Σε έναν πλατύ δρόμο της Κάτω Αχαΐας, με χαμηλά κτίσματα, ξεθωριασμένες πόρτες και αυλές στρωμένες με μπετόν, υπάρχει ένα σπίτι που μοιάζει να έχει «αποτραβηχτεί» από την υπόλοιπη κοινότητα. Τα παντζούρια είναι κατεβασμένα και το φως του καλοκαιριού ανακλάται αδιάφορα πάνω στις μεταλλικές επιφάνειες. Κανένα ίχνος κίνησης, καμία ένδειξη ζωής μέσα. Ενα σπίτι σαν όλα τα άλλα – μόνο που ποτέ δεν ήταν.
Η Ειρήνη Μουρτζούκου είχε περάσει από εδώ. Κάτω Αχαΐα, Πάτρα, Αμαλιάδα, σταθμοί που σήμερα σχηματίζουν μια αθέατη διαδρομή προς το σκοτάδι. Πίσω από κάθε αλλαγή διεύθυνσης, μια νέα αρχή που έμοιαζε πάντα με επανάληψη.
Στη μικρή κωμόπολη κανείς δεν μιλά ευθέως – έστω κι αν όλοι έχουν κάτι να πουν. Ψίθυροι, υπαινιγμοί και φήμες που για καιρό έμεναν μετέωρες, ώσπου, στις 7 Ιουλίου 2025, κάποιος χτύπησε την πόρτα. Οχι του μικρού σπιτιού στην Κάτω Αχαΐα, αλλά ενός δωματίου ξενοδοχείου στην καρδιά της Αθήνας.
Η ώρα της σύλληψης
Το δωμάτιο έβλεπε στην οδό Μάρνη, σε ένα σημείο της πόλης όπου η ανωνυμία είναι νόμισμα και ο θόρυβος σταθερή υπόκρουση. Ηταν λίγο πριν από τη μία το μεσημέρι της Δευτέρας 7 Ιουλίου 2025 όταν οι αστυνομικοί της Διεύθυνσης Ανθρωποκτονιών στάθηκαν μπροστά της. Η γυναίκα που τους άνοιξε, αν και αιφνιδιάστηκε, δεν πρόβαλε αντίσταση. Δεν χρειάστηκαν εξηγήσεις. Την ήξεραν ήδη. Και τους ήξερε κι εκείνη.
Ανάμεσα σε κουβέντες και παύσεις, η Ειρήνη Μουρτζούκου είπε πράγματα που κανένας δεν είχε ακούσει μέχρι τότε. Αναφορές, αποσπασματικές και φορτισμένες, που όμως άνοιγαν για πρώτη φορά το ενδεχόμενο εμπλοκής της σε τέσσερις θανάτους βρεφών.
Το όνομά της ακουγόταν καθημερινά για μήνες στα αστυνομικά ρεπορτάζ, στα τηλεοπτικά πάνελ, στα δελτία ειδήσεων, χωρίς ποτέ να έχει αποδοθεί επίσημα κάποια κατηγορία. Μέχρι τότε, κάθε χτύπημα στην πόρτα του δωματίου της, στο ξενοδοχείο, ήταν μία ακόμα πρόσκληση για τηλεοπτική προβολή. Εκείνο το πρωινό όμως η πρόσκληση ήταν για τη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής. Η υπόθεση δεν ήταν πια φήμη, «σενάριο» ή κουτσομπολιό. Είχε μετατραπεί σε δικογραφία. Τα κομμάτια που κάποτε έμοιαζαν ασύνδετα έδεναν τώρα σε ένα κοινό μοτίβο. Και στο επίκεντρο όλων βρισκόταν πάντα το ίδιο πρόσωπο: η Ειρήνη Μουρτζούκου.
Η μεταγωγή της ξεκίνησε αμέσως. Αρχικά οδηγήθηκε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών για την επικύρωση του εντάλματος και στη συνέχεια στη ΓΑΔΑ. Εκεί, στα γραφεία του 11ου ορόφου της Διεύθυνσης Ανθρωποκτονιών, φέρεται να άρχισε να μιλάει.
