτη ταινία που στηρίχθηκε σε αστυνομικό μυθιστόρημα του Τζέιμς Χάντλεϊ Τσέιζ, το «Οχι ορχιδέες για τη Μις Μπλάντις». Ο Τσέιζ είναι ένας έξοχος συγγραφέας αστυνομικών θρίλερ, που όμως αν εξαιρέσουμε αυτή την ταινία κινηματογραφικώς ατύχησε. Ενας κατά τα άλλα άσημος ηθοποιός, ο Τζακ λα Ρου, πέτυχε τον μοναδικό ρόλο της ζωής του παίζοντας τον αρχηγό της επικίνδυνης συμμορίας ο οποίος ελπίζει επί ματαίω στο καυτό παραδάκι μιας απαγωγής.
Το 1954 ο Λόρενς Χάρβεϊ έπαιξε επίσης έναν αρχηγό γκαγκστερικής συμμορίας σε μια ταινία ρουτίνας με τίτλο «Οι καλοί πεθαίνουν νέοι» («The good die young»), όπου το κορίτσι δίπλα του ήταν η πανέμορφη Γκλόρια Γκράχαμ. Η ταινία του Λούις Γκίλμπερτ θα είχε σαφώς ξεχαστεί αν ένας άλλος βρετανός ηθοποιός, ο Στάνλεϊ Μπέικερ, δεν έκανε εκεί το ντεμπούτο του. Ο Μπέικερ σύντομα θα ειδικευόταν σε ρόλους ψυχωτικών κακοποιών ή αφοσιωμένων αστυνομικών (αυτά τα δύο πάνε συνήθως «πακέτο») και το 1960, σε μια από τις πρώτες ταινίες που γύρισε ο Αμερικανός Τζόζεφ Λόουζι στη Βρετανία, «Το κάθαρμα του Λονδίνου» («The criminal»), θα κορυφωνόταν. Το «Κάθαρμα του Λονδίνου» είναι μια από τις ταινίες που εισήγαγαν την προσέγγιση του εγκληματία μέσα από ένα καθαρά ψυχολογικό πλαίσιο, προσπαθώντας να ερμηνεύσουν τη συμπεριφορά του ανάλογα με τις κοινωνικές συνθήκες διαβίωσής του. Ο «ήρωας» είναι εξαρχής καταδικασμένος να αποτύχει, καθώς η επαναφορά του στην κοινωνία μετά την αποφυλάκιση είναι κυριολεκτικά ανέφικτη.
Σχεδόν όλοι οι επιφανείς βρετανοί ηθοποιοί θέλησαν κάποτε να ενσαρκώσουν άκαρδους ή συναισθηματικά περίπλοκους γκάγκστερ, ενώ πολλοί διακεκριμένοι σκηνοθέτες τούς καθοδήγησαν. Ο Ρίτσαρντ Μπάρτον ήταν εκείνος που «τόλμησε» πρώτος να συνδυάσει το στοιχείο της ομοφυλοφιλίας με την ψυχοπάθεια παίζοντας έναν άκρως επικίνδυνο και αντικοινωνικό γκάγκστερ στον «Διεφθαρμένο» («Villain», 1971) του Μάικλ Τίκνερ.
Η χρονιά του Μάικλ Κέιν
Το 1971 όμως υπήρξε αναμφισβήτητα η χρονιά του Μάικλ Κέιν, ο οποίος στο «Συλλάβετε τον Κάρτερ» («Get Carter») του Μάικ Χότζες ηρωοποίησε έναν στυγνό δολοφόνο που με ψυχρότητα δημίου εκτελούσε όσους θεωρούσε εμμέσως ή αμέσως υπεύθυνους για τη δολοφονία του αδελφού του. Σπανίως ο κινηματογραφικός φακός είχε ως τότε «συλλάβει» τον (υποτιθέμενα) θετικό ήρωα μιας ταινίας να πετάει ανθρώπους από μπαλκόνια, να δολοφονεί εν ψυχρώ με μαχαίρια ή να σκοτώνει μια γυναίκα κάνοντάς της ένεση με υπερβολική δόση ηρωίνης.
Με φόντο τον βάρβαρο υπόκοσμο του Λονδίνου και «μοντέλο» (για μία ακόμη φορά) τον «Σημαδεμένο» του Χοκς, ο σκηνοθέτης Τζον Μακ Κένζι στην αυγή της δεκαετίας του ’80 θα αφηγηθεί την ιστορία ακμής και παρακμής ενός επικίνδυνου γκάγκστερ που με «άλλοθι» το όραμα μιας ιδανικής, καθαρής πόλης δεν διστάζει να λερώσει τους δρόμους της με αίμα.
