Δεν είναι λίγοι αυτοί που διερωτώνται τι έχει πάθει ο αμερικανός πρόεδρος Τραμπ: ταπεινώνει μπροστά στις κάμερες τον Ζελένσκι, διακόπτει την αμερικανική βοήθεια στην Ουκρανία, προσφέρει νίκη στον Πούτιν, επιβάλλει δασμούς σε συμμάχους και αποδυναμώνει το ΝΑΤΟ. Πώς ερμηνεύονται όλα αυτά; Πού το πάει ο Τραμπ;

Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η στρατηγική της νέας αμερικανικής κυβέρνησης είναι μη-ορθολογική και χωρίς συνοχή. Υποστηρίζουν ότι το χόμπι του Τραμπ είναι να διαπραγματεύεται συμφωνίες, συμφωνίες για τις συμφωνίες, που όμως δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Αυτή η ερμηνεία δεν ευσταθεί.

Είναι γεγονός ότι η νέα εξωτερική πολιτική διέπεται από διαφορετική λογική από την εξωτερική πολιτική προηγούμενων κυβερνήσεων. Αυτό κάνει την αμερικανική πολιτική διαφορετική, αλλά όχι μη-ορθολογική: απλά έχουν αλλάξει τόσο οι στρατηγικοί στόχοι όσο και τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη των στόχων.

Αλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι η κυβέρνηση Τραμπ χαρακτηρίζεται από επιστροφή στον απομονωτισμό, ότι θέλει δηλαδή να αποτραβηχτεί από το διεθνές σύστημα, να επικεντρωθεί στο Δυτικό Ημισφαίριο και στα εσωτερικά προβλήματα των ΗΠΑ. Για απόδειξη των ισχυρισμών τους αναφέρουν την επιχειρούμενη απαγκίστρωση των ΗΠΑ από την Ευρώπη και τον προστατευτισμό, όπως αυτός εκφράζεται από τη δασμολογική πολιτική. Ούτε αυτή η ερμηνεία επιβεβαιώνεται από τα γεγονότα.

Η νέα αμερικανική κυβέρνηση δείχνει έναν πρωτόγνωρο διπλωματικό ακτιβισμό και εμπλοκή σε όλα τα ανοικτά μέτωπα του πλανήτη. Οι ΗΠΑ δεν αποτραβιούνται από το διεθνές σύστημα, αλλά προσπαθούν να μεταβάλουν τις υπάρχουσες ισορροπίες υπέρ τους και να δημιουργήσουν μια νέα γεωπολιτική τάξη πραγμάτων.

Η δική μου ερμηνεία επικεντρώνεται σε αυτή τη γεωπολιτική αναδιάταξη που προσπαθεί να επιτύχει η νέα αμερικανική κυβέρνηση. Η στρατηγική λογική αυτού του εγχειρήματος είναι η εξής:

Ο αμερικανός πρόεδρος – και η ομάδα που τον περιβάλλει – πιστεύει ότι οι ΗΠΑ έχασαν τις τελευταίες δεκαετίες τον στρατηγικό τους προσανατολισμό. Μπλέχτηκαν άμεσα ή έμμεσα σε δευτερεύουσας σημασίας πολέμους (Ιράκ, Αφγανιστάν, Ουκρανία) και έτσι παραμέλησαν την κύρια απειλή, που δεν είναι άλλη από τη ραγδαία αναδυόμενη Κίνα.

Η προεδρία Τραμπ θεωρεί ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν πλέον την άνεση να παρέχουν τα αγαθά της ασφάλειας και οικονομικής σταθερότητας στους συμμάχους τους, όπως έκαναν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, γιατί δεν έχουν την ισχύ που είχαν παλιότερα.

Μετά το 1945 οι ΗΠΑ ήλεγχαν το 50% του παγκόσμιου ΑΕΠ, ενώ τώρα ελέγχουν το 25%. Θεωρεί ειδικότερα ότι οι ευρωπαίοι σύμμαχοι είναι αδύναμοι και πολιτικά ασταθείς και συνεπώς δεν μπορούν να συμβάλουν στην ασφάλεια των ΗΠΑ. Με άλλα λόγια, η προεδρία Τραμπ θεωρεί τους Ευρωπαίους ως βάρος, από το οποίο οι ΗΠΑ πρέπει να απαλλαγούν.

