Το 2025 ήταν μια χρονιά με έντονες αναταράξεις, όπου όμως η ελληνική οικονομία συνέχισε να αναπτύσσεται με ικανοποιητικούς ρυθμούς. Ηρθε σαν αποτέλεσμα της προσπάθειας πολιτείας, επιχειρήσεων και κοινωνίας και μας δίνει την αναγκαία βάση για περαιτέρω ανάπτυξη, σε μια περίοδο που πολλές ευρωπαϊκές οικονομίες κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση.

Μπαίνοντας στο 2026, η ελληνική οικονομία έχει μπροστά της μια κρίσιμη ευκαιρία: όχι απλώς να κρατήσει τα κεκτημένα, αλλά να κάνει το άλμα παραγωγικότητας. Η Κοινωνική Συμφωνία για τις Συλλογικές Συμβάσεις που υπογράψαμε πρόσφατα κοινωνικοί εταίροι και πολιτεία έδειξε ότι όταν υπάρχει κοινός στόχος, μπορούμε να προχωράμε με συνεννόηση και συναίνεση.

Προοπτικές και ευκαιρίες για το 2026

Η Ελλάδα έχει κερδίσει αξιοπιστία στις διεθνείς αγορές και προσελκύει επενδύσεις, όμως το επενδυτικό κενό παραμένει μεγάλο. Επενδύουμε περίπου 14% του ΑΕΠ, κάτι που αποτελεί θεμέλιο για βιώσιμη ανάπτυξη και τη μετάβαση στην ψηφιακή και την πράσινη οικονομία, όταν χρειάζεται τουλάχιστον 21% για την αύξηση της παραγωγικότητας και τη σύγκλιση με την Ευρώπη.

Η επιχειρηματική κοινότητα, ωστόσο, στέκεται σε πιο υγιείς βάσεις και επενδύει πιο συστηματικά σε αποδοτικότητα, καινοτομία και παραγωγή αξίας. Η βιομηχανική παραγωγή είναι περίπου 34% υψηλότερη σε σχέση με πριν από μια δεκαετία, ενώ η παραγωγικότητα του κλάδου ανέρχεται στο 73% του ευρωπαϊκού, τη στιγμή που όλη η χώρα βρίσκεται στο 54%. Κλάδοι όπως το αλουμίνιο, τα πετρελαιοειδή, τα τρόφιμα και ποτά, τα φάρμακα, τα ηλεκτρονικά, ο ηλεκτρολογικός εξοπλισμός, η πληροφορική και οι τηλεπικοινωνίες στηρίζουν αυτή την πορεία. Η ναυπηγική βιομηχανία ανασυγκροτείται με νέες επενδύσεις, ενώ η αναδιάταξη της ευρωπαϊκής αμυντικής πολιτικής μπορεί, και πρέπει, να λειτουργήσει ως καταλύτης για την εγχώρια αμυντική βιομηχανία και τη συμμετοχή μας σε νέες ευρωπαϊκές αλυσίδες αξίας.

Οι προκλήσεις που δεν πρέπει να αγνοήσουμε

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η οικονομική και κοινωνική πρόοδος των τελευταίων ετών δεν έχει συμπεριλάβει όλους τους πολίτες. Παρά την αύξηση περίπου 35% στους ονομαστικούς μισθούς, συμπεριλαμβανομένου του κατώτατου, από το 2019, η πίεση για ταχύτερη βελτίωση των εισοδημάτων είναι πραγματική. Ομως, οι μισθοί δεν μπορούν να αυξάνονται πιο γρήγορα από την παραγωγικότητα. Αν συμβεί αυτό, θα χάσουμε σε ανταγωνιστικότητα και θα επανέλθουν προβλήματα της προηγούμενης δεκαετίας. Γι’ αυτό θέτουμε την παραγωγικότητα ως κεντρικό στόχο. Είναι ο μόνος δρόμος για υψηλότερο βιοτικό επίπεδο και καλύτερες απολαβές. Η αύξηση των επενδύσεων είναι κλειδί για την αύξηση της παραγωγικότητας και τη δυνατότητα της οικονομίας να τα υποστηρίξει.

Ωστόσο, υπάρχουν εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν.

Πρώτο και άμεσο, το ενεργειακό κόστος. Είναι σοβαρό πρόβλημα για τη βιωσιμότητα της βιομηχανίας και αντικίνητρο για νέες επενδύσεις. Η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις χώρες με τις υψηλότερες τιμές ηλεκτρικής ενέργειας για βιομηχανική χρήση στην Ευρώπη, αποκτώντας μειονέκτημα σε σχέση με ανταγωνιστές που στηρίζουν πιο ενεργά την παραγωγή τους. Οι επιχειρήσεις πρέπει να στηριχθούν άμεσα και να προχωρήσουμε σε δομικές λύσεις. Ο ΣΕΒ έχει καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις και αναμένουμε τις αποφάσεις της κυβέρνησης.