Ανάμεσα σε κουβέντες και παύσεις, η Ειρήνη Μουρτζούκου είπε πράγματα που κανένας δεν είχε ακούσει μέχρι τότε. Αναφορές, αποσπασματικές και φορτισμένες, που όμως άνοιγαν για πρώτη φορά το ενδεχόμενο εμπλοκής της σε τέσσερις θανάτους βρεφών. Ανάμεσά τους, τα δύο δικά της παιδιά, το βρέφος της φίλης της Κατερίνας, την οποία φιλοξενούσε για μικρό χρονικό διάστημα στην Πάτρα, καθώς και της ετεροθαλούς αδελφής της, Ζωής-Ηλιάνας, το 2014, στο Αργος.
Κάθε τόσο η αφήγηση διολίσθαινε σε προσωπικά βιώματα – επικαλέστηκε συναισθηματική αστάθεια, την οποία απέδωσε στη μακροχρόνια ενδοοικογενειακή πίεση και στις επαναλαμβανόμενες συγκρούσεις με τη μητέρα της, Πόπη Αναγνωστοπούλου, σε ένα περιβάλλον αποσταθεροποιητικό και κακοποιητικό που, σύμφωνα με την ίδια, δεν της πρόσφερε ασφάλεια αλλά, αντιθέτως, συνέβαλε στη διάβρωση της ψυχικής της ισορροπίας.
Το βράδυ δεν μεταφέρθηκε στα κρατητήρια του 7ου ορόφου, όπως προβλέπει το πρωτόκολλο, αλλά παρέμεινε σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο στον 11ο όροφο, υπό διακριτική επιτήρηση. Ο συνήγορός της ήταν ο μόνος που της επετράπη να δει.
Την Κυριακή 13 Ιουλίου 2025 και αφού είχε προηγηθεί μια μεταγωγή-εξπρές στην Πάτρα μεσοβδόμαδα για να ζητήσει αναβολή μεταφέρθηκε εκ νέου στην αχαϊκή πρωτεύουσα, προκειμένου να απολογηθεί ενώπιον της ανακρίτριας. Η μεταγωγή της ξεκίνησε στις 8.20 το πρωί, με ισχυρή αστυνομική συνοδεία και υπό αυστηρά μέτρα ασφαλείας. Φορούσε αλεξίσφαιρο γιλέκο, ενώ γύρω της είχε σχηματιστεί προστατευτικός κλοιός από αστυνομικούς.

Όταν ο πόνος δεν βρίσκει διέξοδο γράφεται στο σώμα. Μια βουβή διαμαρτυρία για όσα χάθηκαν στη θεσμική σιωπή.
Εφτασε στο Δικαστικό Μέγαρο της Πάτρας λίγο πριν από τις 11 π.μ. και εισήλθε από την πίσω είσοδο, στη συμβολή των οδών Γούναρη και Κορίνθου. Εξω από το Δικαστικό Μέγαρο ο κόσμος είχε αρχίσει να συγκεντρώνεται από νωρίς. Ηλικιωμένοι με σκυθρωπά βλέμματα, γυναίκες που φώναζαν «τέρας», νεαροί που κατέγραφαν τις σκηνές με τα κινητά τους και άλλοι που είχαν έρθει απλώς για να δουν «το τέλος» από κοντά.
Η απολογία της πραγματοποιήθηκε στο ισόγειο του κτιρίου, όπου βρίσκεται το γραφείο της ανακρίτριας, και διήρκεσε δύο ώρες και σαράντα λεπτά. Παρότι η ανακρίτρια της υπέβαλε ερωτήσεις, η Ειρήνη Μουρτζούκου επέλεξε να μην απαντήσει προφορικά, ασκώντας το δικαίωμα της σιωπής. Υπέβαλε μονάχα ένα πολυσέλιδο απολογητικό υπόμνημα, στο οποίο αναφέρεται σε ψυχολογική πίεση, ενδοοικογενειακή κακοποίηση και ακραίες συνθήκες.
Η δικογραφία είναι ένα κατάστιχο θανάτου. Ανθρωποκτονίες κατά συρροή, ανθρωποκτονία από πρόθεση, απόπειρα ανθρωποκτονίας. Πίσω από τη γραμματική της Δικαιοσύνης, όμως, υπάρχει κάτι εξίσου σκοτεινό. Η συνενοχή μιας Πολιτείας που δεν λειτούργησε παρά μονάχα όταν ήταν πια πολύ αργά.
Αμέσως μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας κρίθηκε προσωρινά κρατούμενη. Λίγη ώρα αργότερα ξεκίνησε η προετοιμασία για τη μεταγωγή της στις γυναικείες φυλακές Κορυδαλλού. Εκεί κρατείται πλέον, σε ειδικό καθεστώς ασφαλείας, απομονωμένη από τον γενικό πληθυσμό, αφήνοντας μια υπόθεση πίσω της που κανένας δεν είναι ακόμη σε θέση να περιγράψει ολόκληρη.
Η δικογραφία είναι ένα κατάστιχο θανάτου. Ανθρωποκτονίες κατά συρροή, ανθρωποκτονία από πρόθεση, απόπειρα ανθρωποκτονίας. Ο Ποινικός Κώδικας τα καταγράφει όλα με μια ψυχρή συμμετρία – άρθρο, παράγραφος, ποινή. Ωστόσο, πίσω από τη γραμματική της Δικαιοσύνης και τη μαθηματική απεικόνιση της φρίκης υπάρχει κάτι εξίσου σκοτεινό. Η συνενοχή μιας Πολιτείας που δεν λειτούργησε παρά μονάχα όταν ήταν πια πολύ αργά.
Θεσμοί που γύρισαν το βλέμμα επειδή δεν ήθελαν να εμπλακούν, υπηρεσίες που «απορρόφησαν» τους κραδασμούς, αντί να προειδοποιήσουν, φάκελοι που έκλεισαν όπως όπως, σαν να μην αφορούσαν νεκρά βρέφη αλλά απλές διοικητικές εκκρεμότητες. Ειδικοί που δεν αξιολόγησαν, κοινωνικοί λειτουργοί που δεν επέμειναν, ιατροδικαστές που έβαλαν μια υπογραφή και πέρασαν μηχανικά στην επόμενη γνωμάτευση.
Τα «σημάδια» που δεν είδε το σύστημα
Στην Πάτρα, το Καραμανδάνειο Νοσοκομείο Παίδων είναι το μοναδικό παιδιατρικό νοσοκομείο της Δυτικής Ελλάδας. Εκεί κατέληγαν, κατά καιρούς, τα παιδιά της οικογένειας, εκεί φάνηκαν τα πρώτα «σημάδια» ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Παιδιά με συμπτώματα, υποψίες, διακομιδές. Ο Βασίλης Αλεξόπουλος υπηρετεί εδώ και χρόνια στο Καραμανδάνειο ως παιδοχειρουργός, διευθυντής ΕΣΥ και πρόεδρος του Σωματείου Εργαζομένων. Ενας γιατρός με μακρά εμπειρία σε περιστατικά παιδικής κακοποίησης, ο οποίος έχει δει και καταγράψει όσα οι περισσότεροι αποφεύγουν να κοιτάξουν.
«Τα περιστατικά παιδικής κακοποίησης που φτάνουν στα νοσοκομεία είναι μονάχα η κορυφή του παγόβουνου…» λέει σήμερα ο κ. Αλεξόπουλος στο «Βήμα». «Υπάρχουν αμέτρητα άλλα που δεν καταγράφονται καν. Οι θεσμικές ανεπάρκειες είναι βαθιές –ιατροδικαστικές, ιατρικές, δικαστικές, κοινωνικές. Υπηρεσίες που δεν παρεμβαίνουν, ιατροδικαστές που δεν ελέγχονται, εισαγγελικές αρχές που καθυστερούν ή σιωπούν. Οι ίδιοι οι γιατροί, συχνά, διστάζουν να μιλήσουν. Είτε γιατί έχουν δει τις παθογένειες στο σύστημα είτε γιατί φοβούνται αγωγές, απειλές, στοχοποίηση. Ειδικά στις μικρές κοινωνίες. Πώς να μιλήσει ένας γιατρός, όταν ξέρει ότι θα τον κυνηγούν για δέκα χρόνια στα δικαστήρια επειδή τόλμησε να κάνει το αυτονόητο; Δεν υπάρχει θεσμική προστασία για εμάς. Ούτε νομική ούτε ηθική. Υπάρχει μονάχα ένας γενικευμένος φόβος».