Ως βαρίδι θεωρούν και την Ουκρανία. Σύμφωνα με τον Τραμπ, η αλόγιστη αμερικανική υποστήριξη στην Ουκρανία ενέχει τον κίνδυνο εμπλοκής των ΗΠΑ σε παγκόσμιο πόλεμο με τη Ρωσία, πράγμα που επανέλαβε ο ίδιος ο Τραμπ στον ουκρανό πρόεδρο στην επεισοδιακή συνάντησή τους στον Λευκό Οίκο.

Ταυτόχρονα, η προεδρία Τραμπ θεωρεί ότι ο πόλεμος «δι’ αντιπροσώπων» κατά της Ρωσίας που επιχείρησε η κυβέρνηση Μπάιντεν χειροτέρευσε τη στρατηγική θέση των ΗΠΑ γιατί έστρεψε τη Ρωσία στην αγκαλιά της Κίνας.

Αυτό πρακτικά ενοποίησε την Ευρασία, αφού ο άξονας Πεκίνου – Μόσχας έγινε μαγνήτης για πολλές χώρες της Κεντρικής Ασίας.

Η ενοποίηση της τεράστιας ευρασιατικής μάζας κάτω από τη σκέπη δυνάμεων εχθρικών προς τις ΗΠΑ θεωρείται διαχρονικά ως απειλή: δημιουργείται αντίπαλον δέος που μπορεί να απειλήσει την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ. Συνεπώς για τις ΗΠΑ η αποδυνάμωση της Κίνας μέσω διάσπασης του άξονα Κίνας – Ρωσίας έγινε ζήτημα υψίστης προτεραιότητος. Πώς όμως μπορεί να διασπαστεί αυτός ο άξονας;

Τον άξονα αυτόν προσπάθησε να διασπάσει και η προεδρία Μπάιντεν προσεγγίζοντας τον ισχυρότερο πόλο (Πεκίνο) για να απομονώσει τον ασθενέστερο (Μόσχα). Το επιχείρημα που χρησιμοποίησε ήταν ότι ο αναθεωρητισμός της Ρωσίας στην Ουκρανία κατέστρεφε τη μεταπολεμική τάξη πραγμάτων, πράγμα που δεν συνέφερε την Κίνα, που είχε οφεληθεί από αυτή την τάξη.

Η προσπάθεια της κυβέρνησης Μπάιντεν ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία γιατί οι Κινέζοι δεν είχαν κανένα λόγο να διευκολύνουν τους Αμερικανούς να διαλύσουν έναν άξονα που ενδυνάμωνε την Κίνα, ώστε μετά οι Αμερικανοί να στραφούν απερίσπαστοι κατά μιας σχετικά αποδυναμωμένης Κίνας.

Η προεδρία Τραμπ προσπαθεί να επιτύχει τη διάσπαση αυτού του ευρασιατικού άξονα με διαφορετικό τρόπο, προσεγγίζοντας την αδύναμη πλευρά, δηλαδή τη Ρωσία. Για να δελεάσει τον Πούτιν προσφέρει στη Ρωσία κάτι που η Μόσχα θέλει πολύ, αλλά η Κίνα αδυνατεί να προσφέρει: νίκη στον πόλεμο κατά της Ουκρανίας.

Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι «θυσιάζει» την Ουκρανία στον βωμό της προσέγγισης στη Ρωσία (Realpolitik). Την ίδια στρατηγική ακολούθησαν το 1972 οι Νίξον και Κίσινγκερ. Πλησίασαν την αδύναμη πλευρά του άξονα Μόσχας – Πεκίνου, που τότε ήταν η Κίνα, και για να δελεάσουν τους Κινέζους αποφάσισαν να θυσιάσουν την Ταϊβάν: αναγνώρισαν ότι αποτελεί μέρος της Κίνας, απέσυραν τα αμερικανικά στρατεύματα από το νησί και τερμάτισαν τη συνθήκη αμοιβαίας αμυντικής συνεργασίας που είχαν υπογράψει.