Ολα αυτά στο «Βρώμικο Σαββατοκύριακο» («The long good Friday», 1980), όπου ο βραχύσωμος Μπομπ Χόσκινς στον ρόλο ενός «Δον Κιχώτη του εγκλήματος» θα πετύχει έναν αξιοπρόσεκτο συνδυασμό: ένας δικτάτορας με συμπεριφορά κλόουν. Αυτή ήταν η πρώτη γνωριμία μας με τον Χόσκινς, που μερικά χρόνια αργότερα στη «Μόνα Λίζα» («Mona Lisa», 1985) του Νιλ Τζόρνταν θα επαναλάβει τον ρόλο ενός γκάγκστερ, σε ηπιότερους όμως τόνους, εμμένοντας κυρίως στην τρυφερή πλευρά του.
Στην πλειονότητά τους και ανεξαρτήτως εποχής οι βρετανοί γκάγκστερ του κινηματογράφου είναι άνθρωποι μοναχικοί, χωρίς την αίσθηση του χιούμορ, φιγούρες σκοτεινές, που προτιμούν να λένε λίγα και στα ίσα, κάνοντας πολύ περισσότερα χωρίς φόβο και πάθος. Από τη δεκαετία του ’80 και μετά δε, ο βρετανός γκάγκστερ γίνεται ξηρότερος, αυστηρότερος και μεθοδικότερος. Ο Τζον Χερτ υπήρξε ο αμίλητος και αγέλαστος επί πληρωμή δολοφόνος στο αξέχαστο «Συμβόλαιο με τον θάνατο» («The hit», 1986), καταδιώκοντας τον Τέρενς Σταμπ σε ερημικές τοποθεσίες της Ισπανίας. Με γραφή που στηρίζεται πάνω απ’ όλα στην οικονομία, ο βρετανός σκηνοθέτης Στίβεν Φρίαρς, που θα καταξιωθεί αργότερα στην Αμερική με τις «Επικίνδυνες σχέσεις» και τους «Κλέφτες», κατορθώνει να εμπλουτίσει ένα μάλλον σχηματικό σενάριο με πλήθος αναφορών στο νουάρ, προσαρμοσμένων στην εποχή που διαδραματίζεται το φιλμ. Στην ίδια ταινία, ένας νεότερος ηθοποιός, ο Τιμ Ροθ, έδωσε στον δικό του γκάγκστερ μια «αύρα» χουλιγκανισμού σημειώνοντας έτσι την αλλαγή των εποχών. Το 1990 τα αδέλφια Μάρτιν και Γκάρι Κεμπ (του μουσικού συγκροτήματος Spandau Ballet) εξόρμησαν στην οθόνη παίζοντας στο ντεμπούτο τους τους υστερικούς «Αδελφούς Κρέι» («The Krays»), αυθεντικά πρόσωπα του λονδρέζικου υποκόσμου της δεκαετίας του ’60.
Στις μέρες μας το καλύτερο που μπορούμε να περιμένουμε από τον αγγλικό κινηματογράφο και τους κακοποιούς του είναι περιπτώσεις ταινιών όπως οι «Δύο καπνισμένες κάννες» («Two smoking barrels») του Γκάι Ρίτσι, στις οποίες ολοφάνερα το επιτηδευμένα χαοτικό σκηνοθετικό ύφος της σχολής του Κουέντιν Ταραντίνο έχει ασκήσει επιρροή ως φαίνεται και στη Βρετανία.
Εγγλέζικες ομοιότητες
Στον περσινό «Εγγλέζο» («The limey») του Στίβεν Σόντερμπεργκ, ο ήρωας του τίτλου, ο Τέρενς Σταμπ, θυμίζει κάπως εκείνον του Μάικλ Κέιν στο «Συλλάβετε τον Κάρτερ» (και οι δύο ταινίες αποτελούν αυτή την εποχή αξιόλογες προτάσεις για τους επισκέπτες των κινηματογραφικών αιθουσών). Αναζητεί και αυτός τον φονιά ενός συγγενικού προσώπου του, μόνο που αυτή τη φορά η δράση δεν τοποθετείται στο μουντό Νιουκάστλ των ανθρακωρύχων της Βόρειας Αγγλίας, αλλά στο ηλιόλουστο Λος Αντζελες και στον διεφθαρμένο χώρο των μουσικών παραγωγών. Ο Σόντερμπεργκ δείχνει γοητευμένος από την αγγλική παράδοση και δεν το κρύβει. Η ταινία του θυμίζει κινηματογραφοφιλικό παιχνίδι, αγκιστρωμένη σε φλας μπακ από το «Γλυκό κορίτσι» του Κεν Λόουτς, όπου, 33 χρόνια νεότερος, και πάλι ο Σταμπ έπαιξε έναν βρετανό κακοποιό ο οποίος στο τέλος φυλακίζεται.
Η μορφή του Σταμπ άλλωστε, παγερή και αγέρωχη, είναι η ψυχή και το σώμα και η καρδιά του «Εγγλέζου», που μας υπενθυμίζει, για μία ακόμη φορά, σε μία ακόμη ταινία έστω αμερικανική πόσο πειστικότεροι σε όλα τους είναι οι βρετανοί κακοποιοί της μεγάλης οθόνης.