Στο Καραμανδάνειο Νοσοκομείο Παίδων, όπως και αλλού, υπήρξαν γιατροί που εντόπισαν μοτίβα κινδύνου, όμως, ο θεσμικός μηχανισμός προστασίας δεν ενεργοποιήθηκε ούτε για τα παιδιά, ούτε για τους επαγγελματίες της πρώτης γραμμής.
Λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα, στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Πατρών, ένας άλλος γιατρός χτυπούσε καιρό τον κώδωνα του κινδύνου. Ο Ανδρέας Ηλιάδης, διευθυντής της Μονάδας Εντατικής Θεραπείας Παίδων, ήταν από τους πρώτους που αντιλήφθηκαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά – όχι μονάχα σε ένα περιστατικό, αλλά σε έναν ευρύτερο μηχανισμό. Βρέθηκε στο επίκεντρο σε δύο από τις πιο σκοτεινές υποθέσεις κακοποίησης παιδιών που είδε ποτέ η χώρα μας: εκείνη της Ρούλας Πισπιρίγκου και τώρα της Ειρήνης Μουρτζούκου.
Στην πρώτη, ήταν εκείνος που εντόπισε τις αντιφάσεις και προχώρησε σε καταγγελία. Στη δεύτερη, υποδέχθηκε βρέφη με επαναλαμβανόμενα επεισόδια, απέστειλε αναφορές και ζήτησε κινητοποίηση, που δεν ήρθε ποτέ. «Η υπόθεση Πισπιρίγκου δεν μας έκανε καλύτερους…» λέει σήμερα ο κ. Ηλιάδης στο «Βήμα». «Η Ειρήνη Μουρτζούκου είναι η απόδειξη». Τα παιδιά της είχαν περάσει και από τη δική του μονάδα. Ο Ηλιάδης είδε μοτίβα, είδε «σημάδια», προσπάθησε να τα ενώσει. «Οταν βλέπεις παιδιά του ίδιου περιβάλλοντος με αλλεπάλληλα επεισόδια, πρέπει να ενεργοποιείται ένα σύστημα προστασίας. Δεν ενεργοποιήθηκε τίποτα. Ο καθένας είδε απλώς το δικό του περιστατικό. Κανένας δεν είδε τη συνολική εικόνα».
«Η υπόθεση Πισπιρίγκου δεν μας έκανε καλύτερους…» λέει σήμερα ο κ. Ηλιάδης στο «Βήμα». «Η Ειρήνη Μουρτζούκου είναι η απόδειξη. Οταν βλέπεις παιδιά του ίδιου περιβάλλοντος με αλλεπάλληλα επεισόδια, πρέπει να ενεργοποιείται ένα σύστημα προστασίας. Δεν ενεργοποιήθηκε τίποτα».
Η ανεπάρκεια, όπως την περιγράφει, δεν είναι μόνο νομική, είναι και διοικητική. «Ολοι λειτουργούν σε νησίδες, υπηρεσίες που δεν διασυνδέονται, καθένας κοιτάζει τη δουλειά του και μόνο. Και όταν πεθάνει ένα παιδί, τότε “ψάχνουμε”, αλλά τότε είναι πια αργά».
Με αφορμή την υπόθεση Πισπιρίγκου είχε ήδη προτείνει τη δημιουργία μιας μόνιμης πολυτομεακής επιτροπής ανά νοσοκομείο – μιας «task force», όπως λέει –, ώστε γιατροί, δικαστικές και κοινωνικές αρχές να επικοινωνούν άμεσα. Ζήτησε ακόμα ένα «κόκκινο τηλέφωνο», έναν δίαυλο για να μη μείνει ο γιατρός μόνος. «Οχι για να κάνουμε καταγγελίες με ελαφρότητα» τονίζει. «Αλλά για να προστατευτεί ο γιατρός που εντοπίζει ένα περιστατικό και να μπορεί να ενεργήσει χωρίς να φοβάται μηνύσεις. Πρέπει να σταματήσει να είναι διακριτική ευχέρεια – να γίνει υποχρέωση».
Ακόμα κι αυτό όμως δεν εισακούστηκε. «Το παράπονό μου είναι ότι μετά από όλες αυτές τις υποθέσεις κανένας δεν μας κάλεσε – ούτε μία φορά – να δούμε πώς μπορούμε να αλλάξουμε τον μηχανισμό. Να κάνουμε πιλότους, να ενώσουμε φορείς. Το υπουργείο Υγείας δεν μπορεί μόνο του. Πρέπει να μπουν και το υπουργείο Δικαιοσύνης, η Αστυνομία και η Κοινωνική Πρόνοια. Αλλιώς θα ξαναζήσουμε τα ίδια».
Η «αμαρτωλή» υπηρεσία
Η Ιατροδικαστική Υπηρεσία Πατρών δεν ήταν ποτέ αυτό που θα περίμενε κανείς από μια κρατική δομή επιφορτισμένη με την τεκμηρίωση του θανάτου. Ηταν μια ενδιάμεση ζώνη, όχι ένας σταθμός επιστήμης, αλλά μια γκρίζα περιοχή όπου η φρίκη υποβαθμιζόταν σε διοικητική ρουτίνα και η τεκμηρίωση γινόταν συχνά κάτω από συνθήκες που έμοιαζαν απάνθρωπα πρόχειρες. Ενα υπηρεσιακό χάος, με ελλιπή στελέχωση, αδιαφάνεια, πορίσματα που γεννούσαν ερωτήματα και υποθέσεις που «έκλειναν» με συνοπτικές διαδικασίες. Η απόφαση του υπουργού Δικαιοσύνης, Γιώργου Φλωρίδη, να θέσει σε αναστολή τη λειτουργία της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Πάτρας φάνταζε, στην πρώτη ανάγνωση, ως μια επιβεβλημένη αντίδραση. Ενα μήνυμα μηδενικής ανοχής απέναντι στην αμέλεια, τη δυσλειτουργία, την αστοχία. Ή τουλάχιστον έτσι παρουσιάστηκε. Γιατί αυτή είναι μόνο μία πλευρά της αλήθειας. Αν θέλουμε να συνθέσουμε ολόκληρο το παζλ, θα πρέπει να δούμε ταυτόχρονα μια σειρά από γεγονότα.
Ενα από αυτά είναι ο ξαφνικός θάνατος του ιατροδικαστή, Γιώργου Σιώζου, στις αρχές του καλοκαιριού. Ο εκλιπών Σιώζος, τον οποίο πηγές που μιλούν στο «Βήμα» περιγράφουν ως έναν ευσυνείδητο επαγγελματία με αίσθηση του καθήκοντος, ήταν τους τελευταίους μήνες εξαιρετικά πιεσμένος και εξουθενωμένος από τον όγκο των υποθέσεων που του αναλογούσαν, κάτι που επιβεβαίωσε στον τοπικό Τύπο και η οικογένειά του, μετά τον θάνατό του.
Στην Ολλανδία διενεργούνται 400 νεκροψίες τον χρόνο από έναν ιατροδικαστή, με σαφές σύστημα αξιολόγησης και υποστήριξης να τον πλαισιώνει. Στην Ελλάδα, ο αριθμός, όπως λένε πηγές στο «Βήμα», ξεπερνά τις 10.000, με μόλις 50 άτομα να πραγματοποιούν νεκροτομικό έργο, καλύπτοντας 12 περιφέρειες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι λίγες εβδομάδες προτού καταρρεύσει ο Σιώζος είχε κληθεί να διενεργήσει 26 νεκροψίες μέσα σε διάστημα μόλις 72 ωρών. Τρεις ημέρες, 26 άνθρωποι. Ενα νεκροτομείο που λειτουργούσε σαν γραμμή παραγωγής, χωρίς σταματημό και χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Και δεν ήταν μόνο η Αχαΐα. Η υπηρεσία της Πάτρας εξυπηρετούσε τμήματα της Πελοποννήσου, ένα κομμάτι της Δυτικής Ελλάδας και των νησιών του Ιονίου. Για να κατανοήσει κανείς το μέγεθος της πίεσης, αρκεί να ρίξει μια ματιά στις διεθνείς συγκρίσεις: στην Ολλανδία διενεργούνται 400 νεκροψίες τον χρόνο από έναν ιατροδικαστή, με σαφές σύστημα αξιολόγησης και υποστήριξης να τον πλαισιώνει. Στην Ελλάδα, ο αριθμός, όπως λένε πηγές στο «Βήμα», ξεπερνά τις 10.000, με μόλις 50 άτομα να πραγματοποιούν νεκροτομικό έργο, καλύπτοντας 12 περιφέρειες.