Ο ουκρανός πρόεδρος Ζελένσκι βέβαια αντέδρασε όταν του τέθηκε το δίλημμα «συνθηκολόγηση ή ήττα» και αυτό οδήγησε στην πρωτοφανή δημόσια αντιπαράθεση στον Λευκό Οίκο. Στη Ρωσία μάλιστα φαίνεται ότι προσφέρθηκε και ένα δώρο που αξίζει περισσότερο και από τη συνθηκολόγηση της Ουκρανίας: η αποδυνάμωση του ίδιου του ΝΑΤΟ (λόγω της σχεδιαζόμενης αμερικανικής απαγκίστρωσης από την Ευρώπη) και η αναγνώριση μιας ρωσικής σφαίρας επιρροής, το μέγεθος της οποίας θα καθοριστεί μετά από διαπραγμάτευση.

Ενδεχόμενη αποδυνάμωση του άξονα Πεκίνου – Μόσχας δεν σημαίνει βέβαια ότι η Ρωσία θα συμμαχήσει με τις ΗΠΑ ενάντια στην Κίνα. Στην Ουάσιγκτον δεν έχουν τέτοιες αυταπάτες. Τους αρκεί η Ρωσία να αρχίσει να τηρεί ίσες αποστάσεις μεταξύ των δύο γεωπολιτικών ανταγωνιστών. Συντρέχουν όμως και άλλοι λόγοι που η Ουάσιγκτον επιθυμεί να προσεγγίσει τη Μόσχα.

Η σημαντικότερη σήμερα συμμαχία των ΗΠΑ είναι η «τετραμερής συμμαχία» (Quad) στην περίμετρο της Ευρασίας με συμμετοχή της Ινδίας, Ιαπωνίας και Αυστραλίας. Αυτή η συμμαχία έχει ως στόχο την ανάσχεση της Κίνας. Το μεγάλο μακροπρόθεσμο στοίχημα της κυβέρνησης Τραμπ είναι να ενδυναμώσει την Ινδία ώστε να αποτελέσει το περιφερειακό ανάχωμα της Κίνας.

Το ότι η Ινδία έχει διαχρονικά στενή στρατηγική σχέση με τη Ρωσία αποτελεί έναν πρόσθετο λόγο που οι ΗΠΑ προσπαθούν να αποσπάσουν τη Ρωσία από την τροχιά της Κίνας. Επίσης η Ρωσία μπορεί να φανεί χρήσιμη στις ΗΠΑ για τη διαχείριση ζητημάτων που σχετίζονται με στρατηγική σταθερότητα στη Μέση Ανατολή, όπως μια συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.

Οι πιο πάνω γεωπολιτικές ανακατατάξεις είναι φυσικό να έχουν προκαλέσει απογοήτευση στους Ευρωπαίους που νιώθουν προδομένοι: οι ΗΠΑ έχουν αιφνιδιαστικά μετατραπεί από σύμμαχο σε στρατηγικό ανταγωνιστή. Το σοκ πάντως μπορεί να λειτουργήσει θετικά, ανάλογα με το πώς οι Ευρωπαίοι θα το διαχειριστούν.

Η σημερινή ευρωπαϊκή πολυδιάσπαση επιτρέπει στις ΗΠΑ, τη Ρωσία και την Κίνα να χρησιμοποιούν προς όφελός τους τη στρατηγική «διαίρει και βασίλευε». Για να αποκτήσουν επιρροή στη διεθνή σκακιέρα, οι Ευρωπαίοι είναι αναγκασμένοι να συνεργαστούν μεταξύ τους, να αυτονομηθούν από τις ΗΠΑ και κυρίως να δημιουργήσουν «σκληρή ισχύ». Το σοκ της αμερικανικής απαγκίστρωσης δημιουργεί πρόσφορες συνθήκες για κάτι τέτοιο. Το αν θα το πετύχουν μένει να αποδειχθεί.

Ο κ. Αθανάσιος Πλατιάς είναι ομότιμος καθηγητής Στρατηγικής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και πρόεδρος του Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων.