Η οικονομία φαίνεται είτε να καλπάζει είτε να βρίσκεται στο χείλος της ύφεσης – και η αλήθεια είναι ότι μπορεί να υποστηρίξει κανείς και τα δύο.
Σύμφωνα με το μοντέλο προβλέψεων της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Ατλάντα, το ευρύτερο μέτρο της οικονομικής δραστηριότητας, το πραγματικό (προσαρμοσμένο στον πληθωρισμό) ΑΕΠ, αυξήθηκε με ετήσιο ρυθμό 3,8% κατά το τρίτο τρίμηνο, το οποίο ολοκληρώθηκε στο τέλος Σεπτεμβρίου.
Κι όμως, η απασχόληση και οι συνολικές ώρες εργασίας αυξήθηκαν ελάχιστα τους τρεις μήνες έως τον Αύγουστο. Το ΑΕΠ και η απασχόληση μπορεί ενίοτε να κινούνται προς διαφορετικές κατευθύνσεις, αλλά σπάνια έχουν τέτοια απόκλιση.
Οι ερμηνείες
Υπάρχουν αρκετές λογικές ερμηνείες για το φαινόμενο αυτό. Πρώτον, τα στοιχεία για την κατανάλωση, τις επενδύσεις και το εμπόριο που συνυπολογίζονται στο ΑΕΠ, όπως και τα στοιχεία απασχόλησης των προηγούμενων μηνών, μπορεί να είναι λανθασμένα και να αναθεωρηθούν.
Δεύτερον, το χάσμα αποτελεί ανωμαλία και πιθανότατα θα κλείσει – είτε με επιβράδυνση της ανάπτυξης είτε με περισσότερες θέσεις εργασίας είτε και με τα δύο. Ο οικονομολόγος Νιλ Ντούτα, της Renaissance Macro Research, σημειώνει ότι η καταναλωτική δαπάνη στηρίχθηκε σε μια μη διατηρήσιμη μείωση των αποταμιεύσεων και, σύμφωνα με στοιχεία από τις πιστωτικές κάρτες, έχει ήδη εξασθενήσει τον Σεπτέμβριο.
Η τρίτη εκδοχή είναι η πιο ενδιαφέρουσα: Ισως βρίσκεται σε εξέλιξη ένα κύμα αύξησης της παραγωγικότητας, που σημαίνει ότι η οικονομία θα μπορούσε να αναπτυχθεί ταχύτερα τα επόμενα χρόνια και μάλιστα με χαμηλότερο πληθωρισμό.
Επειδή όμως η απόκλιση μεταξύ ΑΕΠ και απασχόλησης είναι πολύ πιθανό να μη διατηρηθεί, το ίδιο ισχύει και για την επίδοση της παραγωγικότητας. Παρ’ όλα αυτά, αν συνυπολογίσουμε την εκτίμηση του τρίτου τριμήνου, τα τελευταία δύο χρόνια η παραγωγικότητα έχει αυξηθεί κατά 2% περίπου σε ετησιοποιημένη βάση, έναντι 1%-1,5% που ήταν ο μέσος ρυθμός της στη δεκαετία πριν από την πανδημία – μια βελτίωση που υποδηλώνει πως κάτι συμβαίνει.
Η τεχνολογία
Κι αυτό το «κάτι» πιθανότατα έχει να κάνει με την τεχνολογία. Ενας πιθανός παράγοντας είναι η παραγωγική τεχνητή νοημοσύνη, που χρησιμοποιείται στα μεγάλα γλωσσικά μοντέλα (LLMs), όπως το ChatGPT, που έκανε την εμφάνισή του λιγότερο από τρία χρόνια πριν. Η υιοθέτηση του νέου εργαλείου υπήρξε εντυπωσιακά ταχεία: τον Ιούνιο, έρευνα της Gallup διαπίστωσε ότι το 19% των εργαζομένων χρησιμοποιεί την τεχνητή νοημοσύνη αρκετές φορές την εβδομάδα ή και περισσότερο.
Η Walmart ανακοίνωσε πρόσφατα ότι θα διατηρήσει σταθερό τον αριθμό των θέσεων εργασίας τα επόμενα τρία χρόνια, καθώς ο διευθύνων σύμβουλος Ντάγκλας ΜακΜίλον δήλωσε ότι η AI θα μεταμορφώσει «κυριολεκτικά κάθε δουλειά». Ωστόσο, ο ηλεκτρισμός και οι υπολογιστές χρειάστηκαν δεκαετίες για να αλλάξουν τις επιχειρήσεις και την οικονομία – και ίσως το ίδιο ισχύσει και για την τεχνητή νοημοσύνη.
Στο πλαίσιο του προγράμματος Nanda, μιας πρωτοβουλίας του MIT για την τεχνητή νοημοσύνη, πραγματοποιήθηκε μια ευρέως αναγνωρισμένη έρευνα που έδειξε ότι το 95% από τους 52 οργανισμούς που ερευνήθηκαν είχαν μηδενική απόδοση από τις επενδύσεις τους στην τεχνητή νοημοσύνη. Αυτό δείχνει ότι προς το παρόν η τεχνητή νοημοσύνη έχει ακόμη δρόμο μέχρι να επηρεάσει τη συνολική παραγωγικότητα της οικονομίας.
Ομως, τα LLMs αξιοποιούν ήδη υπάρχουσες επενδύσεις σε ηλεκτρονικό εμπόριο, λογισμικό, big data, υπολογιστικά νέφη και μηχανική μάθηση. Πρόσφατη ανάλυση της Goldman Sachs βρήκε ότι η βελτίωση της παραγωγικότητας εντοπίζεται κυρίως στον κλάδο της τεχνολογίας και σε συναφείς τομείς, όπως η επιστημονική έρευνα, ο κλάδος της μηχανικής και η συμβουλευτική, καθώς και στις ταχύτερα αναπτυσσόμενες «εταιρείες-σουπερστάρ».
Τα τεράστια ποσά που δαπανούν εταιρείες όπως η Oracle, η Amazon.com και η Meta Platforms για μικροεπεξεργαστές, data centers και την παραγωγή της ενέργειας που απαιτείται για τη λειτουργία της τεχνητής νοημοσύνης, μοιάζουν σε πολλούς με «φούσκα». Ακόμα όμως και οι φούσκες μπορούν να δημιουργήσουν πραγματικά οφέλη στον τομέα της παραγωγικότητας.
Τα δύο επεισόδια
Τέτοια ήταν σίγουρα η περίπτωση της έκρηξης της τεχνολογίας του Διαδικτύου πριν από μια γενιά. Οικονομολόγοι της Citigroup συνέκριναν πρόσφατα τα δύο επεισόδια. Η προηγούμενη έκρηξη ξεκίνησε το 1995 με την εισαγωγή της Netscape στο χρηματιστήριο και την πλήρη εμπορική αξιοποίηση της δικτυακής υποδομής που είχε αναπτυχθεί από το National Science Foundation.
Στα πρώτα πέντε χρόνια εκείνης της έκρηξης, οι επενδύσεις που σχετίζονταν με το Διαδίκτυο σημείωσαν τεράστια ετήσια αύξηση της τάξεως του 1,25% ως ποσοστό του ΑΕΠ, σύμφωνα με τη Citi. Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας έφτασε το 2,9% από το 1995 έως το 2004, διπλάσιος από τον ρυθμό των προηγούμενων δύο δεκαετιών. Με αυτόν τον ρυθμό, το κατά κεφαλήν εισόδημα διπλασιάζεται σε 24 αντί για 47 χρόνια. Η ώθηση στην παραγωγικότητα ανέβασε τον ετήσιο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης στο 3,3%.
Ο Νέιθαν Σιτς, επικεφαλής οικονομολόγος της Citi, σημειώνει ότι η ανάπτυξη του ΑΕΠ έχει προς το παρόν ενισχυθεί από τη ζήτηση που δημιουργεί η ίδια η επενδυτική έκρηξη στην AI και όχι από τη βελτίωση της ίδιας της παραγωγικότητας. Παρ’ όλα αυτά, αν αντιστοιχίσουμε τη σημερινή επένδυση με εκείνη της εποχής του Διαδικτύου, η Citi προβλέπει ότι θα έχουμε έκρηξη παραγωγικότητας «εντός των αμέσως επόμενων ετών».
Αυτοματοποίηση
Αρκετοί ακαδημαϊκοί έχουν υπολογίσει την πιθανή ώθηση της τεχνητής νοημοσύνης στην παραγωγικότητα μετρώντας πόσες εργασίες θα μπορούσε να αυτοματοποιήσει και τι αποτέλεσμα θα είχε ως προς την εξοικονόμηση κόστους.
Η Citi, με βάση αυτές τις εκτιμήσεις, υπολογίζει ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα μπορούσε να αυξήσει την παραγωγικότητα κατά 0,5 έως 1,5 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως – λιγότερο από ό,τι το Διαδίκτυο, εκτός αν επαληθευθεί το πιο αισιόδοξο σενάριο.
Αυτό όχι μόνο θα ενίσχυε την ανάπτυξη, αλλά και θα πίεζε προς τα κάτω και τον πληθωρισμό, καθώς θα μείωνε το εργατικό κόστος των επιχειρήσεων. Ωστόσο, μια πρόσφατη έκθεση οικονομολόγων της Deutsche Bank έρχεται να μετριάσει αυτή την αισιοδοξία.
Οι αναλυτές του οίκου υπογραμμίζουν ότι η έκρηξη που έφερε στην παραγωγικότητα η τεχνολογική ανάπτυξη κατά τη δεκαετία του 1990 δεν ήταν ο μόνος παράγοντας που συγκρατούσε τον πληθωρισμό.