Μετά το αιφνίδιο κλείσιμο της υπηρεσίας στην Πάτρα, η λύση που επιλέχθηκε – να μεταφερθούν οι υποθέσεις στην Κόρινθο – αποδείχθηκε ανεφάρμοστη. Το νεκροτομείο της Κορίνθου λειτουργεί μόλις δύο φορές την εβδομάδα, προκαλώντας ασφυξία στο σύστημα. Την Παρασκευή 11 Ιουλίου αποφασίστηκε να μετακινηθούν εσπευσμένα ιατροδικαστές από τη Θεσσαλονίκη. Το «μποτιλιάρισμα» ήταν τέτοιο που το Σάββατο χρειάστηκε να επιστρατευθεί ακόμα και πολιτικό ρουσφέτι: νεκροτόμος κλήθηκε εκτάκτως για να εξυπηρετήσει συγγενή πολιτικού προσώπου.
Στο μεταξύ, τη Δευτέρα 14 Ιουλίου κλιμάκιο του υπουργείου Δικαιοσύνης, συνοδεία αστυνομικών, πραγματοποίησε αιφνιδιαστικό έλεγχο και κατέσχεσε δεκάδες φακέλους υποθέσεων από την Ιατροδικαστική Υπηρεσία Πατρών, που χρονολογούνται από την Πρωτοχρονιά του 2020 έως σήμερα. Οι φάκελοι ταξίδεψαν στοιβαγμένοι προς την Αθήνα, ένα θέαμα που περισσότερο θύμιζε τελετουργικό τιμωρίας παρά διοικητική τυπικότητα. Το σίγουρο είναι πως οι νέοι ιατροδικαστές που έρχονται από τη Θεσσαλονίκη τη Δευτέρα 21 Ιουλίου να στελεχώσουν την Υπηρεσία της Πάτρας θα βρουν άδεια γραφεία.
Η «διαχείριση» της υπόθεσης
Και ενώ η Πάτρα μπήκε σε «καραντίνα», υπάρχει ένα ακόμα γεγονός στο οποίο ελάχιστοι στάθηκαν. Από τα οκτώ παιδιά που πέθαναν στις δύο πολύκροτες υποθέσεις των τελευταίων ετών – εκείνες της Ρούλας Πισπιρίγκου και της Ειρήνης Μουρτζούκου – μόνο τα τέσσερα εξετάστηκαν μετά θάνατον στην Ιατροδικαστική Υπηρεσία Πατρών.
Το πέμπτο είχε εξεταστεί στο Ναύπλιο, στην υπόθεση του 2014. Τα υπόλοιπα τρία, στην Ιατροδικαστική Υπηρεσία της Αθήνας. Σε καμία από αυτές τις οκτώ νεκροτομές, από κανέναν ιατροδικαστή – περιφερειακό ή κεντρικό – δεν διατυπώθηκε σαφής υποψία εγκληματικής ενέργειας. Ούτε εντοπίστηκαν εξαρχής σημάδια ασφυξίας ούτε ζητήθηκε περαιτέρω διερεύνηση. Μόνο στην Πάτρα σφραγίστηκαν γραφεία. Για τους παροικούντες την ιατροδικαστική κοινότητα, η απάντηση δεν βρίσκεται μονάχα στην επιστημονική επάρκεια ή στις υπηρεσιακές αστοχίες αλλά και στις ισορροπίες εξουσίας. Στην ορατή και αόρατη ιεραρχία, όπου δεν μετρούν μόνο τα πορίσματα αλλά και το ποιος τα υπογράφει. Η Πάτρα, ορθώς, οδηγήθηκε στο εδώλιο της διοικητικής κρίσης, είχε σοβαρά προβλήματα, ανεξήγητα πορίσματα, κακή φήμη, όμως η πολιτική απόφαση να σφραγιστεί μοιάζει περισσότερο με μια επικοινωνιακή διαχείριση κρίσης παρά με ουσιαστική θεσμική εξυγίανση.