Ταυτόχρονα, απαιτείται συνέχιση των μεταρρυθμίσεων. Χρειάζεται συνολική αναβάθμιση της λειτουργίας του Δημοσίου, αλλά και του τρόπου που δουλεύουν οι επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι. Η γραφειοκρατία και το πολυδαίδαλο ρυθμιστικό πλαίσιο επιβαρύνουν την οικονομία, ενώ οι καθυστερήσεις στη Δικαιοσύνη «παγώνουν» επενδύσεις και υπονομεύουν την ασφάλεια δικαίου. Παράλληλα, ο νέος χωροταξικός σχεδιασμός πρέπει να προχωρήσει με ξεκάθαρη και απλή οριοθέτηση. Η έλλειψη διαθέσιμων οργανωμένων βιομηχανικών οικοπέδων είναι σήμερα βασικό αντικίνητρο. Με σωστό πλαίσιο, βιομηχανία, τουρισμός, εξορύξεις και ΑΠΕ μπορούν να συνυπάρχουν χωρίς συγκρούσεις.

Σημαντική πρόκληση είναι και η δυσκολία εύρεσης ανθρώπινου δυναμικού. Στο BusinessPulse του ΣΕΒ, 6 στις 10 επιχειρήσεις δηλώνουν ότι δυσκολεύονται να καλύψουν θέσεις. Το Δημογραφικό παίζει καθοριστικό ρόλο και αποτελεί εθνικό πρόβλημα. Ταυτόχρονα, το εκπαιδευτικό σύστημα δεν παράγει επαρκείς δεξιότητες και το κενό μεγαλώνει. Αντίστοιχες ελλείψεις υπάρχουν στα τεχνικά επαγγέλματα, όπου η «ανωτατοποίηση» των ΤΕΙ είχε ως αποτέλεσμα να μην εκπαιδεύουμε πλέον αρκετούς τεχνικούς κατάλληλους για τη βιομηχανία. Χρειαζόμαστε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο αναβάθμισης δεξιοτήτων και έναν σύγχρονο μετασχηματισμό της τεχνικής εκπαίδευσης.

Τέλος, η οικονομία χρειάζεται ένα συνεκτικό πλαίσιο κινήτρων για επενδύσεις στον παραγωγικό τομέα, ειδικά μετά το τέλος του Ταμείου Ανάκαμψης. Οι υπεραποσβέσεις είναι ένα απλό, δίκαιο και αποτελεσματικό εργαλείο, που δίνει στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να επενδύσουν όταν το χρειάζονται, χωρίς καθυστερήσεις αναπτυξιακών νόμων που συχνά ξεπερνούν τον ενάμιση χρόνο. Ωστόσο, οι ευρωπαϊκοί κανόνες συχνά μπλοκάρουν την εφαρμογή τους, καθώς καταγράφουν μόνο το άμεσο κόστος και όχι το αναπτυξιακό όφελος.

Το στοίχημα για το 2026

Το 2026 θα θέλαμε να είναι η πρώτη χρονιά που συντονισμένα θα προσπαθήσουμε για την αύξηση της παραγωγικότητας, αν και για να το πετύχουμε θα χρειαστούν χρόνια και αλλαγή νοοτροπιών. Η επίτευξή της χρειάζεται συνεννόηση πολιτείας, επιχειρήσεων και κοινωνίας και είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος που η νέα Κοινωνική Συμφωνία απέδειξε ότι αυτή η συνεννόηση είναι εφικτή.

Οι επιχειρήσεις οφείλουν να επενδύσουν στην καινοτομία και στις δεξιότητες. Η υποχρέωσή μας ως εργοδοτών είναι να αυξήσουμε την παραγωγικότητα μέσα από τις επενδύσεις μας ώστε να μπορούν να αυξηθούν τα εισοδήματα και να συμβάλουμε στην υπογραφή συλλογικών συμβάσεων που θα καλύπτουν μεγαλύτερο ποσοστό εργαζομένων.

Ο ΣΕΒ θα συνεχίσει να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή αυτής της προσπάθειας για μια Ελλάδα που παράγει περισσότερο και μοιράζει δίκαια τον πλούτο που δημιουργεί.

Ο κ. Σπύρος Θεοδωρόπουλος είναι πρόεδρος του ΣΕΒ και επικεφαλής του ομίλου Bespoke SGA Holdings.