Με χειροπέδες και αλεξίσφαιρο γιλέκο, υπό αυστηρή αστυνομική συνοδεία. Η Ειρήνη Μουρτζούκου στο επίκεντρο μιας υπόθεσης που σοκάρει, ξεγυμνώνοντας τα κενά τόσο των θεσμών όσο και των συστημάτων προστασίας.
Η Βασιλική Ντζελβέ είναι η δικηγόρος της Κατερίνας, της μητέρας ενός από τα βρέφη που, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, δολοφονήθηκαν από την Ειρήνη Μουρτζούκου. Το παιδί πέθανε το 2021, όσο η Κατερίνα φιλοξενούνταν προσωρινά στο σπίτι της κατηγορουμένης στην Πάτρα. Το πόρισμα τότε απέδωσε τον θάνατο σε διάμεση πνευμονίτιδα και η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο. «Η πελάτισσά μου δεν είχε λόγο να αμφισβητήσει τους θεσμούς…» λέει στο «Βήμα» η κυρία Ντζελβέ. «Οταν όμως προέκυψαν και άλλοι θάνατοι, με κοινά χαρακτηριστικά, ζητήσαμε επανεξέταση. Τότε προέκυψαν τα πρώτα στοιχεία για ασφυκτικό θάνατο. Οι φωτογραφίες που αποτυπώνουν σημάδια ασφυξίας υπήρχαν. Τις είχε στείλει η ίδια η κατηγορουμένη σε τρίτα πρόσωπα. Κι όμως, δεν υπήρχαν στον φάκελο του νοσοκομείου, ούτε στην Ιατροδικαστική Υπηρεσία Πατρών, ούτε στην Αστυνομία. Αν είχαν κρατηθεί, αν είχαν αξιολογηθεί, κάποια παιδιά ίσως να ζούσαν σήμερα».
Η επανεξέταση των ιατροδικαστικών εκθέσεων αποτέλεσε το σημείο καμπής στην υπόθεσή. Σε τουλάχιστον τρία περιστατικά οι νέες γνωματεύσεις δεν αναγνώριζαν παθολογική αιτία θανάτου αλλά κατέτειναν προς ασφυκτικό μηχανισμό.
Το πρόβλημα για την ίδια όμως δεν είναι τοπικό και δεν αφορά αποκλειστικά την Πάτρα: «Εχουμε πορίσματα από Πάτρα, από Αθήνα, από Ναύπλιο που απέτυχαν να δουν το έγκλημα. Δεν είναι μια τοπική παθογένεια – πρόκειται για ευρύτερη δυσλειτουργία». Για τη συνήγορο υπεράσπισης, η υπόθεση Μουρτζούκου φανερώνει όμως κι ένα βαθύτερο κενό: «Κάποιοι άνθρωποι δεν αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο στα νοσοκομεία ή στις υπόλοιπες δημόσιες υπηρεσίες. Ιδίως όταν είναι μόνες γυναίκες, φιλοξενούμενες, χωρίς “ισχυρό περιβάλλον”. Το βλέπουμε ξανά και ξανά. Σαν να υπάρχουν παιδιά που μετράνε περισσότερο από άλλα. Το σύστημα δεν προστάτεψε τα νεκρά βρέφη. Τα αγνόησε».
Χρειάστηκε να περάσουν χρόνια, να ανοιχτούν παλιοί φάκελοι, να αναλυθούν ξανά λέξεις όπως «πνευμονίτιδα» και «υποξία», για να αποκαλυφθεί η αλήθεια. Θαμμένη κάτω από χιλιάδες φακέλους, δίπλα σε σφραγίδες που μπήκαν μηχανικά και ονόματα που ξεχάστηκαν πριν καν καταγραφούν. Τώρα όμως ήρθε η ώρα των ευθυνών. Για όλους.



